Το παρόν προέρχεται από την παλιά «εγκυκλοπαίδεια του Ηλίου», η οποία είναι γνωστή για το μεγάλο κύρος της σε θέματα σχετικά με την αρχαία Ελλάδα. Το δυσνόητο ίσως για πολλούς αρχικό κείμενο της καθαρεύουσας αποδόθηκε τελικά από εμένα στη δημοτική.

Συγχρόνως με τη φιλοσοφία των Στωικών εμφανίστηκε στην Αθήνα και η σχολή των Επικουρείων ως διαμετρικά αντίθετή της. Όπως οι Στωικοί αποτέλεσαν από κάποια άποψη συνέχεια των «Κυνικών», οι Επικούρειοι παρουσιάσθηκαν ως συνεχιστές της ιδρυθείσης από τον Αρίστιππο σχολής των «Ηδονικών». Οι Στωικοί ανατρέχουν στις θεωρίες του Ηρακλείτου, ενώ οι Επικούρειοι στα δόγματα του Δημοκρίτου.



Ο Επίκουρος (341-270 π.Χ.), που ήταν ο ιδρυτής της νέας σχολής, γεννήθηκε στη Σάμο, όπου είχε εγκατασταθεί ο πατέρας του σαν Αθηναίος κληρούχος, όταν οι Αθηναίοι επανάκτησαν το 359 αυτή τη νήσο. Την αρχική παιδεία του έλαβε από τον πατέρα του Νεοκλή που ασκούσε το επάγγελμα του γραμματοδιδασκάλου. Σε νεαρότατη ηλικία άκουσε μαθήματα φιλοσοφίας από τον πλατωνικό Πάμφιλο, ενώ σε ηλικία 14 ετών ήλθε στη γειτονική νήσο Τέω, όπου μαθήτευσε κοντά στον Ναυσιφάνη, ο οποίος τον δίδαξε τη φιλοσοφία του Δημοκρίτου. Κατά το 323, δεκαοκταετής, ήλθε στην Αθήνα για να εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία και έχει σαν συνέφηβο και τον κωμικό ποιητή Μένανδρο. Ο Αριστοτέλης κατά αυτό το έτος είχε αποχωρήσει στη Χαλκίδα και την Ακαδημία διεύθυνε ο Ξενοκράτης. Λόγω της σύντομης παραμονής του στην Αθήνα δεν είναι πιθανό να είχε τον καιρό να ακούσει μαθήματα. Το 322, μετά την εφηβεία του δεν μπόρεσε να επιστρέψει στη Σάμο, διότι οι Αθηναϊκές κληρουχίες εκεί είχαν καταργηθεί. Οπότε αναγκάστηκε να καταφύγει στον Κολοφώνα όπου έμεινε για 12 χρόνια αφοσιωμένος σε μελέτες χωρίς να ακούει κανένα διδάσκαλο. Γι αυτό ισχυριζόταν αργότερα ότι ήταν αυτοδίδακτος. Κατά το 310 ίδρυσε στη Μυτιλήνη Σχολή και μετά στη Λάμψακο. Από εκεί ήλθε στην Αθήνα κατά το 306 όπου ίδρυσε φιλοσοφική σχολή.

Επειδή, λέει η παράδοση, τα γυμνάσια και οι στοές είχαν καταληφθεί υπό των άλλων φιλοσόφων, ο Επίκουρος αγόρασε αντί 80 μνων ένα κήπο όπου δίδασκε. Γι’ αυτό και οι οπαδοί του ονομάσθηκαν «οι από του Κήπου». Εκεί ζούσε με τους οπαδούς, μεταξύ των οποίων υπήρχαν πολλοί δούλοι, γυναίκες και εταίρες, συνδεόμενος μαζί τους με μεγάλη οικειότητα και φιλία. Η σχολή του αποτελούσε κοινότητα φίλων που ζούσαν μια κοινή ζωή. Οι μαθητές του ασχολούνταν στη σπουδή της φιλοσοφίας και συγχρόνως προσπαθούσαν να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα φιλίας, ψυχαγωγίας και ευχαρίστησης. Οι αντίπαλοί τους λαμβάνοντας αφορμήν από αυτές τις ενασχολήσεις τους έπλασαν το θρύλο περί τελουμένων δήθεν οργίων στον Κήπο του Επίκουρου. Οι διαδόσεις όμως αυτές δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια.

Ο Επίκουρος υπήρξε πολυγραφότατος, έχοντας γράψει γύρω στα 300 συγγράμματα. Από αυτά διασώθηκαν πολύ ελάχιστα. Τις απόψεις του γνωρίζουμε από τρεις επιστολές του (προς Ηρόδοτο, Πυθοκλέα και Μενοικέα), τις οποίες διέσωσε ο Διογένης ο Λαέρτιος. Εκτός από αυτές διασώθηκαν αι «Κύριαι Δόξαι», 40 δηλαδή αφορισμοί, στους οποίους είχε συνοψίσει τη διδασκαλία του, καθώς και μια συλλογή γνωμών του με τον τίτλο «Επικούρου Προσφώνησις» που ανακαλύφθηκε στον Βατικανό κώδικα υπ’ αριθμόν 1950 από τον Βότκε κατά το 1888. Υπολείμματα από το σύγγραμμά του «Περί φύσεως» ανακαλύφθηκαν στους Ηρακλεωτικούς κυλίνδρους της βιβλιοθήκης του επικούρειου Πίσωνος, ο οποίος φαίνεται ότι διετέλεσε Ύπατος κατά το 58 π.Χ. Τα κυριότερα από τα απολεσθέντα συγγράμματά του ήταν ο «Κανών», στον οποίον εξετάζονταν τα λογικά προβλήματα, το «Περί φύσεως» αποτελούμενο από 37 βιβλία, το «Περί Βίων» από 4 βιβλία και το «Περί Τέλους», δηλαδή περί του υψίστου Αγαθού.

Οι Μαθητές και Διάδοχοι του Επίκουρου.

Οι κυριότεροι μαθητές του ήταν ο Μητρόδωρος και ο Πολύαινος, καταγόμενοι και οι δυο από τη Λάμψακο, και Μυτιληναίος Έρμαρχος. Οι δυο πρώτοι πέθαναν πριν τον Επίκουρο κι έτσι η διαδοχή της σχολής περιήλθε στον Έρμαρχο.

Γι’ αυτόν είναι γνωστόν ότι έγραψε σύγγραμμα 22 βιβλίων, που αναφερόταν στη φιλοσοφία του Εμπεδοκλή.

Συγχρόνως με τον Έρμαρχο έδρασε και ο συγκαταλεγόμενος στους άμεσους μαθητές του Επίκουρου Κωλώτης, ο οποίος ήταν αδιάλλακτος πολέμιος της πλατωνικής φιλοσοφίας. Εναντίον αυτού του Κωλώτη έχει γράψει ιδιαίτερο σύγγραμμα ο Πλούταρχος «Προς Κολώτην» (βλέπε 6ο τόμο Ηθικών, εκδ. Βερναρδάκη σελ. 422). Στους Ηρακλεωτικούς κυλίνδρους διατηρήθηκαν αποσπάσματα της πολεμικής του Κωλώτη εναντίον του Πλάτωνα. Κατά το 250 διαδέχθηκε τον Έρμαρχο ο Πολύστρατος, ο συγγραφέας του βιβλίου «Περί Αλόγου Καταφρονήσεως». Μετά τον Πολύστρατο αναφέρεται σα σημαντικός φιλόσοφος, ο Φιλωνίδης, οποίος διέπρεψε για κάποιο καιρό στην αυλή του Αντιγόνου του Επιφανούς (175-164) και απέκλινε από τις δοξασίες των Επικουρείων, ασχολούμενος με τις μαθηματικές επιστήμες. Αυτός φρόντισε να περισυλλεχθούν τα συγγράμματα του Επίκουρου και των οπαδών του και να εναποτεθούν στη βιβλιοθήκη της Αντιόχειας.

