«Είμαστε θαλασσινός λαός, η Ελλάδα δεν φοβάται να ξανοιχτεί σε νέες θάλασσες, προκειμένου να φτάσει σε πιο ασφαλή λιμάνια», δήλωσε ο πρωθυπουργός από την Αγία Πετρούπολη, με ρητορική πρόθεση να εμπλέξει την ιστορικά αποδεδειγμένη ναυτοσύνη των Ελλήνων, με την ενδεχόμενη αλλαγή της γεωπολιτικής κατεύθυνσης της χώρας. Ωστόσο, πρόκειται για μια ατυχή έως ανεύθυνη φράση, καθώς εμπεριέχει όλα εκείνα τα στοιχεία άγνοιας της ιστορίας του Ελληνικού Έθνους σε συνδυασμό με τη ναυτική γεωγραφία της πατρίδας μας και την αντίληψη περί θαλάσσιας ισχύος γενικότερα.

Ιωάννης Σ. Θεοδωράτος
Δημοσιογράφος-Αμυντικός αναλυτής

Ο πρωθυπουργός και όσοι τον συμβουλεύουν σε θέματα γεωπολιτικής φαίνεται ότι διακρίνουν εσκεμμένως μέρος της αλήθειας, η οποία διέπει τη νεότερη ελληνική ιστορία. Ως ναυτικός λαός, είμαστε και θα είμαστε συνδεδεμένοι με την δεσπόζουσα ναυτική δύναμη, η οποία τυγχάνει να είναι και η μοναδική υπερδύναμη της υφηλίου. Η Ρωσία (τσαρική, σοβιετική, σύγχρονη) ουδέποτε έδωσε βαρύτητα στην ανάπτυξη ναυτικής ισχύος καθώς δεσμευόταν και συνεχίζει να είναι δέσμια της γεωγραφίας της.

Στο παρελθόν είχε ευκαιρίες – τις οποίες απεμπόλησε – να εντάξει στην σφαίρα επιρροής της την Ελλάδα. Όμως αναγνωρίζοντας την ισχύ των ναυτικών δυνάμεων (των Αγγλοσαξόνων) τόσο κατά την μετά τους Ναπολεόντιους πολέμους περίοδο, όσο και κατά τον Β΄ΠΠ, απέρριψε την «προσάρτηση» του ελληνικού χώρου. Ο υψηλής – κορυφαίας – γεωστρατηγικής αξίας χώρος της Ελλάδας, με την ρωσική συγκατάθεση και πολιτική θέληση, ταξινομήθηκε στις περιοχές που ελέγχονταν από τις χώρες που θαλασσοκρατούσαν.

Δύο φορές ρωσικά και σοβιετικά στρατεύματα έφθασαν προελαύνοντας μέχρι τα (σημερινά) ελληνικά όρια. Την πρώτη το 1829 έφθασαν μέχρι την οθωμανική Αδριανούπολη για να επιστρέψουν στη συνέχεια αρκούμενοι σε εδαφικές παραχωρήσεις επί της ακτής της Μαύρης Θάλασσας, διανύοντας μια μεγάλη απόσταση από τη σημερινή Μολδαβία μέχρι την Ανατολική Θράκη!

Την δεύτερη το 1944 προέλασαν μέχρι και την Βουλγαρία, διακόπτοντας την πορεία προς την Βόρεια Ελλάδα. Και στις δύο περιπτώσεις η Αγία Πετρούπολη όπως και η Μόσχα ενήργησαν κατόπιν συμφωνιών με το Λονδίνο και την Ουάσιγκτον αναγνωρίζοντας το έλλειμμα ισχύος.

Η αιτία είναι απλή και κατανοητή: Στους Σλαυογερμανούς Ρώσους (σ.σ. εκ της γερμανικής φυλής των Ρως) ανέκαθεν άρεσαν και έλκονταν από τα εύφορα εδάφη των πεδιάδων της Πολωνίας και γενικά της Ανατολικής Ευρώπης. Ο γερμανο-πολωνικός διάδρομος υπήρξε άλλωστε για εκείνους η οδός εισόδου από και προς την κυρίως Ρωσία και Ουκρανία.

