Δρ. Νικόλαος Λάος
Φιλόσοφος και Πολιτικός Αναλυτής[1]
Η κυβέρνηση Τσίπρα είναι τραγική, τόσο για τον εαυτό της όσο και για την ελληνική κοινωνία. Ο κ. Αλέξης Τσίπρας έγινε πρωθυπουργός με μια μοιραία ανεπάρκεια και μια μοιραία αποστολή. Η μοιραία ανεπάρκειά του έγκειται στο γεγονός ότι ο ίδιος και το στρατηγικό επιτελείο του χαρακτηρίζονταν από μείζονες αυταπάτες και ναρκισσισμό. Οι αυταπάτες και ο ναρκισσισμός τους έγιναν ακόμη βαρύτερα νοσήματα όταν η διεθνής υπερδομή της Ευρωζώνης και των άλλων ευρωατλαντικών θεσμών διεξήγαν μεθοδευμένες ψυχολογικές επιχειρήσεις χειραγώγησης του «συστήματος Τσίπρα». Φαντασθείτε τι μπορεί να συμβεί στον ψυχισμό ενός ανθρώπου που δεν έχει επαρκή ωριμότητα ούτε επαρκή υπαρξιακή θεμελίωση όταν τον πάρουν από τη στάση του λεωφορείου, λόγου χάριν, και τον κάνουν υπουργό και μάλιστα εταίρο των υπουργών της Ευρώπης σε κοινούς θεσμούς...εν ολίγοις, «την ψωνίζει» και «πετάει στα σύννεφα». Επιπλέον, ο κ. Τσίπρας και το επιτελείο του υπέστησαν και διάφορα «σκωτσέζικα ντουζ», οπότε αποσταθεροποιήθηκαν ψυχικά ακόμη περισσότερο κι έτσι, την ώρα που η ευρωατλαντική υπερδομή τους «δουλεύει» και τους «παίζει», αυτοί φαντασιώνονται ότι θα φέρουν τον αριστερό μετασχηματισμό, όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης, «από μέσα» μάλιστα...
Στην ψυχανάλυση, η ωρίμανση, η ψυχική ενηλικίωση, του ανθρώπου συνδέεται με μια συμβολική δολοφονία: ο ωριμάζων ψυχικά άνθρωπος σκοτώνει, συμβολικά, τους γονείς ως πηγές απόλυτης αυθεντίας και χειραγώγησης και αναλαμβάνει το προσωπικό βάρος της ύπαρξής του, οπότε πλέον, ελεύθερος και ώριμος, μπορεί να αναστήσει, συμβολικά, τους γονείς του σε ένα ανώτερο επίπεδο συνείδησης, συνδεόμενος πλέον μαζί τους με μια ώριμη, ενήλικη αγάπη. Αντίστοιχα, μια κοινωνία, για να ωριμάσει, χρειάζεται να σκοτώσει, συμβολικά, τους πολιτικούς άρχοντες που λειτουργούν πατερναλιστικά για να τους αναστήσει εν συνεχεία, συμβολικά, ως θεματοφύλακες και προστάτες των αξιών επί των οποίων συγκροτείται η κοινωνία και εδράζεται η ελευθερία του ατόμου.
Ο κ. Τσίπρας, μετά από την αποτυχία του συστήματος της μεταπολίτευσης, δεν ήλθε ως λυτρωτικός πολιτικός πατροκτόνος (ώστε να επιλύσει τα συμπλέγματα Οιδίποδα και Ηλέκτρας και το σύνδρομο της Στοκχόλμης, από τα οποία πάσχει μεγάλο μέρος του ελληνικού εκλογικού σώματος), αλλά ήλθε (ή μάλλον ενέσκηψε) ως αφελής, έστω καλοπροαίρετος, νάρκισσος και αδύναμος διαχειριστής της παρακμής και πτώσης του νεοελληνικού κράτους. Τραγική η μοίρα του κ. Τσίπρα. Ενώ έπρεπε να αναλάβει το βάρος της αναγκαίας συμβολικής δολοφονίας του συστήματος της μεταπολίτευσης (ώστε το νοσούν μέρος του ελληνικού εκλογικού σώματος να επιλύσει δημιουργικά τα συμπλέγματα Οιδίποδα και Ηλέκτρας και να υπερβεί το σύνδρομο της Στοκχόλμης), ο κ. Τσίπρας κατέληξε να γίνει προστατευτικό κέλυφος αυτού του του συστήματος. Μάλιστα, ο κ. Τσίπρας, όχι μόνο υπερασπίζεται ουσιαστικά το σύστημα της μεταπολίτευσης και του δίδει νέα ζωτική ενέργεια (όση μπορεί), αλλά και επιχειρεί να διασώσει τους θεμελιώδεις μύθους του κρατισμού και του σοσιαλισμού. Γι’ αυτό, ο κ. Τσίπρας κατέστη ο κατεξοχήν εκπρόσωπος του πολιτικού πατερναλισμού που πρέπει να υποστεί τη συμβολική δολοφονία, με τελικό σκοπό να γκρεμιστούν οι μύθοι του κρατισμού και του σοσιαλισμού, προκειμένου να ωριμάσει και να ενηλικιωθεί ψυχικά η ελληνική κοινωνία.
