Ρώσοι αναλυτές πιστεύουν ότι τα τελευταία γεγονότα στην Οδησσό και στη Νοτιοανατολική Ουκρανία δεν μπορούν να μείνουν αναπάντητα από τη ρωσική πλευρά. Η αντίδραση μπορεί να είναι οποιαδήποτε, από διπλωματικό διάλογο μέχρι στρατιωτική επιχείρηση.



Οι ουκρανικές δυνάμεις επιβολής καταστολής εξακολουθούν την ονομαζόμενη “αντιτρομοκρατική” επιχείρηση και έχουν εισέλθει στο Σλαβιάνσκ (πόλη στην περιφέρεια Ντονέτσκ της Ουκρανίας), με τις μάχες να μαίνονται. Αρκετοί άνθρωποι έχουν σκοτωθεί και τραυματιστεί, τόσο από τη μεριά των δυνάμεων που είναι πιστές στο Κίεβο όσο και από τους αυτονομιστές. Μεταξύ των άλλων, και απλοί άοπλοι πολίτες, που είτε δεν μετείχαν καθόλου στα γεγονότα, είτε είχαν “στρατευθεί” ως άοπλα μέλη των ομάδων αυτοάμυνας των αυτονομιστών.
Στο μεταξύ, στις 2 Μαΐου στην Οδησσό 46 άνθρωποι έχασαν κάτω από τραγικές συνθήκες τη ζωή τους. Ο υπουργός Εσωτερικών της Ουκρανίας, Αρσέν Αβάκοφ, επιρρίπτει την ευθύνη για τα γεγονότα της Οδησσού στο προσωπικό της αστυνομίας και στον εισαγγελέα της πόλης. «Η αστυνομία της Οδησσού -ανέφερε- ενήργησε απαράδεκτα, πιθανόν εγκληματικά, και όλη η ηγεσία της απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά της. Γίνονται έρευνες σχετικά με τις ενέργειές τους».
Το υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας καταδίκασε τις ενέργειες της “κυβέρνησης” του Κιέβου, οι οποίες οδήγησαν στην τραγωδία στην Οδησσό. «Μαζί με τη συνεχιζόμενη επιχείρηση βίαιης καταστολής στο Σλαβιάνσκ -αναφέρεται σε ανακοίνωσή του- η τραγωδία στην Οδησσό αποτέλεσε ακόμη μια απόδειξη της εγκληματικής κατεύθυνσης της βίας και του εκφοβισμού στην οποία το Κίεβο έχει καταφύγει. Κάτι που δεν συνάδει σε καμία περίπτωση με τις δεσμεύσεις που απορρέουν από τη συμφωνία της 21ης Φεβρουαρίου και τη διακήρυξη της Γενεύης της 17ης Απριλίου 2014. Η είδηση του νέου εγκλήματος στην Οδησσό έγινε δεκτή με αγανάκτηση στη Ρωσία, η οποία καλεί το Κίεβο και τους Δυτικούς προστάτες του να θέσουν ένα τέλος στην ανομία που εξελίσσεται με τη χρήση ισχύος, να επιδείξουν αίσθημα ευθύνης απέναντι στον ουκρανικό λαό».
Όπως εξήγησε ο γενικός διευθυντής του Οργανισμού πολιτικής και οικονομικής επικοινωνίας καθώς και μέλος του Ανωτάτου Συμβουλίου του κυβερνητικού κόμματος «Ενιαία Ρωσία», Ντμίτρι Ορλόφ, η Ρωσία δεν μπορεί να μην αντιδράσει στα γεγονότα των τελευταίων ημερών. Σύμφωνα με τον πολιτικό επιστήμονα, «οι ρώσοι πολιτικοί μπορεί να επιδιώξουν ένα διάλογο με τις ουκρανικές αρχές, αλλά με δύο προϋποθέσεις: Τον τερματισμό της λεγόμενης αντιτρομοκρατικής επιχείρησης και της βίας κατά των αμάχων, καθώς και την ενδελεχή διερεύνηση των γεγονότων της Οδησσού». Ταυτόχρονα, σημειώνει, με τη διαλεύκανση των συνθηκών του συμβάντος πρέπει να ασχοληθούν, όχι μόνο οι ουκρανικές αρχές, αλλά και ανεξάρτητοι παρατηρητές, εκπρόσωποι της ΕΕ και του ΟΑΣΕ, καθώς και η Ανακριτική επιτροπή της ρωσικής Εισαγγελίας.
Το σενάριο της επέμβασης