Υπάρχουν και άλλα ιστορικά παραδείγματα της αδιάφορης έως ενάντια (σ.σ. όχι εχθρικής καθώς αναφερόμαστε επί συμφερόντων και περί αντίθετης πολιτικής) αντιμετώπισης των ελληνικών θέσεων από την ρωσική/σοβιετική πολιτική, η οποία δεν είναι της παρούσης να αναπτυχθούν (π.χ. πανσλαβισμός, Δωδεκάνησα, Κων/πόλη-Στενά). Η πικρή εμπειρία των ορλοφικών αποτελεί μια επίσης σκληρή γεωπολιτική απόδειξη του πως εννοούσαν οι Ρώσοι την υποστήριξη των συμφερόντων τους.



Συμπερασματικά οι Ρώσοι δεν αποτελούν ναυτικό λαό και συνεπώς στρατηγικώς επιδεικνύουν ελάχιστο ενδιαφέρον για τους Έλληνες, τους οποίους θεωρούν ιστορικώς ενταγμένους στην συμμαχία/σφαίρα επιρροής των εκάστοτε κυριάρχων των θαλασσών.

Με την φράση του περί θαλασσινού λαού ο πρωθυπουργός θα έπρεπε να γνωρίζει ήδη και να έχει κατανοήσει το γεγονός ότι η χώρα μας βρίσκεται ήδη εκεί που την έχει εντάξει η Iστορία και η γεωγραφία από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Ο Ελληνισμός αναπτύχθηκε, επεκτάθηκε και διατηρήθηκε χάρη στον στενό δεσμό που δημιούργησε με το θαλάσσιο στοιχείο.

Η ναυτική γεωγραφία του ελληνικού χώρου ήταν εκείνη που παρακίνησε και στη συνέχεια διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις για την ανάδειξη ισχυρών τάσεων, οι οποίες ώθησαν τους προγόνους μας στην συγκρότηση ισχυρών στόλων.

Οι πρώτες βάσεις, τα πρώτα δόγματα, οι αφετηρίες όλων εκείνων των παραγόντων που συγκρότησαν και επί των οποίων προέρχονται όλες οι θεωρίες περί Ναυτικής και Θαλασσίας Ισχύος, ανάγονται στην ιστορική εμπειρία του αρχαίου Αθηναϊκού Ναυτικού, συμφώνως με την περιγραφή του Θουκυδίδου και του Ξενοφώντος.

Όμως αυτά αφορούν την Ιστορία και για να μην αποτελέσουμε και εμείς κομμάτι της παρελθούσης «Ιστορίας», οφείλουμε να αναγνωρίζουμε εγκαίρως τους κινδύνους τους οποίους δημιουργούν ασύνετες αποφάσεις.

Ως θαλασσινός/ναυτικός λαός ήμασταν πάντα με την πλευρά των νικητών σε όλες τις μεγάλες συγκρούσεις των δύο τελευταίων αιώνων. Και οι νικητές ήσαν εκείνοι που θαλασσοκρατούσαν τότε και σήμερα. Στον Α΄ΠΠ, στον Β΄ΠΠ όπως και στον Ψυχρό Πόλεμο η Αθήνα δεν έκανε το λάθος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Τουρκίας, της Αλβανίας, της Ιταλίας και της Βουλγαρίας ώστε να λάβει λάθος θέση (αναφέρομαι αποκλειστικά στους γείτονές μας). Μόνον η Ελλάδα παρατάχθηκε με το μέρος των νικητών.


Δυστυχώς, μόνον η Ελλάδα παρουσίασε τόσο αντιφατικό εσωτερικό μέτωπο, το οποίο λίγο έλλειψε να την οδηγήσει στο χείλος της καταστροφής. Ο εθνικός διχασμός, οι εκλογές του Νοεμβρίου 1920, η ανταρσία στις Ένοπλες Δυνάμεις το 1943, τα Δεκεμβριανά το 1944 και ο Εμφύλιος Πόλεμος που ακολούθησε, υπήρξαν έργα τμήματος του ίδιου θαλασσινού λαού, που δεν αντιλαμβανόταν λόγω ελλείψεως ιστορικής παιδείας τι εστί πραγματικό συμφέρον και πώς να το διαχωρίζει από το κάθε είδους «δικαίωμα ή απαίτηση».