Οι μύθοι του κρατισμού
Σημαντικό ρόλο στον επεκτατισμό της κρατικής εξουσίας παίζει η υιοθέτηση από τους πολίτες μιας μυθολογίας περί του κράτους. Η νομιμότητα του καταναγκασμού που ασκεί το κράτος (σε αντιδιαστολή προς τον καταναγκασμό που μπορεί να ασκήσει η μαφία, ένα επιχειρηματικό τραστ, ή μια τρομοκρατική οργάνωση) είναι άρρηκτα εξαρτημένη από το γεγονός ότι ο πολίτης πιστεύει στη νομιμότητα του χαρακτήρα των κρατικών επιταγών και στην αγαθότητα και ουδετερότητα του κράτους. Με άλλα λόγια, η καταναγκαστική εξουσία του κράτους πηγάζει και νομιμοποιείται από μια ψυχική στάση και διάθεση του πολίτη απέναντι στο κράτος, δηλαδή από το γεγονός ότι ο πολίτης πιστεύει ότι το κράτος πρέπει να είναι η συνέχεια του μπαμπά του και της μαμάς του, ή, ακόμη καλύτερα, ο αρχέτυπος Γονεύς, ώστε να τον καθοδηγεί, να προνοεί γι’ αυτόν και να τον μαλώνει όποτε «πρέπει», γενικώς, να τον κηδεμονεύει. Η ψυχική ανωριμότητα και η ιστορική ανικανότητα ενός λαού είναι ευθέως ανάλογες της έκτασης του κρατισμού.
Το παράδειγμα του κρατισμού (statism) διαιρεί τον κόσμο σε ανταγωνιζόμενα κράτη και τους ανθρώπους σε υπηκόους αυτών των κρατών. Το κράτος συνήθως επιτυγχάνει να αγοράσει τις υπηρεσίες διαμορφωτών της κοινής γνώμης και εκπαιδευτικών οι οποίοι αναλαμβάνουν να πείσουν τον λαό ότι κάποια μορφή κρατισμού είναι καλή και αναγκαία.
Οι θεμελιώδεις μύθοι του κρατισμού είναι οι ακόλουθοι:
Α. Εμείς (ο λαός) είμαστε η κυβέρνηση:
Αυτός είναι ο πιο απατηλός και εθιστικός μύθος, αποτελεί μια ακραία μορφή θυματοποίησης των μαζών. Αυτό το σύνδρομο κρατισμού αποτελεί μια μορφή του συνδρόμου της Στοκχόλμης. Το «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» είναι μια ψυχολογική παρέκκλιση που συμβαίνει σε ομήρους όταν αυτοί υφίστανται μεν απειλές μέχρι θανάτου από τους απαγωγείς τους, αλλά συγχρόνως οι απαγωγείς τους εκδηλώνουν προς τους ομήρους ευγενικές συμπεριφορές και χειρονομίες. Οι όμηροι που εκδηλώνουν το σύνδρομο της Στοκχόλμης τείνουν να συμπάσχουν με τους απαγωγείς τους και κάποιες φορές αισθάνονται ότι οι απαγωγείς τους τούς κάνουν χάρη που προέρχεται από κάποια εγγενή ευγένεια. Το όνομα αυτού του συνδρόμου προέρχεται από ένα περιστατικό ληστείας που έγινε στη Στοκχόλμη τον Αύγουστο του 1972, και οι όμηροι των ληστών προσκολλήθηκαν συναισθηματικά στους απαγωγείς τους και τους υπερασπίστηκαν ακόμη και ενώπιον του δικαστηρίου. Ψυχαναλυτικά, το σύνδρομο της Στοκχόλμης οφείλεται σε ενεργοποίηση μιας στρατηγικής που εφαρμόζουν τα βρέφη, στο πλαίσιο της οποίας προσκολλώνται συναισθηματικά στον κοντινότερο ισχυρό ενήλικο για να μεγιστοποιήσουν την πιθανότητα ότι αυτός ο ενήλικος θα υποστηρίξει την επιβίωσή τους και θα συμπεριφερθεί σαν καλός κηδεμόνας.
Η ταύτιση του υπηκόου με το κράτος είναι αναμφισβήτητη στις πολιτείες του κρατισμού. Έτσι, μπορεί να ακούσουμε λ.χ. ένα πρόσωπο που δεν έχει καν μπει μέσα σε πολεμικό αεροπλάνο να λέει ότι «βομβαρδίσαμε το Ιράκ», ή «πολεμάμε για να εγκαταστήσουμε τη δημοκρατία». Στην πραγματικότητα, η άρχουσα ελίτ λαμβάνει τις αποφάσεις, και τα πλήθη των υπηκόων εκτελούν τις πολεμικές εντολές. Αντιστίχως, το ίδιο σκεπτικό, διέπει τη δικαιολόγηση των οικονομικών εισφορών (φόρων και ασφαλιστικών εισφορών) νομικών και φυσικών προσώπων προς το κράτος: δήθεν, το κράτος μάς φροντίζει. Όμως, η ανάπτυξη κριτικής σκέψης και γενικώς η ψυχική ενηλικίωση προϋποθέτουν το να αποφεύγουμε την αυθαίρετη χρήση του δουλικού όρου ‘εμείς’. Όταν χρησιμοποιούμε το ‘εμείς’ πρέπει να έχουμε πλήρη επίγνωση του με ποιους ταυτιζόμαστε και με ποιους όρους.
