Πέρασαν 11 χρόνια. 

«Στις 6 Ιουνίου του 2005 πήρα τηλέφωνο τη Νικολίτσα (σ.σ.: σύζυγος του Λιαντίνη). Της είπα: "Ήρθε η ώρα να σου πω κάποια πράγματα που ξέρω". Μου λέει: "Τι είναι αυτά". "Δύο είναι", της απαντώ. "Το ένα είναι τι είδους μνημείο θέλει ο Λιαντίνης σε μια συγκεκριμένη θέση του Ταϋγέτου και το δεύτερο να σας αποκαλύψω, και σε σένα και στη Διοτίμα, το σημείο που βρίσκεται νεκρός ο Λιαντίνης". Με ρώτησε αν τον είδα από τότε που συναντήθηκα μαζί του στον Μυστρά, γιατί της την είπα την ιστορία. Της απάντησα: "Όχι". Και μου λέει τότε: "O άνδρας μου δεν είναι στον Ταΰγετο, ζει". "Εντάξει", της λέω, "μακάρι να ζει". Τι να της πω; "Το μνημείο θα το φτιάξεις στον Ταΰγετο;" τη ρώτησα. "Τι μνημείο να φτιάξω, αφού ο άνδρας μου είναι ζωντανός", μου απάντησε και μου εξηγούσε τις αποδείξεις που έχει ότι είναι ζωντανός. "Ωραία", της λέω, "αλλά εγώ πρέπει να πάω στον Ταΰγετο, να ανοίξω την τρύπα". "Πήγαινε", μου λέει, "θα βρεις αέρα κοπανιστό". Κλείσαμε το τηλέφωνο.
Λίγο αργότερα με πήρε τηλέφωνο η Διοτίμα και μου ζήτησε να έρθει μαζί μου. Της είπα εντάξει υπό δυο όρους: "Πρώτον, να το ξέρει η μητέρα σου και, δεύτερον, να έρθει μαζί και ο άνδρας σου". Συμφώνησε και στα δυο. Μετά τη ρώτησα: "Αντέχεις αν δούμε κάτι σκληρό εκεί πέρα; Αντέχεις ή να έρθει κι ένας γιατρός μαζί;" "Αντέχω", μου λέει.
Την Κυριακή 3 Ιουλίου την πήγα στον Μυστρά. Στο ίδιο καφενείο. Κάτσαμε μάλιστα στο ίδιο τραπέζι που είχα καθίσει με τον πατέρα της εφτά χρόνια πριν. Εγώ κάθισα εκεί που είχε καθίσει ο Λιαντίνης. Εκεί λοιπόν είπα στη Διοτίμα αυτά που μου είχε πει ο πατέρας της. Βέβαια πρέπει να πω ότι η Διοτίμα είχε τις αμφιβολίες της ακούγοντας όλα αυτά τα χρόνια αυτά που έλεγε η μητέρα της.
Στις 4 Ιουλίου ανεβήκαμε στον Ταΰγετο εγώ, η Διοτίμα και ο Μάρκος, ο άνδρας της. Φτάσαμε στην τρύπα έπειτα από δυο ώρες ανάβαση. Και τότε σήκωσα δυο πέτρες, όχι όλες. Το πρώτο πράγμα που είδα ήταν η μπετόβεργα. Το υποστύλωμα. Μετά είδα το χέρι του.
Φώναξα τη Διοτίμα να πλησιάσει. Πήρε το φακό και έριξε φως μέσα. Είδε το σκελετό, αλλά ωστόσο παρέμενε ψύχραιμη. Παίζοντας με το φακό, για να δει όλο το χώρο, ξαφνικά είδε το φακό του Λιαντίνη, τον αναγνώρισε και αμέσως μετά είδε και το στιλό του. Τότε πείστηκε. Κάθισε σε μια πέτρα και έβαλε τα κλάματα. Ο άνδρας της έμεινε αμίλητος για πολλή ώρα κι εγώ βούρκωσα. Μείναμε για αρκετή ώρα αμήχανοι και οι τρεις.
Μετά η Διοτίμα πήρε τηλέφωνο τη μητέρα της. "Μαμά, βρήκαμε το σκελετό του μπαμπά", ήταν τα πρώτα λόγια της. Εκείνη όμως δεν την πίστεψε. Η Διοτίμα επέμενε: "Τι λες βρε μαμά, αφού βρήκαμε το φακό του, το στιλό του και τα τσιγάρα τα Kim που κάπνιζε".
Η αντίδρασή της ήταν: "Μπορεί να βρήκατε σκελετό, αυτό δεν σημαίνει πως είναι ο άνδρας μου. Θα στείλω αύριο έναν ανθρωπολόγο να δει το σκελετό". (σ.σ.: Ο ανθρωπολόγος ήταν ο Θεόδωρος Πίτσιος, καθηγητής Φυσικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών)
Κλείσαμε την τρύπα και κατεβήκαμε κάτω.
Την επόμενη μέρα, 5 Ιουλίου, ανεβήκαμε μαζί με τον ανθρωπολόγο. Ανοίξαμε σχεδόν τελείως την τρύπα, έβγαλε φωτογραφίες, είδε κάτι στα δόντια και πήρε τη Νικολίτσα τηλέφωνο. "Μάλλον αυτός είναι ο άνδρας σου", της είπε. Ακόμα και εκείνη τη στιγμή δεν πείστηκε.
Την επόμενη μέρα ήρθε η αστυνομία. Τα μάζεψαν όλα και τέλος».
_____________________________________
Πηγή: "Λιαντίνης – Έζησα έρημος και ισχυρός", Δημήτρη Αλικάκου, εκδόσεις "Ελευθερουδάκη", 2016.
Στη φωτογραφία ο φυσικός τάφος του Λιαντίνη έτσι όπως είναι σήμερα.
_____________________________
«Την ώρα που θα ζήσει ο άνθρωπος την απόλυτα προσωπική βίωση του θανάτου του θα είναι απόλυτα μόνος, και θα αφανίσει το σώμα του σε άφαντο τόπο.
Το σώμα του νεκρού δε θα το ιδεί ανθρώπου μάτι. Γιατί ο θάνατος δεν είναι τσερεμόνια, και χυδαία περιέργεια, και ανακουφιστική χαιρεκακία. Ο θάνατος είναι κεραυνός που σκάζει από τον ουρανό στη γη, και την καταπληρεί με έκσταση και τρόμο.» (Λιαντίνης "Γκέμμα")

Δημήτρης Λιαντίνης


ΠΗΓΗ
ΠΑΤΗΣΤΕ ΚΑΤΩ....
loading...

Δημοσίευση σχολίου

Blogger