Και ξαφνικά όλοι μιλάμε για την Armada Collective. Αυτή την ομάδα των... χάκερ που «έριξε» τα συστήματα ηλεκτρονικών συναλλαγών τριών ελληνικών τραπεζών ζητώντας λύτρα σε bitcoins. Δηλαδή, σε ψηφιακό νόμισμα το οποίο, ως γνωστόν, είναι από τα αγαπημένα του υποκόσμου και όχι μόνο Κάποιος θα μπορούσε να πει «όλα τα είχαμε, ήρθαν τώρα και οι χάκερ…». Όμως, δεν είναι έτσι. Η κυβερνοασφάλεια είναι πια το Νο1 θέμα για όλες τις κυβερνήσεις και τις οικονομίες. Τον περασμένο Σεπτέμβριο, στην κατάθεσή τους ενώπιον του Κογκρέσου, υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών δήλωναν ότι οι κυβερνοεπιθέσεις αυξάνονται ανησυχητικά και πως οι ΗΠΑ δεν έχουν επαρκή προστασία να αποτρέψουν μια κυβερνοκαταστροφή. Το χειρότερο σενάριο μιλά για πιθανή επίθεση στο εθνικό σύστημα παροχής ηλεκτρικής ενέργειας ή για μια επίθεση στα συστήματα που ελέγχουν τις χρηματιστηριακές συναλλαγές και τα συστήματα των τραπεζών. Όσον αφορά την ηλεκτρονική βιομηχανική κατασκοπία, αυτή είναι πια κάτι το συνηθισμένο. Δισεκατομμύρια δολάρια ξοδεύονται κάθε χρόνο για την αντιμετώπιση των χάκερ και αν αναρωτιέστε που πάει ένα μεγάλο μέρος από αυτά, τότε η απάντηση είναι στο Ισραήλ.

Όταν πριν δέκα χρόνια είχε πέσει στα χέρια μου μια ανάλυση του τεχνολογικού κλάδου του Ισραήλ, δεν πίστευα στα μάτια μου. Με το ενδιαφέρον στραμμένο τότε στα απανωτά ράλι των χρηματιστηριακών δεικτών, η σκέψη πολλών ήταν «και τι μας νοιάζει τι κάνουν αυτοί εκεί κάτω…». Σήμερα, λοιπόν, το Ισραήλ δεν νοιάζεται και πολύ που οι εξαγωγές όπλων έχουν πέσει λόγω του ψαλιδίσματος των αμυντικών δαπανών αρκετών χωρών στο πλαίσιο της λιτότητας. Και τούτο, γιατί το όποιο κενό έχει καλυφθεί από τις αυξημένες πωλήσεις λογισμικών προγραμμάτων κυβερνοασφάλειας. Για πρώτη φορά πέρσι, το Ισραήλ πούλησε περισσότερα κυβερνοόπλα παρά κανονικά όπλα, βάζοντας στα ταμεία του από αυτά, περί τα 6 δισεκατομμύρια δολάρια.

Η εταιρεία Check Point που είναι γνωστή για το antivirus λογισμικό ZoneAlarm και πλήθος άλλων προγραμμάτων τόσο για οικιακούς χρήστες όσο και επιχειρήσεις, κατέγραψε κέρδη ύψους 1,5 δις. δολαρίων, ενώ το ντεμπούτο της CyberArk στην αμερικανική αγορά NASDAQ –η εταιρεία ειδικεύεται στην προστασία από κυβερνοεπιθέσεις- ήταν το μεγαλύτερο της περασμένης χρονιάς, με την τρέχουσα αξία της εταιρείας να είναι κοντά στα 2 δισεκατομμύρια δολάρια. Αλλά το Ισραήλ δεν βασίζεται μόνον στους μεγάλους παίκτες του χώρου της κυβερνοασφάλειας. Έχει πλήθος νεοφυών επιχειρήσεων στον συγκεκριμένο κλάδο, οι οποίες εξαγοράζονται από ξένους ομίλους εν ριπή οφθαλμού. Σύμφωνα με τον βρετανικό Economist, ο αριθμός των ισραηλινών εταιρειών κυβερνοασφάλειας έχει διπλασιαστεί τα τελευταία πέντε χρόνια στις 300. Η ζήτηση για τα προϊόντα τους αλλά και για έμπειρους μηχανικούς λογισμικού είναι μεγάλη, καθώς εταιρίες που έχουν δεχθεί επιθέσεις σπεύδουν να ενισχύσουν την προστασία τους.