Ήδη κατά τον 19ο αιώνα, ο Γάλλος θεωρητικός της πολιτικής, κοινωνιολόγος και ιστορικός Αλέξης ντε Τοκβίλ (Alexis de Tocqueville, 1805-1859) είχε παρατηρήσει ότι η δημοκρατική επίθεση εναντίον των αριστοκρατικών προνομίων, των φεουδαρχικών ελευθεριών, των συντεχνιακών προνομίων, και γενικότερα εναντίον των ειδικών προνομίων διαφόρων ομάδων του «παλαιού καθεστώτος» έλαβε χώρα μέσω του κράτους και είχε ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση όλων των κέντρων ισχύος που ήταν ανεξάρτητα από την κεντρική κυβέρνηση. Έτσι, η γενική επιθυμία για ίση, ομοιόμορφη μεταχείριση και η συνεπακόλουθη κατάργηση των περιφερειακών διαφορών στο πλαίσιο του δημοκρατικού κράτους οδήγησαν στην ανάπτυξη ενός ‘δημοκρατικού ενστίκτου’ που σήμαινε τη συγκέντρωση της πολιτικής ισχύος από το κράτος (βλ. A. de Tocqueville, Democracy in America, trans. G. Lawrence, ed. J.P. Mayer and M. Lerner, Harper, New York, 1966). Ο κρατισμός, έστω κι αν συνοδεύεται από δημοκρατικές διαδικασίες, οδηγεί σ’ ένα νέο είδος δεσποτισμού. Αυτό το νέο είδος δεσποτισμού δεν έχει να κάνει με την τυραννία και την καταπίεση, αλλά με μια διαπεραστική αγαθοεργή εικόνα του κράτους η οποία εξαπατά και υπνωτίζει όλα εκείνα τα άτομα που φοβούνται υπερβολικά να αμφισβητήσουν την κοινή γνώμη, που είναι υπερβολικά απορροφημένα από καθημερινά ιδιωτικά τους ζητήματα και γι’ αυτό δεν συμμετέχουν ενεργά στον δημόσιο βίο, και που εκτιμούν υπερβολικά πολύ την οικονομική αξία της τάξης και γι’ αυτό δεν αναλαμβάνουν τον κίνδυνο να τη διαταράξουν. Σύμφωνα με τον Τοκβίλ, ένα τέτοιο σύστημα δεν απειλεί μόνο την ελευθερία του ανθρώπου αλλά και την ίδια τη βούληση του ανθρώπου για ελευθερία. Γι’ αυτό, η πολιτική οικονομία της ελευθερίας δεν αρκείται στις δημοκρατικές διαδικασίες, αλλά ζητεί την κυριαρχία του ατόμου έναντι όλων των θεσμών και τον περιορισμό του κράτους στον ρόλο του εγγυητή της ελευθερίας του ατόμου.
Β. Η κυβέρνηση έχει λαϊκή νομιμοποίηση και γι’ αυτό δικαιολογείται ο κρατισμός:
Στις αστικές δημοκρατίες του κρατισμού, οι πολιτικοί δίδουν σε κάθε ψηφοφόρο την ψευδαίσθηση ότι είναι παντογνώστης και κυρίαρχος και του ζητούν να ψηφίσει ένα από τα προγράμματα κρατικού παρεμβατισμού που είναι διαθέσιμα στην πολιτική αγορά. Καθένα από αυτά τα πολιτικά προγράμματα διακηρύσσει ότι αποσκοπεί στην ανάπτυξη της κοινωνίας μέσω κρατικών παρεμβάσεων που αφορούν στην οικονομία και γενικά στην κοινωνική ζωή. Έτσι, όποιος ψηφίζει ένα τέτοιο πρόγραμμα υποτίθεται ότι έχει διεξαγάγει έρευνα κι έχει διαμορφώσει γνώμη (μεθοδικά, υπεύθυνα και με επαρκή πληροφόρηση) σχετικά με το ποιο είναι το καλό για κάθε τομέα της οικονομικής δραστηριότητας, κι έτσι ψηφίζει το αντίστοιχο πολιτικό πρόγραμμα. Αυτή είναι μια χονδροειδής ψευδαίσθηση και πλάνη.
Πώς μπορεί ο μέσος πολίτης να αποφασίζει για όλα τα πεδία του οικονομικού και κοινωνικού βίου; Για παράδειγμα, πώς μπορεί ο μέσος δημόσιος υπάλληλος να αποφασίζει με την ψήφο του για την πολιτική της μεταποίησης και του εμπορίου, ή πώς μπορεί ο μέσος βιομηχανικός εργάτης να αποφασίζει με την ψήφο του για την αγροτική πολιτική; Αυτή η ψευδαίσθηση παντογνωσίας και κυριαρχίας του ψηφοφόρου γίνεται τελικά το άλλοθι του επεκτατισμού της κρατικής εξουσίας: οι ‘παντογνώστες-κυρίαρχοι’ ψηφοφόροι ψηφίζουν κυβερνήσεις που έχουν την εξουσία να παρεμβαίνουν σε όλους τους τομείς του οικονομικού και γενικά του κοινωνικού βίου χάριν της λαϊκής νομιμοποίησης που έλαβαν, αφού ψηφίστηκαν από τον ‘παντογνώστη’ και ‘κυρίαρχο’ λαό.