Ο Έλληνας πρωθυπουργός προχώρησε ακόμη μακρύτερα προειδοποιώντας (σ.σ. ποιους άραγε;) ότι θα βρούμε – αφού ξανοιχτούμε στο πέλαγος – πιο ασφαλή λιμάνια. Σε αυτό το σημείο θα έπρεπε κάποιος να του υπενθυμίσει ότι η Ελλάδα βρίσκεται στο ασφαλέστερο λιμάνι της ιστορίας της, το οποίο δεν της χαρίστηκε, αλλά το κατέκτησε πολεμώντας, γνωρίζοντας, ότι από τη Ναυμαχία στο Ναβαρίνο μέχρι και την είσοδό της στην ΟΝΕ, σε κάθε μεγάλο βήμα υπήρχε η έγκριση από την εκάστοτε ισχυρά θαλασσοκράτειρα δύναμη. Της υπερδύναμης εκείνης που απαιτούσε για γεωπολιτικούς και ιστορικούς λόγους την ένταξη της Αθήνας στις δομές της επονομαζόμενης Δύσης.

Αφού λοιπόν – θα μπορούσε κάποιος να ρωτήσει τον επικεφαλής της κυβέρνησης – κύριε πρωθυπουργέ θα αποπλεύσετε από τον σημερινό λιμένα, μπορείτε να μας πείτε – ως κυβερνήτης του εθνικού πλοίου – ποιος είναι ο λιμένας προορισμού; Η Ευρασιατική Ένωση; Η Οργάνωση για τη Συνεργασία της Σαγκάη (OSE), η τράπεζα των BRICS;

Αντιλαμβάνεστε ότι μιλώντας μπροστά στον πρόεδρο της Ρωσικής Ομοσπονδίας Βλαδίμηρο Πούτιν, ο οποίος σημειωτέον γνωρίζει άριστα ιστορία και γεωγραφία – το μειδίαμα που εξασφαλίσατε στα χείλη του πιθανόν να μη σημαίνει επιδοκιμασία των όσων εκστομίσατε, αλλά συμπαθητική συγκατάνευση της γεωπολιτικής μωρίας που σας διακρίνει;

Απομάκρυνση από το λιμάνι που αποτελεί σήμερα η ΕΕ και το ΝΑΤΟ σημαίνει ταξίδι με πολύ μακρινό και επικίνδυνο προορισμό. Όπως θα διαπιστώσετε κοιτώντας στον χάρτη για να πας στην Σεβαστούπολη πρέπει να διέλθεις μέσω της Τουρκίας, ενώ για να φθάσεις στον Αρχάγγελο πρέπει να εγκαταλείψεις την Μεσόγειο, να περάσεις την Μάγχη, να διαπλεύσεις την Βόρεια Θάλασσα και θα πρέπει να διέλθεις βορείως της Νορβηγίας μέσω του Αρκτικού πριν δεις να κυματίζει η πρώτη ρωσική σημαία. Στο συμβολικό και αλληγορικό αυτό ταξίδι που περιγράψαμε δεν φανταζόμαστε βεβαίως να εννοείτε ως λιμένα προορισμού το Βλαδιβοστόκ….

Εκτός κι αν στην απόφασή σας αυτή αξιότιμε πρωθυπουργέ θεωρείτε ότι θα έχετε συγκυβερνήτη τον λαό, ο οποίος και θα επωμιστεί και τις αντιξοότητες που θα υποστεί ως συναποφασίζων. Και όταν κινδυνεύσει πραγματικά το πλοίο και αν… λέμε αν οδηγηθεί σε ναυάγιο ή στα γεωπολιτικά βράχια, τότε μην τον κατηγορήσετε ότι τα έκανε θάλασσα γιατί δεν πίστεψε στο όραμά σας.


Βλέπεις, είναι ένας λαός που συχνά τα θαλασσώνει στην ιστορική του πορεία και συγχωρεί εύκολα εκείνους που του υποσχέθηκαν αίσια πορεία έχοντας όμως επιμελώς «κολλημένη» την ιδεολογική τους πυξίδα και αποκρύπτοντάς του τον χάρτη της πραγματικής πορείας που σχεδιάζουν να ακολουθήσουν…

Δημοσίευση σχολίου

Blogger