Κατά το δεύτερο μισό του 2ου π.Χ. αιώνος σημαντική δράση εμφανίζει ο Απολλόδωρος ο ονομασθείς «Τύραννος του Κήπου» (δηλαδή της Σχολής του Επίκουρου), «Κηποτύραννος». Φέρεται να έγραψε περί τα 400 συγγράμματα. Αυτός δεν πρέπει να συγχέεται με τον σύγχρονό του μυθογράφο και χρονικογράφο Απολλόδωρο, ο οποίος ανήκει στους Στωικούς. Μαθητής του Απολλόδωρου αναφέρεται ο Ζήνων από τη Σιδώνα, του οποίου την διδασκαλία άκουσε ο Κικέρων μαζί με τον Αττικό κατά το 78 π.Χ στην Αθήνα

Σύγχρονος και διάδοχος του Ζήνωνος ήταν ο Φαίδρος, τον οποίο άκουσε ο Κικέρων κατά το 90 π.Χ. στη Ρώμη και Το 78 στην Αθήνα. Αναφέρεται επίσης και ο Σίρων ο οποίος ήταν διδάσκαλος του Βιργιλίου και του Βάρου. Μαθητής του Ζήνωνος υπήρξε και Φιλόδημος από τα Γάδαρα, ο οποίος έζησε στα χρόνια του Κικέρωνα. Στους 36 Ηρακλεωτικούς κυλίνδρους διεσώθησαν αποσπάσματα από τα έργα του. Από τους Ρωμαίους οπαδός των Επικούρειων ήταν ο ποιητής Λουκρήτιος (91-51 π.Χ), ο οποίος έγραψε το διδακτικό ποίημα «Περί φύσεως των Όντων» (ντέ ρέρουμ νατούρα). Στους Επικούρειους κατατάσσεται επίσης και ο Ρωμαίος ποιητής Οράτιος (65 π.Χ. - 8 μ.Χ.).

Γενική Άποψη και Διαίρεση της Φιλοσοφίας κατά τον Επίκουρο

Ο Επίκουρος όριζε τη φιλοσοφία ως ενέργεια, η οποία έχει σκοπό να αντιμετωπίσει τα πρακτικά προβλήματα της ζωής «ένέργειαν λόγοις και διαλογισμοίς τον ευδαίμονα βίον περιποιούσαν» (Ενέργεια, η οποία διά σκέψεων και συζητήσεων μας παρέχει ευδαίμονα ζωή). Συμφώνως προς την αρχή αυτή, η θεωρητική γνώση, το «ειδέναι» του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, τίθεται σε δευτερεύουσα μοίρα και πρωτεύουσα σημασία λαμβάνει το πρόβλημα του ευδαίμονος βίου. Γι’ αυτό οι Επικούρειοι δεν ασχολούνται με την σπουδή των επιστημών και αποδίδουν αξία στη γνώση μόνον εφόσον αυτή μπορεί να εξυπηρετήσει τους πρακτικούς σκοπούς της ζωής. Η σπουδή της λογικής και διαλεκτικής μας είναι χρήσιμη μόνον για να σκεπτόμαστε σωστά και για να γίνουμε κάτοχοι των κριτηρίων της Αληθείας. Η σπουδή της φυσικής είναι ωφέλιμη, διότι απαλλάσσει τη ψυχή του ανθρώπου από το φόβο των θεών, από τη διαταραχή που ασκούν πάνω στην ψυχή οι δεισιδαιμονίες και ο φόβος του θανάτου.

Η πολιτική δεν ενδιαφέρει τους Επικούρειους, ούτε σα θεωρία, ούτε σαν πράξη. Η νοοτροπία τους είναι εξ ολοκλήρου ατομιστική. Το παν γι’ αυτούς είναι ο σωματικός άνθρωπος θεωρούμενος ως άτομο. Επειδή όμως δεν μπορούν να παραγνωρίσουν ότι το άτομο έχει κοινωνικές ροπές, προσπαθούν να καλύψουν αυτές με τη φιλίας. Η φιλία υψώνεται γι’ αυτούς σε αυτοσκοπό και θεωρείται ταυτιζόμενη με τη σοφία, η οποία θέτει ως σκοπό την αταραξία και την κατηρέμηση ή «γαληνισμό» της ζωής..

Ως προς τη διαίρεση της φιλοσοφίας συμφωνούν με τους Στωικούς και τους Περιπατητικούς, διακρίνοντας τρεις μεγάλους φιλοσοφικούς κλάδους. Ο πρώτος αναφέρεται εις τα λογικά προβλήματα και καλείται «κανονικόν» μέρος, διότι μας διδάσκει περί των κανόνων, τους οποίους πρέπει να ακολουθεί η γνώση για να είναι ορθή. Ο δεύτερος εξετάζει τα Φυσικά προβλήματα και αποτελεί το «φυσικόν» μέρος. Ο τρίτος αναφέρεται στα ηθικά ζητήματα και αποτελεί το «ηθικόν» μέρος. Οι Επικούρειοι συνήθιζαν να εκφράζουν με περιληπτικές προτάσεις τις απόψεις τους και τις προτάσεις αυτές αποστήθιζαν οι μαθητές τους.

ΤΟ ΚΑΝΟΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

Στο σύγγραμμά του «Περί Κριτηρίου ή Κανών» δίδασκε ο Επίκουρος ότι εκείνο που προέχει, είναι να βρούμε ένα «κανόνα» ο οποίος θα μας βοηθά να διακρίνουμε την αλήθεια από το ψέμα. Το λογικό πρόβλημα δεν είναι να μελετήσουμε, όπως έκανε ο Αριστοτέλης, τις μορφές, που παρουσιάζει κατά την λειτουργία της η σκέψη, αλλά να βρούμε τον κανόνα και το κριτήριο της αλήθειας. Οι Επικούρειοι πιστεύουν ότι υπάρχουν τέσσαρα είδη κριτηρίων της αληθείας: Το «πάθος», η «αίσθηση», η «πρόληψη» και η «φανταστική επιβολή της διανοίας». Όλα αυτά τα κριτήρια είναι διάφορες μορφές του φαινομένου της «ενάργειας», δηλαδή του συναισθήματος, που μαρτυρεί ότι εκείνα που συμβαίνουν μέσα στην ψυχή μας αντανακλούν και αναπαριστάνουν τα πράγματα που συμβαίνουν στον εξωτερικό κόσμο. Πρώτος ο Επίκουρος έθεσε το πρόβλημα της «ενάργειας», την οποία αργότερα θεώρησε και ο Καρτέσιος ως χαρακτηριστικό της αλήθειας ορίζοντάς την σαν σαφήνεια και ευκρίνεια της σκέψης. Από τότε το φαινόμενο της ενάργειας κατατάσσεται μεταξύ των σπουδαιότερων λογικών και γνωσιολογικών προβλημάτων. Ο Εδμ. Χούσσερλ και η φαινομενολογική σχολή στις έρευνες της λογικής και της ηθικής απασχολούνται επί μακρόν με την περιγραφή και ερμηνεία αυτού του φαινομένου. Ο Επίκουρος αντιλαμβανόταν την ενάργεια ως συναίσθημα της αναγκαιότητας, με την οποία εμφανίζεται ένα παραστατικό περιεχόμενο στη συνείδηση.