Συνεπώς, στις αστικές δημοκρατίες του κρατισμού, η διαδικασία των εκλογών είναι ουσιαστικά το μέσο με το οποίο, κολακεύοντας τον λαό, οι πολιτικοί αποκτούν το προνόμιο να λαμβάνουν καταναγκαστικές αποφάσεις ρύθμισης όλων των πεδίων του οικονομικού και γενικά του κοινωνικού βίου. Γι’ αυτό, άλλωστε, στις αστικές δημοκρατίες του κρατισμού, οι πολιτικές υποσχέσεις, παρ’ ότι προσδιορίζουν το πολιτικό και οικονομικό γίγνεσθαι δια των εκλογών, είναι «τσάμπα», υπό την έννοια ότι δεν παράγουν νομικά προσδιορισμένες ευθύνες για όσους δίδουν πολιτικές υποσχέσεις που δεν μπορούν να τηρήσουν. Αντίθετα, η πλήρως απελευθερωμένη αγορά δεν έχει καμιά απαίτηση παντογνωσίας από τους πολίτες. Στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς, δεν υπάρχει καμιά αρχή που να παρεμβαίνει ρυθμιστικά σε ολόκληρο το οικονομικό σύστημα και άρα δεν χρειάζονται παντογνώστες ψηφοφόροι. Στην ελεύθερη αγορά, η γνώση που απαιτείται από το οικονομικώς ενεργό άτομο αφορά μόνο στα οικονομικά πεδία στα οποία εμπλέκεται το ίδιο το άτομο προσωπικά.
Γ. Η κυβέρνηση δρα για το κοινό καλό:
Αυτή η θέση αποτελεί μια χονδροειδή μονοδιάστατη θεώρηση της κυβέρνησης και αφήνει πληθώρα αναπάντητων ερωτημάτων. Τι είναι το κοινό καλό; Δεν υπάρχει ομοφωνία επί του θέματος στην πολιτική. Ακόμη κι αν εφαρμόζαμε ένα σχέδιο, πώς γνωρίζουμε ότι θα έχει σίγουρα τα επιθυμητά αποτελέσματα; Δεν το γνωρίζουμε, και συχνά τα καταναγκαστικά κοινωνικά σχέδια των κυβερνήσεων έχουν πολλές αρνητικές παρενέργειες. Επίσης, οι κυβερνήσεις, όταν λαμβάνουν αποφάσεις, συνυπολογίζουν το πώς θα μεγιστοποιήσουν τις ωφέλειες ή έστω πώς θα ελαχιστοποιήσουν τις ζημίες εκείνων που λαμβάνουν αποφάσεις (δηλαδή των πολιτικών αρχόντων). Συνεπώς, εξ ορισμού, η κυβέρνηση, στο πλαίσιο του κρατισμού, δεν αποτελεί ηθικώς ουδέτερο θεσμό.
Δ. Η κυβέρνηση είναι ο μόνος δυνατός τρόπος για να λύσουμε το Χ πρόβλημα:
Αυτό αποτελεί το συλλογιστικό σφάλμα της μονοκρατορίας του κράτους: η ψευδαίσθηση ότι, για να λύσουμε τα κοινωνικά προβλήματα, χρειαζόμαστε το κράτος. Στην πραγματικότητα, κάθε υπηρεσία που προσφέρει σήμερα μια κυβέρνηση στο πλαίσιο του παραδείγματος του κρατισμού μπορεί να προσφερθεί με ηθικώς καλύτερο και αποτελεσματικότερο τρόπο μέσω εθελοντικών δράσεων. Η μελέτη της ιστορίας δείχνει ότι σχεδόν κάθε υπηρεσία που σήμερα προσφέρει η κυβέρνηση έχει προσφερθεί, σε κάποια προηγούμενη ιστορική περίοδο, από εθελοντικές πρωτοβουλίες των ανθρώπων, π.χ. ιδιωτικοί δρόμοι, ιδιωτικά δικαστήρια, φθηνή ιδιωτική ασφάλεια υγείας, ιδιωτική αστυνομία, ταχυδρομεία, προστασία της άγριας φύσης, τραπεζογραμμάτια, κ.ο.κ., όλα αυτά έχουν δημιουργηθεί από την ιδιωτική πρωτοβουλία.