«Αυτή τη στιγμή σε καθεμιά από τις φάσεις του συγκεκριμένου επεισοδίου υπάρχουν πολλές ασάφειες, για παράδειγμα -αναφέρει ο Ορλόφ- υπάρχει μια ανεπιβεβαίωτη εκτίμηση ότι όλες αυτές οι ταραχές υποκινήθηκαν από τις Αρχές, επομένως οι έρευνες είναι απόλυτα απαραίτητες». Πρόσθεσε ωστόσο, ότι «μια στρατιωτική ανάμιξη της Ρωσίας στην κατάσταση στην Ουκρανία, θα είναι ένα πολύ παρακινδυνευμένο βήμα για τη Ρωσία».
Ο πρόεδρος του Ιδρύματος «Πολιτική της Αγίας Πετρούπολης», Μιχαήλ Βινογκράντοφ, επισημαίνει ότι τα γεγονότα στην Οδησσό και στη νοτιοανατολική χώρα δημιουργούν ένα συγκεκριμένο συναισθηματικό κύμα στην κοινή γνώμη, και το οποίο στρατιωτικό σενάριο για να δοθεί λύση σε αυτή τη σύγκρουση εκλαμβάνεται πλέον ως θεμιτό. Κατά την άποψή του, η κατάσταση σήμερα διαφέρει σημαντικά από εκείνη που είχε διαμορφωθεί στην Κριμαία. «Τα γεγονότα στην Οδησσό -διευκρινίζει- έδειξαν ότι αναίμακτο σενάριο ρωσικής παρέμβασης δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί, ενώ παράλληλα μια στρατιωτική επέμβαση θα είναι δύσκολο να αιτιολογηθεί από απόψεως Διεθνούς Δικαίου». Σύμφωνα με τον ειδικό, η Ρωσία θα πρέπει να έχει κατά νου ποιος θα είναι ο στόχος που θα ακολουθήσει απαντώντας στην αντιτρομοκρατική επιχείρηση του ουκρανικού στρατού. «Αν μιλάμε για την προστασία των Ρώσων -αναφέρει ο Βινογκράντοφ- τότε θα πρέπει να θυμόμαστε ότι στις περιοχές που συμβαίνουν τα τραγικά γεγονότα αυτοί δεν είναι πάνω από το 25%. Εκτός των άλλων, η Ρωσία διαθέτει μικρή προς το παρόν εμπειρία ειρηνευτικών αποστολών».
Μυρίζει κανονικός Εμφύλιος
Ο διευθυντής του Κέντρου πολιτικών σπουδών του Πανεπιστημίου Οικονομικών της κυβέρνησης της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Πάβελ Σάλιν, συμφωνεί με την αναγκαιότητα αντίδρασης στα γεγονότα, ταυτόχρονα όμως επισημαίνει ότι το ποια θα είναι αυτή, θα καταστεί σαφές τις προσεχείς ημέρες. Σύμφωνα με τον πολιτικό αναλυτή, «συνολικά, τα γεγονότα μπορούν διαχωριστούν σε δύο περιόδους: Πριν την Οδησσό, και μετά από αυτή. Ενώ πριν από την πυρκαγιά και τους θανάτους στην Οδησσό, διεξαγόταν μια μάχη μεταξύ των τεχνολογιών της “ήπιας ισχύος”, και η αντιπαράθεση εξελισσόταν σχετικά αναίμακτα με τον κόσμο να υφίσταται απώλειες υπό τη μορφή κάποιων τραυμάτων ή μερικές σπασμένες μύτες, τώρα πλέον μετά το θάνατο των κατοίκων της Οδησσού και του Κραματόρσκ, η υπόθεση μυρίζει σαν κανονικός εμφύλιος πόλεμος».
Ο ειδικός εξηγεί ότι η Ρωσία βρέθηκε μπροστά σε μια νέα κατάσταση και πρέπει να αντιδράσει με νέο τρόπο, ενώ το ποια θα είναι αυτή η αντίδραση, εξαρτάται από τη συμπεριφορά των ουκρανικών Αρχών στη συνέχεια. «Αν συνεχίσουν την πορεία που έχουν χαράξει από τις αρχές Μαΐου, η οποία βασίζεται στη βίαιη καταστολή των αντιπάλων της ηγεσίας της χώρας -αναφέρει- τότε η Ρωσία μπορεί να χρησιμοποιήσει ένα ευρύ οπλοστάσιο μέσων, μέχρι τα πιο ακραία, τη στρατιωτική επέμβαση. Εάν δε, οι ουκρανικές Αρχές απομακρυνθούν από αυτή την πολιτική, τότε η Ρωσία δεν θα διευρύνει το οπλοστάσιο των μέσων που διαθέτει». Ο Σάλιν εκτιμά ότι η απόφαση θα ληφθεί μέσα στις επόμενες ημέρες και πολλά θα εξαρτηθούν από το πώς θα περάσουν οι γιορτές του Μαΐου (9-11 Μαΐου) και από τι θα συμβεί στα δημοψηφίσματα στη νοτιοανατολική χώρα. 

http://gr.rbth.com

Δημοσίευση σχολίου

Blogger