Η πρώτη βαθμίδα της ενάργειας είναι κατά τον Επίκουρον το πάθος, δηλαδή το συναίσθημα της ηδονής η λύπης. Τα συναισθήματα αυτά μας κάνουν να γνωρίσουμε τα πράγματα που πρέπει να επιζητούμε ή να αποφεύγουμε. Από το συναίσθημα της ηδονής και της λύπης προκύπτει η πρακτική ενάργεια, η οποία μας καθοδηγεί να αντιδρούμε σωστά στα ερεθίσματα του εξωτερικού κόσμου. Από θεωρητικής άποψης ο Επίκουρος δέχεται σα δεύτερο κριτήριο της αλήθειας την αίσθηση. Η αίσθηση είναι η παθητική δεκτικότητα, με την οποία η ψυχή δέχεται μέσα στον εαυτόν της τα ομοιώματα, «είδωλα», που εκπέμπονται από τα αντικείμενα. Επειδή είναι λειτουργία παθητική, δέχεται τις εικόνες και τους τύπους των αντικειμένων, όπως ακριβώς είναι, χωρίς να προκαλεί σε αυτούς καμιά τροποποίηση. Γι’ αυτό τα δεδομένα της αίσθησης είναι εξ ολοκλήρου αληθινά και απεικονίζουν τα εξωτερικά αντικείμενα όπως αυτά είναι στην πραγματικότητα. Το ψέμα δεν έχει την αρχή του στην αίσθηση, αλλά γεννιέται όταν συσχετίζουμε μεταξύ τους τα διάφορα δεδομένα των αισθήσεων. Και σε αυτή τη φρενοπάθεια τα αισθησιακά γεγονότα που συμβαίνουν μέσα στην αίσθηση των φρενοπαθών είναι πραγματικά. Εκείνο όμως που δεν ερεύνησε και δεν δικαιολόγησε ο Επίκουρος, είναι αν τα είδωλα που εξακοντίζονται από τα εξωτερικά αντικείμενα προς τα αισθητήρια αναπαριστάνουν τα αντικείμενα όπως είναι στην πραγματικότητα. Η βεβαίωση για την ανταπόκρισή τους μένει ένας απλός ισχυρισμός. Γι’ αυτό από γνωσιολογικής άποψης η αισθησιοκρατία του Επίκουρου δεν διαθέτει αποδεικτική βάση. Την ίδια έλλειψη παρουσιάζει και η γνωσιολογία του ιστορικού υλισμού, η οποία έχει την καταγωγή της από τις δοξασίες του Επίκουρου.

Ο Κάρλ Μάρξ και ο Λένιν αποδέχθηκαν ως προς το πρόβλημα της γένεσης της γνώσης χωρίς την παραμικρή τροποποίηση τις διδασκαλίες του Επίκουρου. Πρέπει να σημειωθεί ότι ως προς την εκτίμηση της γνωσιολογικής αξίας των δεδομένων των αισθήσεων διαφωνεί ο Επίκουρος με τον Δημόκριτο, ο οποίος είχε τονίσει τον υποκειμενικό χαρακτήρα ορισμένων αισθησιακών δεδομένων.

Τρίτη βαθμίδα ενάργειας θεωρούνται οι λεγόμενες «προλήψεις». Κατά τον Διογένη το Λαέρτιο (10, 31), ο Επίκουρος όριζε την πρόληψη ως «κατάληψιν ή δόξαν ορθήν ή καθολικήν νόησιν εναποκειμένην, ή τουτέστι μνήμην του πολλάκις έξωθεν φανέντος» (κατάληψη η ορθή αντίληψη ή γενική και σταθερά διατηρουμένη έννοια ή δηλαδή μνήμη εκείνου το οποίο εμφανίζεται πολλές φορές στην ψυχή μετά από εξωτερικά ερεθίσματα). Πρόκειται περί των μη ακριβολογημένων εννοιών με τις οποίες αντιλαμβάνεται οποιοσδήποτε άνθρωπος τα πράγματα του εξωτερικού κόσμου. Και όταν ακόμη ερωτούμε θέλοντας να μάθουμε τί είναι ένα αντικείμενο, προϋποτίθεται ότι έχουμε προκαταβολικά κάποια γνωριμία με το πράγμα στο οποίο αναφέρεται η ερώτηση. Όταν π.χ. ρωτάμε «τί είναι ο Θεός», η ερώτηση προϋποθέτει ότι έχουμε προκαταβολικά κάποια, έστω και αόριστη, γνώση περί του Θεού. Τα στοιχεία αυτά μιας προκαταβολικά προπορευόμενης γνώσης, με τα οποία λαμβάνουμε επαφή, «πιάνουμε προκαταβολικά», «προλαμβάνουμε», τα πράγματα, ονόμαζε ο Επίκουρος «προλήψεις».

Στην σύγχρονη φιλοσοφία μας ο Γερμανός υπαρξιστής Χάιντεγκερ χρησιμοποιεί ένα παρόμοιο όρο. Λέγει και αυτός ότι δεν προχωρούμε στην έρευνα των πραγμάτων απροκατάληπτα, αλλά σύμφωνα με κάποια προκαταβολική θεώρηση, με μία πρόληψη (φοργκρίφ», όπως λέγεται στα γερμανικά). Είναι προφανές ότι ο Επίκουρος μη μπορώντας να παραγνωρίσει το ότι η γνώση ενέχει ένα «εκ των προτέρων» χαρακτήρα, αναγκάστηκε να δεχθεί την ύπαρξη τέτοιων προλήψεων. Τις θεωρούσε να σχηματίζονται γενετικά και να προέρχονται από τα αισθήματα τα οποία καθώς εισέρχονται στην ψυχή ως είδωλα η «ρεύματα», συγκροτούνται από τη μνημονική ενέργεια. Αν θελήσουμε να χρησιμοποιήσουμε τους όρους της νεοτέρας ψυχολογίας, θα χαρακτηρίσουμε τις προλήψεις ως ψυχολογικά στοιχεία που βρίσκονται στο μεσοδιάστημα μεταξύ των μνημονικών παραστάσεων και των αφηρημένων εννοιών, μεταξύ εποπτείας και νόησης Σύμφωνα με αρχαία μαρτυρία, ο όρος πρόληψη εισήχθη στη φιλοσοφική ορολογία πρώτη φορά από τον Επίκουρο. Για να εκδηλωθεί η ενέργεια της πρόληψης, χρειάζεται μόνον να απαγγελθεί το αναφερόμενο σε αυτήν όνομα: «άμα γάρ τώ ρηθήναι άνθρωπος ευθύς κατά πρόληψιν και ο τύπος αυτού νοείται, προηγουμένως των αισθήσεων. Παντί ουν ονόματι Το πρώτως υποτεταγμένον εναργές εστιν» (Διογ. Λαέρτ., 10, 33) (διότι αμέσως μόλις εκφωνηθεί η λέξις άνθρωπος, εμφανίζεται μέσω της πρόληψης στη νόηση και το τυπικό σχήμα της αναφερόμενης στον άνθρωπο έννοιας, χωρίς να απαιτείται να συνεργασθούν οι αισθήσεις. Το αρχικά λοιπόν εννοιολογικό σχήμα που αντιστοιχεί σε οποιαδήποτε λέξη εμφανίζεται με ενάργεια) .

Από την πρόληψη γεννιέται η «υπόληψη» και «δόξα», δηλαδή η υποκειμενική αντίληψη, n οποία μπορεί να είναι είτε αληθινή είτε ψεύτικη. Είναι αληθινή εάν επαληθεύεται από την εμπειρία ή εάν δεν υπάρχουν λόγοι οι οποίοι να μαρτυρούν εναντίον της βασιμότητάς της : «αν μεν γαρ επιμαρτυρήται ή μη αντιμαρτυρήται αληθή είναι. Αν δε μη επιμαρτυρήται ή Αντιμαρτυρήται ψευδή» (Διογ. Λαέρ. 10, 34). Ειδικότερα η υπόληψη είναι αληθινή: 1) Αν επιβεβαιώνεται από την αίσθηση 2) Αν αποτελεί υπόθεση που αναφέρεται σε αόρατα όντα, στα «άδηλα», όπως λέει ο Επίκουρος, και δεν υπάρχουν στοιχεία που να κλονίζουν τη βασιμότητά της. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει «αντιμαρτύρησις». Έτσι π.χ. πειθόμαστε ότι υπάρχουν τα άτομα και το κενόν, παρότι δεν υπάρχει για την ύπαρξή τους η μαρτυρία των αισθήσεων. Η υπόληψη είναι ψευδής : 1) Αν δεν επιβεβαιώνεται από τις αισθήσεις 2) Αν το μελλοντικό γεγονός που περιμέναμε να προκύψει από αυτήν δεν παρουσιασθεί, όπως το περιμένουμε. Το προσδοκώμενο με αυτό τον τρόπον μέλλον ονομάζει ο Επίκουρος «προσμένον». Είναι φανερό ότι οι Επικούρειοι προχωρούν πέραν των ορίων της εμπειρίας δεχόμενοι και την ύπαρξη όντων που δεν επιβεβαιώνονται από την εμπειρία. Δέχονται την ύπαρξη ενός σύμπαντος αποτελεούμενου από αόρατα άτομα, μέσα στο οποίο συμβαίνουν διάφορες αόρατες ενέργειες. Για να δικαιολογήσουν αυτές τις απόψεις τους επικαλούνταν το επιχείρημα ότι στη Φύση υπάρχουν πολλά τέτοια φαινόμενα. Ο αέρας π.χ. είναι αόρατος και παρόλα αυτά αναρπάζει αντικείμενα. Οι οσμές και οι ήχοι ενεργούν αόρατα, παρόμοια και η υγρασία και το ψύχος.