Ο μύθος ότι η κυβέρνηση είναι ο μοναδικός τρόπος για να λύσουμε το Χ πρόβλημα αποτελεί, μεταξύ άλλων, και τη βάση του οικονομικού εθνικισμού. Ακόμη και φιλελεύθεροι στοχαστές και πολιτικοί είναι έτοιμοι να προσυπογράψουν τη χρησιμότητα του οικονομικού εθνικισμού σε σχέση με την ανάπτυξη. Η έννοια της προστασίας της «βρεφικής βιομηχανίας» αναπτύχθηκε τον 19ο αιώνα από τον Φρίντριχ Λιστ (Friedrich List, 1789-1846) καθώς και από άλλους θεωρητικούς της πολιτικής οικονομίας από σαφώς εθνική οπτική γωνία (βλ. Friedrich List, The National System of Political Economy, trans. S.S. Loyd, Green & Co., London, 1904). Σύμφωνα με αυτήν άποψη, οι αναπτυσσόμενοι βιομηχανικοί κλάδοι και οι αναπτυσσόμενες επιχειρηματικές δραστηριότητες πρέπει να ενισχύονται οικονομικά από το κράτος για να σταθούν στα πόδια τους, προστατευμένες από τον ανταγωνισμό, ειδικά τον διεθνή. Η εφαρμογή αυτής της άποψης στην πράξη όχι μόνο παρέτεινε τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930 αλλά και δηλητηρίασε την πολιτική ατμόσφαιρα σε διεθνές επίπεδο (αφού τα προγράμματα οικονομικού εθνικισμού δεν είναι τίποτε άλλο από προσπάθειες ‘εξαγωγής’ πληθωρισμού και ανεργίας) συμβάλλοντας έτσι στην έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (βλ. J. Mayall, Nationalism and International Society, Cambridge University Press, Cambridge, 1990, και J. Mayall, “Reflections on the ‘New’ Economic Nationalism”, Review of International Studies, 10(4), 1984, σελ. 313-321). Αντίθετα, οι ελευθερόφρονες πολιτικοί στοχαστές υποστηρίζουν ότι, εάν τα κράτη αφήσουν τις επιχειρήσεις στην ησυχία τους, ώστε να λειτουργούν υπό το καθεστώς της laissez-faire αγοράς, αυτό είναι η μεγαλύτερη προσφορά που μπορεί να κάνει το κράτος χάριν της οικονομικής ανάπτυξης, και δεν χρειάζεται κανενός είδους κρατικός προστατευτισμός καμιάς οικονομικής δραστηριότητας.
Ε. Το κράτος και η κοινωνία είναι αναπόσπαστοι σύμμαχοι:
Όπως συμβαίνει στην περίπτωση του πρώτου μύθου, έτσι και στην περίπτωση αυτού του μύθου έχουμε να κάνουμε με μια προσπάθεια συσκότισης της σημαντικής διαφοράς μεταξύ της κοινωνίας και του κράτους. Η κοινωνία είναι το συνολικό άθροισμα όλων των εθελοντικών ανθρωπίνων αλληλεπιδράσεων, ενώ το κράτος είναι ένα θεσμοθετημένο μονοπώλιο δύναμης και νομιμοποιημένης βίας. Όσο μεγαλώνει η δύναμη του κράτους, τόσο μικραίνει η δύναμη της κοινωνίας.
Οι πολιτικοί που υποστηρίζουν τον κρατισμό επικαλούνται πολλές φορές τον όρο ελπίδα. Μάλιστα, η επιτροπή των βραβείων Νομπέλ δεν δίστασε να απονείμει το Νομπέλ Ειρήνης 2009 στον Πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα (Barack Obama) με το σκεπτικό ότι η πολιτική Ομπάμα δημιουργεί ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον σε παγκόσμια κλίμακα. Η ελπίδα είναι ένα πολύ επικίνδυνο αίσθημα όταν αφορά στην πολιτική. Οι πολιτικοί του κρατισμού προσπαθούν, μέσω τεχνικών του πολιτικού μάρκετινγκ, να προσφέρουν ελπίδα στους πολίτες για τη βελτίωση της ζωής τους. Οι άνθρωποι που εναποθέτουν την ελπίδα τους σε άλλους ανθρώπους είτε σε ιστορικούς θεσμούς χαρακτηρίζονται από ψυχική ανωριμότητα και τεμπελιά. Η ελπίδα ανήκει μόνο στον Θεό, διότι από τον Θεό προσδοκούμε να μας προσφέρει αγαθά που δεν ανήκουν στο πεδίο της ιστορίας και γι’ αυτό δεν μπορούμε να τα αποκτήσουμε με τις δικές μας δυνάμεις. Στο ιστορικό επίπεδο όμως, δηλαδή όταν ζητούμε να βελτιώσουμε τους ιστορικούς όρους της ύπαρξής μας, αντί να ελπίζουμε στους άλλους, πρέπει να δουλεύουμε εμείς για τους εαυτούς μας. Τα χέρια μας, τα πόδια μας και ο νους μας υπάρχουν και αρκούν για να πραγματοποιήσουμε τις επιθυμίες μας σε τούτον τον κόσμο. Μόνο τα βρέφη και τα μικρά παιδιά δικαιολογούνται να ελπίζουν σε άλλους ανθρώπους, π.χ. στη μαμά και στον μπαμπά, για την ικανοποίηση των επιθυμιών τους. Οι ώριμοι άνθρωποι δρουν για να ικανοποιήσουν τη βούλησή τους. Οι ανώριμοι άνθρωποι ελπίζουν σε άλλους ανθρώπους και θεσμούς, κι έτσι εκπίπτουν σε θύματα εκμετάλλευσης.
Οι μύθοι του σοσιαλισμού
Ο σοσιαλισμός, ως συγκεκριμένο, αναγνωρίσιμο πολιτικό και οικονομικό πρότυπο, αναπτύχθηκε στην Ευρώπη από το τέλος του 18ου αιώνα ως μια απάντηση στην εκβιομηχάνιση. Εγγενής στην έννοια του σοσιαλισμού είναι η έννοια του κολεκτιβισμού (collectivism), η οποία αναφέρεται σε κάθε φιλοσοφία ή πολιτική δομή η οποία θέτει κάποια ομάδα (π.χ. κοινωνική τάξη, έθνος, φυλή, πολίτες, κ.ο.κ.) σε θέση υπεροχής έναντι του ατόμου. Ο κολεκτιβισμός που βασίζεται στην κοινωνική τάξη ονομάζεται σοσιαλισμός. Ο κολεκτιβισμός που βασίζεται στο έθνος ονομάζεται εθνικισμός. Ο κολεκτιβισμός που βασίζεται στη φυλή ονομάζεται φυλετισμός.