Αξίζει να σημειωθεί πως στο Ισραήλ υπάρχουν 280 κέντρα ανάπτυξης υψηλής τεχνολογίας και πολλά από αυτά ανήκουν ή χρηματοδοτούνται από πολυεθνικές (βλέπε Amazon, Apple, Cisco, Google, Deutsche Telekom κ.ά.). «Η Microsoft και πολλές άλλες πολυεθνικές έχουν αναγνωρίσει το Ισραήλ ως κυβερνοδύναμη μεγατόνων με τα σωστά ταλέντα. Επενδύουν χρήματα κυρίως σε ομάδες που ήδη υπάρχουν και κάνουν έρευνες πάνω στην κυβερνοασφάλεια» εξηγεί ο Dudu Mimran, επικεφαλής του τμήματος τεχνολογίας του Κέντρου Ερευνών Κυβερνοασφάλειας του Πανεπιστημίου Μπεν-Γκουριόν στο Ισραήλ. Αναλυτές τονίζουν πως αυτή η εξέλιξη είναι αποτέλεσμα των συνεχών προκλήσεων της χώρας εκ της γεωπολιτικής της θέσης και της ανάγκης της για αυξημένη φυσική και μη φυσική ασφάλεια. Αλλά και της πολύ συγκεκριμένης και ξεκάθαρα ευνοϊκής πολιτικής στον χώρο της τεχνολογίας. 

Η ισραηλινή κυβέρνηση τοποθετεί την υψηλή τεχνολογία στους τομείς αιχμής της οικονομίας της. Μέσω του Matimop, του Κέντρου Βιομηχανίας, Έρευνας και Ανάπτυξης του Ισραήλ, τα υπουργεία Οικονομίας και Ανάπτυξης του Ισραήλ διαχειρίζονται έναν δίκτυο τουλάχιστον 29 διμερών συμφωνιών με άλλες χώρες. Επίσης, υπάρχουν επτά ερευνητικά πανεπιστήμια που συνδέονται άμεσα με τον τεχνολογικό κλάδο και ένα ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς.

Ο φόβος φέρνει χρήμα

«Κάθε νεαρός που αφήνει την Μονάδα 8200, δηλαδή την μονάδα ηλεκτρονικής κατασκοπείας του ισραηλινού στρατού, νομίζει ότι θα γίνει κυβερνοεκατομμυριούχος και τότε προκύπτουν αμέσως πολλές startups, η αξία των οποίων εκτιμάται στα 5 εκατομμύρια δολάρια χωρίς να έχουν να παρουσιάσουν κάτι φοβερό» υπογραμμίζει Ισραηλινός επενδυτής κεφαλαίων καινοτομίας στον Economist, αφήνοντας να εννοηθεί ότι πιθανότατα δημιουργείται φούσκα στον συγκεκριμένο κλάδο. Ωστόσο, δεν συμμερίζονται όλοι αυτή την άποψη. Είτε λόγω του παραδείγματος της Adallom, η οποία ιδρύθηκε το 2012 από τρία πρώην μέλη του Ισραηλινού Στρατού και παρέχει λογισμικό προστασίας για κινητούς servers απασχολώντας σήμερα 80 άτομα στο Ισραήλ και τις ΗΠΑ, είτε λόγω των αναγκών ασφαλείας που συνεχώς προκύπτουν από την παράλληλη και ταχύτατη ανάπτυξη των κακόβουλων λογισμικών και προγραμμάτων. Κατά τον πρόεδρο της CyberArk, η τεράστια ανάπτυξη που συμβαίνει σήμερα στο Ισραήλ, ειδικά στον κλάδο της κυβερνοασφάλειας, είναι απόρροια της συνειδητοποίησης της απειλής των χάκερ διεθνώς, διότι πολύ απλά μια επίθεση μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή, από τον οποιονδήποτε και οπουδήποτε. Και αυτός ο φόβος, φέρνει χρήμα στο Ισραήλ.

Οι μεγαλύτεροι ανταγωνιστές των Ισραηλινών βρίσκονται, φυσικά, στην Κοιλάδα του Πυριτίου στις ΗΠΑ. Αλλά αν ρωτήσει κανείς τις ισραηλινές εταιρείες ποιο είναι το πλεονέκτημά τους έναντι των Αμερικανών, η απάντηση είναι άμεση: «Στον παράγοντα Έντουαρτ Σνόουντεν». Με άλλα λόγια, στην καχυποψία που συνοδεύει τις αμερικανικές επιχειρήσεις μετά τις αποκαλύψεις από τον Έντουαρτ Σνόουντεν των αμερικανικών κρατικών παρακολουθήσεων. Βεβαίως, το συγκεκριμένο επιχείρημα αντικρούεται από πολλούς, βάσει της γνωστής στενής σχέσης των αμερικανικών και ισραηλινών υπηρεσιών ασφαλείας. Αλλά φαίνεται πως οι Ισραηλινοί ποντάρουν προς ώρας στην παραδοχή της μόνης, καλής εναλλακτικής πρότασης.

ΠΗΓΗ

Δημοσίευση σχολίου

Blogger