Τέταρτος βαθμός ενάργειας, ο οποίος προστέθηκε στους προηγούμενους τρεις από τους μαθητές του Επίκουρου είναι η «φανταστική επιβολή της διανοίας». Αυτή συνίσταται σε μία συνολική θεώρηση των δεδομένων της εμπειρίας, ικανή να αντιληφθεί και τα αόρατα όντα στην καθαυτό ουσία τους. Ο Λουκρήτιος ισχυρίζεται ότι η ψυχή που ανθρώπου έχει τη δύναμη να «ρίψει το βλέμμα της» και έξω από τα σύνορα του κόσμου και να δει τί υπάρχει κι εκεί (Περί Φύσεως των Όντων 2, 1044 -1047). Η φανταστική επιβολή της διανοίας μπορεί να θεωρηθεί ως διανοητική ενόραση με την οποία αντιλαμβανόμαστε όντα που βρίσκονται πέρα από τα όρια της εποπτείας.

Οι Στωικοί του πρώτου π.Χ. αιώνα και ιδίως Ο Ζήνων ο Σιδώνιος, κατέβαλλαν αξιέπαινες προσπάθειες για να δημιουργήσουν τη θεωρία «Περί Σημείων». Τα σημεία αρχίζουν να θεωρούνται, κάτω από την επίδραση των ιδεών του Δημοκρίτου, όχι είδωλα των πραγμάτων, αλλ’ απλά ενδείξεις που μαρτυρούν για την ύπαρξη και την κατάσταση των εξωτερικών αντικειμένων. Συνεπώς η γνώση μας καθοδηγείται από αυτά τα σημεία και γι’ αυτό πρέπει να μελετήσουμε ποιοι συνδυασμοί είναι δυνατοί σε σχέση με αυτά. Η έρευνα αυτή έφερε τον Ζήνωνα στην εξέταση του προβλήματος που σχετίζεται με τον αναλογικό και επαγωγικό συλλογισμό. Οι Επικούρειοι της μνημονευθείσης περιόδου, όπως καταφαίνεται από το σύγγραμμα του Φιλόδημου με τον τίτλο «Περί Σημείων και Σημειώσεων», κατανόησαν τη σημασία που έχει ένα φαινόμενο, το οποίο εμφανίζεται σταθερά σε πολλές περιπτώσεις. Το ονόμασαν «το συνεδρεύον αχωρίστως», φαινόμενο που εμφανίζεται απαραίτητα σε μία περίπτωση, προσεγγίζοντας με αυτό τον τρόπο την ονομαζόμενη από τους νεότερους επαγωγική μέθοδο της συμφωνίας. Η θεωρία περί σημείων αποδείχθηκε πολύ γόνιμη σαν επιστημονική υπόθεση. Εμφανίστηκε και στη νεότερη φιλοσοφική έρευνα και αποτελεί σήμερα ιδιαίτερη μάθηση μα τον τίτλο «Σημειωτική» ή «Σημειολογία».

ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

Οι αναφερόμενες στη Φυσική μελέτες του Επίκουρου δεν προορίζονταν να ικανοποιήσουν καθαρά επιστημονικά ενδιαφέροντα, αλλά να εξυπηρετήσουν τους ηθικούς σκοπούς του συστήματός του. Η σπουδή της φύσης είναι αναγκαία μόνον για να απαλλάξει την ψυχή μας από τους κενούς φόβους τους οποίους προκαλεί η αντίληψη ότι τα φυσικά φαινόμενα αποτελούν εκδήλωση της βούλησης υπερφυσικών δυνάμεων, οι οποίες μπορούν να επιδράσουν στις ανθρώπινες τύχες. Στη δέκατη από τις «Κύριες Δόξες» γράφει ο Επίκουρος: «Ει μηθέν ημάς αι των μετεώρων υποψίαι ηνώχλουν, και αι περί θανάτου, μη ποτε προς ημάς η τι, έτι τε το μη κατανοείν τους όρους των αλγηδόνων και των επιθυμιών, ουκ αν προσεδεόμεθα φυσιολογίας» (Εάν δεν μας ενοχλούσαν οι φόβοι που αναφέρονται για τα συμβαίνοντα στον ουρανό και οι σχετικοί με το θάνατο, μήπως είναι ένα πράγμα που έχει κάποια σχέση με μας, καθώς και η μη σαφής γνώση των ορίων των πόνων και των επιθυμιών δεν θα μας ήταν αναγκαία η ενασχόληση με τα φυσικά φαινόμενα). Καθίσταται έτσι φανερή η αφετηρία της Επικούρειας φιλοσοφίας. Ενώ ο Αριστοτέλης θεωρεί κίνητρο της φιλοσοφίας τον θαυμασμό και την απορία, ο Επίκουρος βλέπει σαν αιτία που ωθεί στη φιλοσοφία το φόβο και την ανησυχία. Ζούσε σε μια εποχή κατά την οποίαν οι συνθήκες της ζωής, λόγω των πολέμων των διαδόχων στην Ελλάδα, ήταν πολύ δυσχερείς. Ο Μένανδρος μαρτυρεί για την υπάρχουσα τότε αθλιότητα γράφοντας στην «Περικειρομένη» (282: «πολλών γεγονότων αθλίων κατά τον χρόνον τον νυν». Και ο Διογένης ο Λαέρτιος λέει στη βιογραφία του Επίκουρου: «και χαλεπωτάτων δε καιρών κατασχόντων τηνικάδε την Ελλάδα». Κάτω από το κράτος της ψυχικής αυτής ανησυχίας ζητεί ο Επίκουρος μία φυσική θεωρία, η οποία θα μπορούσε να αναπαύσει την ψυχή του αδύνατου και ανίσχυρου ανθρώπου. Σαν τέτοια εκλέγει την ατομική θεωρία του Λεύκιππου και του Δημόκριτου. Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν την παρέλαβε στη μορφή την οποία την είχε διαμορφώσει ο Δημόκριτος. Δεν είχε ο Επίκουρος τις αναγκαίες μαθηματικές γνώσεις για να κατανοήσει επιστημονικά τη διδασκαλία του μεγαλοφυούς θεμελιωτή του Ατομισμού. Την μεταρρύθμισε έτσι ώστε να είναι προσιτή στην αντίληψη του κοινού και μη κατέχοντος τη μαθηματική επιστήμη ανθρώπου. Απομάκρυνε από την ατομική θεωρία τη διδασκαλία του Δημόκριτου για την υποκειμενικότητα των αισθήσεων. Τα χρώματα και τα σχήματα και τα βάρη και όλα τα χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν στο σώμα, λέει ο Επίκουρος, δεν πρέπει να θεωρηθούν σαν υποκειμενικά στοιχεία, αλλά σαν συστατικά που συναποτελούν την αιώνια φύση του σώματος: «Αλλά μεν και τα σχήματα και τα χρώματα και τα μεγέθη και τα βάρη και όσα άλλα κατηγορείται σώματος ωσανεί συμβεβηκότα... ούθ’ ως καθ’ εαυτάς είσι φύσεις δοξαστέον, ούτε όλως ουκ ως εισίν... αλλ’ ως το όλον σώμα καθόλου εκ τούτων πάντων την εαυτού φύσιν έχον αίδιον» (Επιστολή προς Ηρόδοτο, 68) (Αλλά βεβαίως και τα σχήματα και τα χρώματα και τα μεγέθη και τα βάρη και όλες τις άλλες ιδιότητες που αποδίδονται στο σώμα σαν χαρακτηριστικά του, δεν πρέπει να τα θεωρήσουμε ως οντότητες οι οποίες έχουν ανεξάρτητη ύπαρξη, ούτε πάλι να τα εκλάβουμε ως ανύπαρκτα, Αλλά πρέπει να έχουμε την ιδέα ότι η αιώνια και σταθερή φύση του σώματος αποτελείται από όλα αυτά). Το άτομο επομένως του Επίκουρου είναι συγκεκριμένη οντότητα και δεν πρέπει να ληφθεί ως αμερές μαθηματικό μέγεθος, όπως το έβλεπε σαν μαθηματικός ο Δημόκριτος.