Στη συνέχεια, θα μελετήσουμε τους θεμελιώδεις μύθους του σοσιαλισμού, καθότι ο σοσιαλισμός αποτελεί την πιο εξιδανικευμένη μορφή κολεκτιβισμού στις συνειδήσεις των μαζών, σε βαθμό μάλιστα που οι σοσιαλιστικές ιδέες έχουν διαπεράσει τόσο τον ναζισμό-φασισμό όσο και τον πολιτικό συντηρητισμό. Για παράδειγμα, ο Άντολφ Χίτλερ ονόμασε την ιδεολογία του εθνικοσοσιαλισμό (Nationalsozialismus), και τα κυριότερα κεντροδεξιά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης (με εξαίρεση, σε κάποιες περιπτώσεις, το βρετανικό συντηρητικό κόμμα υπό την προεδρία της Μάργκαρετ Θάτσερ), καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, επιχειρούσαν να ανταγωνιστούν σε κολεκτιβιστική κουλτούρα τους σοσιαλιστές, συντηρώντας μεγάλο δημόσιο τομέα στην οικονομία και ακολουθώντας πολιτική αυξημένου κρατικού παρεμβατισμού. Γι’ αυτό, αποτελεί μεγάλο λάθος να κρίνουμε τις επιδόσεις του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς με κριτήριο τις πολιτικές που έχουν εφαρμόσει κεντροδεξιά κόμματα τα οποία αναμιγνύουν τον καπιταλισμό με τον κολεκτιβισμό. Όταν έχουμε να κάνουμε με κεντροδεξιές κυβερνήσεις που συντηρούν έναν μεγάλο δημόσιο τομέα, ακολουθούν πολιτική υψηλών φόρων, υποστηρίζουν το κράτος πρόνοιας, δαπανούν πολλούς πόρους για στρατιωτικούς σκοπούς, και προβαίνουν σε ποικίλες ρυθμίσεις της οικονομικής δραστηριότητας, τότε οι οικονομικές αποτυχίες και κρίσεις στις οποίες οδηγούνται δεν πρέπει να αποδίδονται στον καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς (αφού αυτές οι κυβερνήσεις δεν ακολουθούν το πρότυπο της ελεύθερης αγοράς), αλλά πρέπει να αποδίδονται στην αναποτελεσματικότητα των οικονομικών λειτουργιών του κράτους. Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε το εξής: οι κεντροαριστεροί θέλουν το κράτος να συμπεριφέρεται σαν την τυπική φροντιστική μαμά, οι κεντροδεξιοί θέλουν το κράτος να συμπεριφέρεται σαν τον τυπικό οργανωτικό μπαμπά, ενώ οι γνήσιοι υποστηρικτές της πολιτικής οικονομίας της ελευθερίας θέλουν το κράτος να αντιμετωπίζει τους πολίτες ως ενήλικα πρόσωπα (βλ. Θ. Διαμαντόπουλος, Κόμματα και Κομματικά Συστήματα, Εξάντας, Αθήνα, 1989, και M. Maor, Political Parties and Party Systems, Taylor and Francis, London, 1997).
Α. Το δόγμα της δίκαιης τιμής και η εργατική θεωρία της αξίας:
Η σοσιαλιστική σκέψη διέπεται από μια μεσαιωνικής υφής έννοια ‘δίκαιης τιμής’. Όπως οι σχολαστικοί θεολόγοι του Μεσαίωνα θεωρούσαν ότι οι γενικές έννοιες τις οποίες οι ίδιοι διατύπωναν προέρχονται από τον Θεό και προσδιορίζουν την πραγματικότητα, έτσι και οι σοσιαλιστές θεωρούν ότι υπάρχει μια εγγενής (σαν να έχει δοθεί από τον Θεό, δηλαδή) τιμή για κάθε οικονομικό αγαθό, ανεξάρτητα από τη βούληση, τις ανάγκες και την επιθυμία των ανθρώπων, δηλαδή ανεξάρτητα από την προσφορά και τη ζήτηση. Στη βιομηχανική εποχή, οι σοσιαλιστές υποστήριξαν, ειδικότερα, ότι η αξία ενός αγαθού ισούται με το εργατικό κόστος που δαπανήθηκε για να παραχθεί, δηλαδή με την αξία του χρόνου των εργαζομένων. Αυτή η άποψη ονομάζεται εργατική θεωρία της αξίας (labor theory of value) και πάσχει από τα ακόλουθα ελαττώματα:
(α) δεν λαμβάνει υπόψη της ότι η συσσώρευση του κεφαλαίου απαιτεί αναστολή ενός μέρους της κατανάλωσης, και γι’ αυτό, αναπόφευκτα, το κεφάλαιο απαιτεί μια πρόσθετη αμοιβή, πέρα και πάνω από την αμοιβή της εργασίας, ώστε έτσι η ωφέλεια από τη συσσώρευση του κεφαλαίου να καλύπτει τη στέρηση της ωφέλειας που υφίσταται ο κάτοχος του κεφαλαίου που αναστέλλει την κατανάλωση χάριν της κεφαλαιακής συσσώρευσης·
(β) κάνει την εσφαλμένη υπόθεση ότι η εργασία που απασχολείται στην παραγωγική διαδικασία είναι ομοιογενής (αυτό είναι λάθος, διότι, λ.χ. οι αντιλήψεις, οι ανάγκες, οι απαιτήσεις και τα συμφέροντα ενός αγροτικού εργάτη, ενός υπαλλήλου εμπορικής επιχείρησης κι ενός πανεπιστημιακού καθηγητή διαφέρουν μεταξύ τους)• (γ) αγνοεί την υποκειμενικότητα των συνειδησιακών καταστάσεων η οποία συνεπάγεται ότι οι οικονομικές αξίες είναι υποκειμενικό ζήτημα·
(δ) δεν λαμβάνει υπόψη της την επίδραση της ζήτησης επάνω στις σχετικές τιμές των οικονομικών αγαθών (βλ. R.L. Meek, Studies in the Labour Theory of Value, Lawrence & Wishart, London, 1973).