Εις το σύμπαν υπάρχουν κατά τον Επίκουρον δύο στοιχεία: η από το σύνολο των ατόμων αποτελούμενη ύλη, η οποία γεννιέται και φθείρεται, και ο κενός χώρος, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως «αναφής φύσις», δηλαδή οντότητα που δεν μπορεί να γίνει προσιτή στην αφή. Επειδή ο κενός χώρος είναι άπειρος, πρέπει και η ύλη να είναι άπειρη. Διότι πεπερασμένη ύλη, διαχεομένη σε απέραντη έκταση, θα μηδενιζόταν. Τα έσχατα συστατικά της ύλης είναι τα άτομα, τα οποία δεν μπορούν να διαιρεθούν περαιτέρω. Εάν επιδέχονταν επ’ άπειρον διαίρεση, θα είχα μέσα τους κάποιο κενό και επομένως η ύλη θα φθειρόταν και θα μηδενιζόταν. Η μη διαιρετότητα των ατόμων είναι αναγκαία προϋπόθεση, την οποία πρέπει να δεχθούμε, εάν θέλουμε να εννοήσουμε πώς δεν μηδενίζεται το σύμπαν. Τα τελευταία στοιχεία της φύσης λέει ο Δημόκριτος «εστίν άτομα και αμετάβλητα, είπερ μη μέλλει πάντα εις το μη ον φθαρήσεσθαι, αλλ’ ισχύοντα υπομένειν εν ταις διαλύσεσι των συγκρίσεων». (Επιστολή προς Ηρόδοτο, 41) (Είναι άτομα και αμετάβλητα, εάν πρόκειται να μη εξολοθρευθούν και μηδενισθούν, αλλά να διατηρούν την υπόστασή τους σταθερά κατά τις διαλύσεις των συνενώσεων). Τα άτομα δεν είναι όμοια μεταξύ τους, αλλ’ έχουν διαφορές από τις οποίες προκύπτουν και οι διαφορές που εμφανίζουν τα αποτελεούμενα από αυτά σωματικά όντα. Οι διάφορες επομένως ποιότητες των πραγμάτων δεν προκύπτουν μόνον από τον τρόπο συνδυασμού των ατόμων, αλλά και από τις ποικίλες τους ιδιότητες. Τα άτομα κινούνται υπό την επίδραση της βαρύτητάς τους στο κενό, από τα πάνω προς τα κάτω. Αν λοιπόν κατά την προς τα κάτω κίνησή του κινιόταν κάθε άτομο κατά μία γραμμή παράλληλη προς το άλλο, δε θα σημειωνόταν καμία σύγκρουση μεταξύ τους και δε θα μπορούσε να υπάρξει κανένας μεταξύ τους συνδυασμός. Για να αποφύγει αυτή τη δυσκολία ο Επίκουρος, δέχεται ότι παρουσιάζεται μία ελάχιστη απόκλιση «παρέγκλισις» από την κίνησή τους σε παράλληλη γραμμή, η οποία και προκαλεί τη μεταξύ τους σύγκρουση και γίνεται αιτία να συνδυασθούν αυτά μεταξύ τους.. Η παρέγκλιση αυτή δεν προκαλείται από κάποια εξωτερική αιτία, αλλά προέρχεται από την εσωτερική φύση του ατόμου. Δέχεται έτσι ο Επίκουρος μία μικρή αρχική παρέκκλιση από τη μηχανική προσδιοριστικότητα και την εξηγεί κατ’ αναλογία με τις εκούσιες πράξεις του ανθρώπου. Όπως, λέει, η ανθρώπινη ψυχή έχει στις πράξεις της ι κάποιαν ελευθερία να μη συμμορφωθεί με την πίεση των εξωτερικών συνθηκών, αλλά να πράξει εκείνο το οποίον αυτή θέλει, με τον ίδιο τρόπο πηγάζει και από κάθε άτομο μία μη προκαλούμενη από εξωτερική αιτία απόκλιση. Συνεπώς, κατά τον Επίκουρο, η αιτία της δημιουργίας του σύμπαντος είναι μία παρέκκλιση από την προσδιοριστικότητα «ιντετερμινισμό», που στο ηθικό πεδίο ταυτίζεται με την ελευθερία της βούλησης.

Με αυτή την δοξασία πίστευαν οι Επικούρειοι, ότι απάλλασσαν τον άνθρωπο από τη δουλεία στην ειμαρμένη και αποδείκνυαν την ύπαρξη της ελευθερίας της βούλησης. Οι αντίπαλοί τους όμως τους κατηγόρησαν δριμύτατα, ότι εισήγαγαν στη φυσική αποτελέσματα που δεν εξηγούνται από κάποια αιτία που τα προκαλεί. Ο Κικέρων λέει ότι για το φυσικό είναι επονείδιστο σφάλμα, να ισχυρίζεται ότι συμβαίνει κάτι άνευ αίτιας. Προχωρώντας στην ερμηνεία των κοσμικών φαινομένων οι Επικούρειοι λένε ότι οι προερχόμενες από την παρέγκλιση συγκρούσεις των ατόμων δημιουργούν στις διάφορες περιοχές του κενού χώρου περιστροφικές κινήσεις (περιδινήσεις), από τις οποίες γεννιούνται πολλά κοσμικά συστήματα. Οι κόσμοι που δημιουργούνται με αυτό τον τρόπο χωρίζονται μεταξύ τους με κενά διαστήματα, τα οποία ονομάζονται «μετακόσμια». Μέσα σε αυτά κατοικούν οι θεοί, οι οποίοι δεν επηρεάζονται από την αναταραχή των κοσμικών γεγονότων.

Τα φαινόμενα στον κόσμο εξηγούνται με τελείως μηχανικό τρόπο. Ο Επίκουρος χρησιμοποιεί όλες τις μηχανικές εξηγήσεις που είχαν προτείνει οι Ίωνες φιλόσοφοι για να ερμηνεύσουν τα φυσικά και βιολογικά φαινόμενα,. Η ζωή, λέει, γεννήθηκε κατά τύχη, μετά από μια μακρά σειρά συνδυασμών και δοκιμών που συνέβησαν στη φύση. Ο Κικέρων εις το σύγγραμμά του «Περί Φύσεως των Θεών» (2, 37, 93) λέει ότι η θεωρία των Επικούρειων για τέτοιους συνδυασμούς ισοδυναμεί με τον ισχυρισμό ότι με την τυχαία ανάμιξη των γραμμάτων της αλφαβήτου θα ήταν δυνατόν, μετά από απειροπληθείς δοκιμές, να γραφούν τα «Χρονικά» του Εννίου. Ο Επίκουρος δεν παρουσίασε μία συστηματική και ενιαία μηχανική εξήγηση των φαινομένων του κόσμου. Ελάμβανε από τους αρχαιότερους χωρίς διάκριση θεωρίες, ακόμα και αν ήταν πλήρως παράδοξες. Δεν διστάζει, π.χ. να δεχθεί ως πιθανή τη δοξασία του Ηράκλειτου, σύμφωνα με την οποία ο ήλιος δημιουργείται εκ νέου κάθε μέρα. Επειδή έζησε πολύ χρόνο στην Ιωνία, στην οποία διατηρείτο ζωηρή η διδασκαλία των παλαιοτέρων φιλοσόφων, που εξηγούσαν μηχανικά το σύμπαν, είχε επηρεασθεί πλήρως από αυτήν. Στη θεωρία του Δημοκρίτου τον μύησε ο διδάσκαλός του στη Τέω Ναυσιφάνης, όταν δε επισκέφτηκε μετά και άλλες πόλεις της Ιωνίας, φαίνεται ότι ήλθε σε επαφή και με άλλους γνώστες της ιωνικής φιλοσοφίας.

Σύμφωνη προς τη γενική κοσμολογική θεωρία είναι και η ψυχολογία. Ο άνθρωπος είναι άθροισμα ατόμων. Η ψυχή είναι επίσης σωματική και έχει διανεμηθεί σε ολόκληρο το αποτελεούμενο από άτομα ανθρώπινο σώμα. «Η Ψυχή σώμά εστι λεπτομερές παρ’ όλον Το άθροισμα παρεσπαρμένον, προσεμφερέστατον δε πνεύματι θερμού τινα κράσιν έχοντι» (Διογ. Λαερτ 10. 63) ( Η ψυχή είναι σώμα αποτελούμενο από λεπτότατα μέρη, διεσπαρμένο σε ολόκληρο το άθροισμα των σωματικών μορίων, όμοιο με άνεμο ανάμικτο με θερμότητα). Σύμφωνα με τον Αέτιο (4.3), η αντίληψη των Επικουρείων για την σύσταση της ψυχής είναι η εξής:: «Επίκουρος κράμα εκ τεττάρων, εκ ποιού πυρώδους, εκ ποιού αερώδους, εκ ποιού πνευματικού, εκ τετάρτου τινός ακατονομάστου. τούτο δ’ ην αυτώ το αισθητικόν ων το μεν πνεύμα κίνησίν, τον δε αέρα ηρεμίαν, το δε θερμόν την φαινομένην θερμότητα του σώματος, το δε ακατονόμαστον την εν ημίν εμποιείν αίσθησιν» (Ο Επίκουρος θεωρεί την ψυχή κράμα εκ τεσσάρων ποιοτήτων ατόμων: από ποιότητα πυρώδη, από ποιότητα αερώδη, από ποιότητα σαν άνεμο και από μία τέταρτη ποιότητα που δεν κατονομάζεται. Αυτό δε το τελευταίο ήταν γι’ αυτόν η ικανότητα για αίσθηση. Από αυτές το πνεύμα - άνεμος δίδει την κίνηση, ο αέρας την ηρεμία, η θερμότητα την θερμότητα που παρουσιάζεται στο σώμα και αυτό που δεν έχει όνομα την εσωτερική αίσθηση. Η τέταρτη αισθητική δύναμη βρίσκεται εδραιωμένη στην καρδιά, ενώ οι άλλες έχουν κατανεμηθεί σε όλα τα μέρη του σώματος. Τα άτομα που αποτελούν την τέταρτη και ανώτατη ποιότητα της ψυχής, έχουν προικισθεί με ελευθερία και δεν υπόκεινται στη μηχανική αιτιοκρατία. Αυτά αποτελούν το «προς ημάς αδέσποτον», δηλαδή την εσωτερική αρχή της ελευθερίας από την οποία πηγάζει η ευθύνη μας, ο ψόγος και ο έπαινος : «ω και το μεμπτόν και το εναντίον παρακολουθείν πέφυκεν». Η ψυχή, επειδή είναι άθροισμα μορίων, μετά το θάνατο του ανθρώπου διαλύεται. Δεν πρέπει να έχουμε κανένα φόβο έναντι του θανάτου, διότι όταν θα επέλθει αυτός, θα έχει εξαφανισθεί η αίσθηση, έτσι ώστε δεν θα υπάρχει κανένας φόβος να δοκιμάσουμε λύπη και πικρία. «Ουδέν προς ημάς ο θάνατος» (Ο θάνατος δεν μπορεί να έλθει σε καμιά σχέση με εμάς).

Οι θεοί κατοικούν, ως ελέχθη, εις τα «μετακόσμια» με πλήρη μακαριότητα. χωρίς να ταράσσονται από την μέριμνα της διακυβέρνησης του κόσμου. «Το μακάριον και άφθαρτον ούτε αυτό πράγματα έχει ούτε άλλω παρέχει, ούτε οργαίς, ούτε χάρισι συνέχεται. εν ασθενεία γάρ πάντα ταύτα» (Το ον που είναι μακάριο και άφθαρτο, ούτε έχει το ίδιο ενοχλήσεις, ούτε σε άλλο ον παρέχει ενοχλήσεις, ούτε καταλαμβάνεται από οργή ή συναίσθημα ευγνωμοσύνης. Διότι όλα αυτά προϋποθέτουν ασθένεια). Η ύπαρξη των θεών αποδεικνύεται και από την καθολικότητα της αναφερόμενης σε αυτούς πίστης. Όλοι οι άνθρωποι έχουν μία «πρόληψη», δηλαδή προεμπειρική γνώση για τους θεούς. Η πρόληψη αυτή σχηματίστηκε από πραγματικές παραστάσεις, από «είδωλα» που εκπέμπουν οι θεοί. Οι θεοί είναι πολύ ωραιότεροι στο σώμα από εμάς και πολλοί στον αριθμό και διαχωρίζονται όπως και οι άνθρωποι, σε αρσενικές και θηλυκές θεότητες. Οι Επικούρειοι πάντως δε δέχονταν θεία πρόνοια και μαντική πρόρρηση του μέλλοντος.


ΤΟ ΗΘΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

Σκοπός της ζωής είναι. κατά τον Επίκουρο η ευδαιμονία, η οποία έγκειται στην ηδονή. Στην Επιστολή προς τον Μενοικέα, στην οποία εκθέτει περιληπτικά το ηθικό του σύστημα γράφει: «Και διά τούτο την ηδονήν αρχήν και τέλος λέγομεν είναι του μακαρίως ζην. Ταύτην γαρ αγαθόν πρώτον και συγγενικόν έγνωμεν, και από ταύτης καταρχόμεθα πάσης αιρέσεως και φυγής, και επί ταύτην καταντώμεν ως κανόνι τω πάθει παν αγαθόν κρίνοντες» (Διογ. Λαέρ. 10, 128) (Και γι’ αυτό θεωρούμε ότι η ηδονή είναι αρχή και το τέλος της ευδαίμονος ζωής. Διότι την γνωρίσαμε ως πρώτο και σύμφωνο με τη φύση μας αγαθόν, και έχοντας αυτή σα βάση προχωρούμε σε οποιαδήποτε προτίμηση και αποφυγή, και κατευθυνόμαστε προς αυτήν, κρίνοντας κάθε αγαθό ανάλογα με το πάθος, δηλαδή με την ποιότητα του συναισθήματος). Δεν θεωρεί όμως την ηδονή όπως ο Αρίστιππος, διότι δεν μένει προσκολλημένος στις σωματικές ηδονές που περιορίζονται στον παρόντα χρόνο. Η αληθινή σοφία, κατά τον Επίκουρο, είναι εκείνη, που αποβλέπει «στην του όλου βίου μακαριότητα». Και αναφέρονται βεβαίως γνώμες του Επίκουρου που αναγνωρίζουν σαν ύψιστες ηδονές τις σωματικές. Στην πραγματεία του «Περί Τέλους» έχει γράψει: «Ού γάρ έγωγε έχω τι νοήσω τάγαθόν, αφαιρών μεν τις διά χυλών ηδονάς, αφαιρών δε τις δι’ αφροδισίων και τις δι’ ακροαμάτων και τις διά μορφών» (Διογ. Λαέρ. 10, 6) (Δεν μπορώ να εννοήσω τι είναι αγαθόν, αν δεν λάβω υπ’ όψη μου τις ηδονές που προξενούν τα μαγειρικά παρασκευάσματα, καθώς κι εκείνες που τα Αφροδίσια, τα (μουσικά) ακροάματα και οι καλλιτεχνικές μορφές). Αντίθετα, αναφέρονται μεταξύ των γνωμών του και τελείως αντίθετες. Ο Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει ως δοξασία του: «Μείζονας ηδονάς είναι τις της ψυχής» (Οι ηδονές της ψυχής είναι ανώτερες των σωματικών). Η αντίθεση αυτή μπορεί να εξηγηθεί, αν δεχθούμε ότι ο Επίκουρος θεωρεί μεν ότι οι ηδονές παράγονται από τις αισθησιακές καταστάσεις, αλλά δεν μπορεί να παραβλέψει ότι οι αισθησιακές ηδονές ενεργούν για λίγο μόνο χρόνο, ενώ οι ψυχικές ηδονές επηρεάζουν διαρκέστερα την ψυχή.