Η πολιτική οικονομία της ελευθερίας αντιπαραθέτει στην εργατική θεωρία της αξίας την υποκειμενική θεωρία της αξίας, σύμφωνα με την οποία η οικονομική αξία δεν προσδιορίζεται τόσο από το κόστος όσο από τις υποκειμενικές προτιμήσεις των αγοραστών και την προσφερόμενη ποσότητα του δεδομένου αγαθού. Τα ακόλουθα παραδείγματα αποδεικνύουν με απλό τρόπο ότι η οικονομική αξία δεν αποτελεί απλή συνέπεια του εργατικού κόστους: (α) όσο πολύς χρόνος κι αν δαπανηθεί για να παραχθούν πίτες από λάσπη, δεν αξίζουν τίποτε, και (β) ένα φρέσκο μπουκάλι κρασί αποκτά επιπλέον αξία απλώς και μόνο με το να παλαιώνεται.
Β. Η θεωρία της εκμετάλλευσης:
Η θεωρία της εκμετάλλευσης επιχειρεί να δείξει ότι μια κοινωνική τάξη εκμεταλλεύεται κάποια άλλη. Σύμφωνα με τον σοσιαλισμό, η κεφαλαιοκρατική τάξη εκμεταλλεύεται την προλεταριακή τάξη. Οι περισσότερες διατυπώσεις της θεωρίας της εκμετάλλευσης βασίζονται στην απαρχαιωμένη και εσφαλμένη εργατική θεωρία της αξίας και συνεπώς καθίστανται αυτομάτως, για τους αντιστοίχους λόγους, το ίδιο απαρχαιωμένες και εσφαλμένες. Ωστόσο, άλλοι σοσιαλιστές, που έχουν αναγνωρίσει τα σφάλματα της εργατικής θεωρίας της αξίας, διατυπώνουν μια θεωρία της εκμετάλλευσης βασισμένη στην ανισότητα της διαπραγματευτικής θέσης μεταξύ κεφαλαιοκρατών και προλεταρίων, ή μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Ενώ αυτή η τελευταία εκδοχή της θεωρίας της εκμετάλλευσης μπορεί να εξηγήσει ορισμένα φαινόμενα που προκύπτουν στο πλαίσιο οικονομικών διαπραγματεύσεων, ωστόσο, αποφεύγει να θέσει ένα σημαντικό ζήτημα, δηλαδή το εάν η οικονομική διαπραγμάτευση είναι οικειοθελής. Εάν η συμφωνία στην οποία καταλήγει η οικονομική διαπραγμάτευση μεταξύ κεφαλαιοκρατών και προλεταρίων είναι ελεύθερη και προαιρετική, τότε δεν αποδεικνύεται ότι η πρώτη τάξη εκμεταλλεύεται τη δεύτερη.
Επίσης, ο Αυστριακός οικονομολόγος Ευγένιος Ρίτερ φον Μπεμ-Μπαβέρκ (Eugen Ritter von Böhm-Bawerk, 1851-1914), στο φημισμένο σύγγραμμά του Κεφάλαιο και Τόκος, ανέτρεψε το σκεπτικό της μαρξιστικής θεωρίας της εκμετάλλευσης επισημαίνοντας ότι οι καπιταλιστές δεν εκμεταλλεύονται τους εργάτες, αλλά, στην πραγματικότητα, βοηθούν τους εργαζομένους με το να τους παρέχουν ένα εισόδημα πριν εισπραχθεί το εισόδημα που θα προκύψει από την πώληση των αγαθών που παράγουν με την εργασία τους οι εργαζόμενοι (βλ. E.R. von Böhm-Bawerk, Capital and Interest, trans. W.A. Smart, Macmillan Co., London, 1890). Οι εργαζόμενοι αμείβονται κυρίως με βάση την τρέχουσα αξία του οποιουδήποτε προβλεπομένου οικονομικού αποτελέσματος της εργασίας, ενώ οι καπιταλιστές αμείβονται με βάση το πραγματοποιημένο στο μέλλον οικονομικό αποτέλεσμα της εργασίας. Με άλλα λόγια, ο Μπεμ-Μπαβέρκ επεσήμανε ότι, όταν ο Μαρξ διατύπωσε τη θεωρία της εκμετάλλευσης, δεν έλαβε υπόψη του τη διάσταση του χρόνου, κι ότι η αναδιανομή του κεφαλαίου υπέρ των εργαζομένων θα υπονόμευε τη σημασία του επιτοκίου ως εργαλείο άσκησης νομισματικής πολιτικής. Επίσης, η αμοιβή των εργαζομένων όχι μόνο με μισθό αλλά και με προγράμματα συμμετοχής στα κέρδη της επιχείρησης, όπως συμβαίνει σε πολλές εταιρείες του ανεπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου, καθώς και η τεράστια διάχυση της ιδιοκτησίας του κεφαλαίου μέσω των κεφαλαιαγορών (στον βαθμό που λειτουργούν αποτελεσματικά) αποδυναμώνουν τον απόλυτο χαρακτήρα της διάκρισης μεταξύ καπιταλιστών και εργατικής τάξης και διαψεύδουν ακόμη περισσότερο τη σοσιαλιστική θεωρία της εκμετάλλευσης.