Οι ψυχικές ηδονές παραμένουν για πολύ χρόνο στην ψυχή με τη μνήμη και την προσδοκίας και γι’ αυτό είναι ανώτερες από τη «μονόχρονη» σωματική ηδονή. Δεν νοούνται λοιπόν οι ηδονές των ασώτων σαν αυτές που αποτελούν την ευδαιμονία, αλλά η απαλλαγή του σώματος από τον πόνο και της ψυχής από την ταραχή: «Όταν ουν λέγωμεν ηδονήν τέλος υπάρχειν, ου τας των ασώτων ηδονάς και τας εν απολαύσει κειμένας λέγομεν, ως τινες αγνοούντες και ουχ ομολογούντες ή κακώς ενδεχόμενοι νομίζουσιν, αλλά το μήτε αλγείν κατά σώμα μήτε ταράττεσθαι κατά ψυχήν» (Διογ. Λαέρ. 132) (Όταν λοιπόν λέμε ότι η ηδονή αποτελεί την τελική επιδίωξη της ζωής, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων, οι οποίες έγκεινται στην απόλαυση, όπως νομίζουν μερικοί που βρίσκονται σε άγνοια ή διαφωνούν με εμάς ή κακώς αντιλαμβάνονται τις δοξασίες μας, αλλά ηδονή εννοούμε το να μην υποφέρουμε στο σώμα πόνους και να μη ταρασσόμαστε στην ψυχή). Η με αυτό τον τρόπο νοούμενη ηδονή διαφέρει από την ηδονή όπως την αντιλαμβάνονταν οι Κυρηναϊκοί φιλόσοφοι: «Διαφέρεται δε προς τους Κυρηναϊκούς περί της ηδονής. Οι μεν γάρ την καταστηματικήν ουκ εγκρίνουσι, μόνην δε την εν κινήσει. …ο δε Επίκουρος ούτω λέγει: η μέν γάρ αταραξία και απονία καταστηματικαί είσιν ηδοναί, η δε χαρά και ευφροσύνη κατά κίνησιν ενεργεία βλέπονται» (Διογ. Λαέρ. 10, 136) (Διαφωνεί δε προς τους Κυρηναϊκούς περί της ηδονής. Διότι αυτοί δεν εγκρίνουν την ηδονή σε ηρεμία, αλλά μόνον σε κίνηση, ενώ ο Επίκουρος λέει τα εξής:: η αταραξία και η έλλειψη πόνων είναι ηδονές καταστηματικές, δηλαδή σε ηρεμία, ενώ η χαρά και η ευχαρίστηση της ψυχής εμφανίζονται να πραγματοποιούνται με την κίνηση). Λόγω της νοσηρότητας της υγείας του ο Επίκουρος προέκρινε την «καταστηματική ηδονή» και την «σαρκός ευστάθειαν», τη σταθερή σωματική υγεία. Μετά την προτίμηση της καταστηματικής ηδονής ως πρακτικό ιδεώδες της ηθικής ζωής προβάλλεται η απαλλαγή της ψυχής από την ταραχή ή «αταραξία». Η ψυχική αυτή κατάσταση είναι χαρακτηριστικό που χαρακτηρίζει τον «σοφό» και αντιστοιχεί στην «απάθεια» των Στωικών, και προς την «Αθαμβίαν» του Δημόκριτου.

Η αρετή δεν αποτελεί για τον Επίκουρον τον έσχατο ηθικό σκοπό της ζωής, αλλά προϋπόθεση μόνο για να φτάσουμε στην αταραξία. Αναγνωρίζεται και από τους Επικούρειους η σχετική αξία των τεσσάρων αρετών και εξαίρεται μεταξύ αυτών η φρόνηση. Αυτή εκλαμβάνεται ως «μετρητική τέχνη», όμοια με εκείνη που έχει περιγράψει ο Πλάτωνας στο διάλογό του «Πρωταγόρα». Η αποστολή της είναι να κρίνει ποια από τις ηδονές πρέπει να έχει προτίμηση και ποιους από τους πόνους είναι σωστό να αποφεύγουμε. Στην Επιστολή του προ τον Μενοικέα, ο Επίκουρος γράφει: «Ου πάσαν ηδονην αιρούμεθα, αλλ’ εστιν ότε πολλάς ηδονάς υπερβαίνομεν, όταν πλείον ημίν το δυσχερές εκ τούτων έπηται. και πολλάς αλγηδόνας ηδονών κρείττους νομίζομεν, επειδή ημίν μείζων ηδονή παρακολουθεί, πολύν χρόνον υπομείνασι τας αλγηδόνας. Πάσα ουν ηδονή διά το τη φύσει έχειν οικείως αγαθόν, ου πάσα μέντοι αιρετή. καθάπερ και αλγηδών πάσα.κακόν, ου πάσα δε φευκτή αεί. Τη μέντοι συμμετρήσει και συμφερόντων και ασυμφόρων βλέψει ταύτα πάντα κρίνειν καθήκει» (Διογ. Λαέρ. 10, 129) (Δεν προτιμούμε κάθε ηδονή, αλλά μερικές φορές παραλείπουμε πολλές ηδονές, όταν οι δυσχέρειες που προκύπτουν απ’ αυτές μας είναι περισσότερες. Και πολλούς πόνους τους θεωρούμε προτιμότερους από τις ηδονές, όταν προκύπτει σε εμάς μεγαλύτερη ηδονή, αφού υπομείνουμε για πολύ καιρό τους πόνους. Κάθε βεβαίως ηδονή, επειδή είναι κάτι που είναι συγγενές με τη φύση, είναι αγαθόν, αλλά δεν πρέπει να προτιμούμε οποιαδήποτε ηδονή. Έτσι ακριβώς και κάθε πόνος είναι κακό, αλλά δεν πρέπει να αποφεύγουμε πάντοτε οποιονδήποτε ανεξαιρέτως πόνο. Πρέπει λοιπόν να κρίνουμε όλα αυτά με τη συγκριτική μέτρηση και την επισκόπηση αυτών που μας συμφέρουν και δε μας συμφέρουν). Έργον της φρόνησης είναι επίσης να κρίνει ποιες από τις επιθυμίες είναι φυσικές και πρέπει να ικανοποιηθούν. Διότι υπάρχουν τρία είδη επιθυμιών: «Των επιθυμιών αι μεν είσιν φυσικαί και αναγκαίαι, αι δε φυσικαί και ουκ αναγκαίαι, αι δε ού φυσικαί, ούτε αναγκαίαι, αλλά παρά κενήν δόξαν γενόμεναι» («Κύριαι Δόξαι» 31) (Από τις επιθυμίες άλλες είναι φυσικές και αναγκαίες, άλλες φυσικές και όχι αναγκαίες και άλλες ούτε φυσικές, ούτε αναγκαίες, αλλά οφείλουν τη γένεσή τους στην κενοδοξία).

Εκτός της φρόνησης δέχεται ο Επίκουρος στο σύστημα των αρετών, την σωφροσύνη, την ανδρεία και την δικαιοσύνη. Η σωφροσύνη μας βοηθά να κυριαρχήσουμε πάνω στις επιθυμίες μας, η ανδρεία μας καθιστά ικανούς να αντιμετωπίσουμε με θάρρος το θάνατο και τα αναπόφευκτα δεινά και η δικαιοσύνη καθιστά δυνατή τη συμβίωση των ανθρώπων χωρίς να βλάπτει ο ένας τον άλλον . Το δίκαιο γεννιέται μετά από μια συμφωνία και έχει σα σκοπό να εξασφαλίσει την αρμονική κοινωνική ζωή. Η δικαιοσύνη δεν έχει απόλυτη ύπαρξη, αλλά είναι «συνθήκη τις υπέρ του μη βλάπτειν ή βλάπτεσθαι» («Κύριαι Δόξαι» 33). Επίσης και η αδικία δεν εξετάζεται καθεαυτή σαν κακό. «Η αδικία, ού καθ’ εαυτήν κακόν, αλλ’ εν τω κατά την υποψίαν φόβω. εί μη λήσει τους υπέρ των τοιούτων εφεστηκότας κο λαστάς» («Κύριαι Δόξαι» 34) (Η Αδικία δεν είναι καθ’ εαυτή κακό, αλλά είναι κακό διότι μας γεννά τον φόβο, μας εμπνέει την υποψία μήπως δεν διαφύγουμε – όταν πράττουμε το άδικο – από την προσοχή εκείνων που έχουν διορισθεί σαν τιμωροί αυτών των αδικημάτων). Και αι τέσσαρες αυτές αρετές είναι απαραίτητες για την ευδαίμονα ζωή και αυτός που τις κατέχει είναι σοφός. Η ζωή του σοφού δε διαφέρει κατά τον Επίκουρον καθόλου από τη ζωή των θεών. Τελειώνοντας την Επιστολή του προς το Μενοικέα του συνιστά να έχει πάντοτε στο νουν του τις διδασκαλίες που εκθέτει στην Επιστολή του, για να εξασφαλίσει αδιατάρακτη ζωή. «Ταύτα ουν και τα τούτοις συγγενή μελέτα... και ουδέποτ’ ούθ’ ύπαρ ούτ’ όναρ διατταραχθήση, ζήση δ’ ως θεός εν ανθρώποις. ου δεν γαρ έοικε θνητώ ζώω ζων άνθρωπος εν αθανάτοις αγαθοίς» Διογ. Λαερτ. 10. 135) (Αυτές λοιπόν τις σκέψεις και τις συγγενικές προς αυτές να έχεις στο νου σου και ποτέ, ούτε όταν είσαι ξυπνητός, ούτε όταν κοιμάσαι, δε θα δοκιμάσεις ψυχική ταραχή και θα ζήσεις ως θεός μεταξύ των ανθρώπων. Διότι ο άνθρωπος, όταν ζει μέσα στα αθάνατα αγαθά, δεν μοιάζει να είναι θνητό ζώο). Την Απόλαυση της αιωνιότητας βρίσκει ο Επίκουρος στον πεπερασμένο χρόνο. «Ο άπειρος χρόνος ίσην έχει την ηδονήν και ο πεπερασμένος εάν τις αυτής τα πέρατα καταμετρήση τω λογισμώ» (Ο άπειρος χρόνος έχει ηδονή ίση με τον πεπερασμένο, εάν κανείς καταμετρήσει τα πέρατα της ηδονής με το λογισμό). Διότι στην ηδονή υπάρχει κάποια απειρότητα: «η μεν σαρξ απέλαβε τα πέρατα της ηδονής άπειρα και άπειρος αυτήν χρόνος παρεσκεύασεν» (Διότι η σάρκα απόλαυσε τα πέρατα της ηδονής τα οποία είναι άπειρα, η δε ηδονή έχει μέσα στη σύνθεσή της άπειρο χρόνο). Είναι φανερό ότι ο Επίκουρος επιδιώκει να αντισταθμίσει τη μακαριότητα της αιωνιότητας με τη μακαριότητα που παρέχει η ηδονή, η οποία αποκαλύπτει και αυτή κατά κάποιον τρόπο τον ορίζοντα ενός άπειρου χρόνου.

Μεγάλη σπουδαιότητα απόδιδε ο Επίκουρος στη φιλία, την οποία θεωρεί σαν το πιο συντελεστικό αγαθό προς τη μακαριότητα «Ων η σοφία παρασκευάζεται στην του όλου βίου μακαριότητα, πολύ μέγιστόν εστιν η της φιλίας κτήσις» («Κύριαι Δόξαι» 27) (Από εκείνα που παρασκευάζει η σοφία για τη μακαριότητα της ζωής, πολύ μέγιστον είναι η φιλία). Στο γνωμολόγιο του Βατικανού κώδικα υπάρχει η εξής μυστηριακή φράση: «Η φιλία περιχορεύει την οικουμένην κηρύττουσα δη πάσιν ημίν εγείρεσθαι επί τον μακαρισμόν». (Η φιλία σύρει τον χορό των μυστών της γύρω από την οικουμένη φωνάζοντας να εγερθούμε για να μακαρίσουμε ο ένας τον άλλον). «Πάσα φιλία δι’ εαυτήν αιρετή αρχήν δ’ είληφεν από της ωφελείας» (Κάθε φιλία είναι κάτι που πρέπει να προτιμούμε αποβλέποντας μόνον σε αυτό απόλυτα. Έλκει όμως την καταγωγή της από την ωφέλεια). Δεν δίδασκε μόνον την αξία της φιλίας η σχολή των Επικούρειων, αλλά και την πραγματοποιούσε με την κοινή ζωή στον Κήπο. Ο Επίκουρος έλεγε ότι είναι περιττό να συστήσει στους φίλους την κοινοκτημοσύνη σύμφωνα με το δόγμα των Πυθαγορείων «κοινά τα των Φίλων» Η φιλική κοινωνία είναι τέτοιας φύσης, ώστε να μη υπάρχει ανάγκη να συνέχεται με προσταγές και νομικές διατάξεις. Ο φίλος πρέπει να είναι τόσον αφοσιωμένος, ώστε να δίνει και την ζωή του υπέρ του φίλου του «και υπέρ φίλου ποτέ τεθνήξεθαι» (Διογ. Λαρτ. 10 121). (Υπάρχει περίπτωση, κατά την οποία θα προσφέρει κανείς και τη ζωή του υπέρ του φίλου του). Είναι φανερό ότι η φιλία του Επίκουρου δεν είναι η πολιτική φιλία όπως την εννοούν ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης. Είναι το αποκλειστικό συναίσθημα συμπάθειας που σύνδεε τους θαυμαστές και μαθητές που περιστοίχιζαν τον Επίκουρο. Εφόσον αποσυντίθεται η πολιτική κοινότητα μέσα στα βίαια γεγονότα της πολιτικής ζωής του 3ου π.Χ. αιώνα, οι απομονωθείσες προσωπικότητες αναζητούν να ξανασυνδεθούν με δεσμούς προσωπικής συμπάθειας και αφοσίωσης. Ο Επίκουρος ασκούσε ακατανίκητη γοητεία και με την πνευματική υπεροχή του και με την ηπιότητα του χαρακτήρα του. Θεωρείτο από τους μαθητές του ο σοφός διδάσκαλος που κατείχε το μυστικό της ζωής. Ήταν ο μέγας «καλλιτέχνης της ζωής» πού επέτυχε να απολαύσει τη γαλήνη της μακαριότητας στη διάρκεια της επίγειας ζωής. Πράγματι, πέθανε με τη συναίσθηση ότι είχε υψωθεί στο ύψος της ποθητής του μακαριότητας όπως αποδεικνύεται από την επιστολή που έγραψε κατά την τελευταία ημέρα της ζωής του: «Την μακαρίαν άγοντες και άμα τελευταίαν ημέραν του βίου εγράφομεν υμίν ταυτί.... παρηκολουθήκει πάθη υπερβολήν ουκ απολείποντα του εν εαυτοίς μεγέθους. Αντιπαρετάττετο δε πάσι το κατά ψυχήν χαίρον επί τη των γεγονότων ημίν διαλογισμών μνήμη» (Διανύοντας την ευτυχισμένη και συγχρόνως τελευταία ημέρα της ζωής μας σας γράφουμε τα εξής.... Μας είχαν παρακολουθήσει σωματικοί πόνοι που είχαν δείξει όλον τους το μέγεθος. Και σε όλους αυτούς τους πόνους αντιπαρατασσόταν η ψυχική χαρά από την ανάμνηση των σκέψεων που είχαμε εμείς ανακαλύψει).

Η φιλοσοφία του Επίκουρου ανταποκρίνεται στην ανάγκη του ξεριζωμένου από την πολιτική κοινότητα και φοβισμένου από την αναταραχή της πολιτικής ζωής ατόμου να βρει την ψυχική γαλήνη και τη δύναμη να αντιμετωπίσει την επικίνδυνη αβεβαιότητα των εξωτερικών περιστάσεων. Διδάσκει την υπομονή και την εγκαρτέρηση. Ο Αυγουστίνος έγραψε ότι ήταν διατεθειμένος να προτιμήσει μεταξύ όλων των ειδωλολατρών φιλοσόφων τον Επίκουρον, αν αυτός είχε μιλήσει για ανταμοιβές και ποινές στη ζωή μετά θάνατο…

Θα ακολουθήσουν εν καιρώ και άλλα κείμενα για τον Επίκουρο. 
 Πηγή: http://www.zougla.gr

Δημοσίευση σχολίου

Blogger