Γ. Άρνηση του προβλήματος της έλλειψης:
Οι ουτοπικοί σοσιαλιστές αγνοούν το πρόβλημα της οικονομικής έλλειψης. Αντίθετα, στην πολιτική οικονομία της ελευθερίας, ο σκοπός της διαχείρισης της οικονομικής περιουσίας είναι η διαχείριση του προβλήματος της έλλειψης, δηλαδή του γεγονότος ότι οι επιθυμίες του ανθρώπου ξεπερνούν τα διαθέσιμα αγαθά. Η έλλειψη δεν είναι αποτέλεσμα του συστήματος της ιδιωτικής περιουσίας, αλλά, αντίθετα, η ιδιωτική περιουσία είναι ένα μέσο με το οποίο ο άνθρωπος προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα της έλλειψης.
Αυτό που διαφοροποιεί την ιδιωτική περιουσία από την κοινή περιουσία (κοινοκτημοσύνη) είναι ότι η πρώτη πρέπει να γίνει κατανοητή ως το δικαίωμα αποκλεισμού (κάποιων από τη χρήση της δεδομένης περιουσίας) ενώ η δεύτερη πρέπει να γίνει κατανοητή ως το δικαίωμα του μη αποκλεισμού (βλ. C.B. Macpherson, Democratic Theory, Clarendon Press, Oxford, 1973). Βεβαίως, εκείνοι που είναι εφοδιασμένοι με δικαιώματα κοινής περιουσίας μπορεί να είναι σε θέση να αποκλείουν από τη χρήση της δεδομένης κοινής περιουσίας όσους δεν έχουν τα ίδια δικαιώματα κοινής περιουσίας. Επίσης, η χρήση της δημόσιας περιουσίας είναι διαθέσιμη σε καθέναν υπό τον όρο ότι αυτός θα είναι μέλος του αντίστοιχου ‘δημοσίου’.
Στην περίπτωση της ιδιωτικής περιουσίας, η περιουσία εκφράζει την ατομικότητα του ανθρώπου και θέτει προστατευτικά όρια γύρω από κάθε πρόσωπο. Έτσι, το δικαίωμα αποκλεισμού, με το οποίο είναι άρρηκτα συνυφασμένη η ιδιωτική περιουσία, έχει έναν βαθιά ελευθερόφρονα και ανθρωπιστικό χαρακτήρα. Το δικαίωμα χρήσης μιας περιουσίας απαιτεί να έχει προηγουμένως επιτραπεί η χρήση της από τον ιδιοκτήτη, δωρεάν ή κατόπιν κάποιας οικονομικής συμφωνίας στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς (π.χ. ενοικίαση, πώληση, κ.ο.κ.). Επίσης, η ιδιωτική περιουσία καθιστά κάθε άνθρωπο υπεύθυνο προσωπικά για τη διαχείριση της ζωής του και τον ασκεί στον ορθολογισμό.
Η κοινή περιουσία επίσης απαιτεί κάποιες ορθολογικές διαδικασίες διαχείρισής της, έστω κι αν αυτές οι διαδικασίες δεν είναι εκείνες της ελεύθερης αγοράς. Σε αντίθεση προς τις εντυπώσεις που καλλιεργεί η σοσιαλιστική προπαγάνδα στις μάζες, το δικαίωμα μη αποκλεισμού από τη χρήση μιας περιουσίας δεν ταυτίζεται με τη δυνατότητα πρόσβασης σε αυτήν την περιουσία. Για παράδειγμα, καθένας μπορεί να έχει το δικαίωμα να καθίσει σε μια θέση σ’ ένα δημόσιο πάρκο, αλλά δεν μπορούν όλοι να ασκήσουν αυτό το δικαίωμά τους συγχρόνως. Γι’ αυτό, εκείνοι που ισχυρίζονται ότι η ιδιωτική περιουσία είναι ανεπιθύμητη πρέπει να διευκρινίσουν εναλλακτικές μεθόδους κατανομής της πρόσβασης στα αγαθά, ειδικά στους παραγωγικούς συντελεστές (έδαφος, κεφάλαιο, εργασία) και να δείξουν ότι οι αποκλεισμοί που ισχύουν υπό το καθεστώς της ελεύθερης αγοράς της ιδιωτικής περιουσίας δεν θα αναπαραχθούν από αυτές τις εναλλακτικές μεθόδους. Τελικώς, ακριβώς λόγω του δεδομένου προβλήματος της έλλειψης, ο περιορισμός του ιδιοκτησιακού δικαιώματος δεν σημαίνει ανάλογο περιορισμό του αποκλεισμού από τη χρήση περιουσίας, αλλά σημαίνει ότι η κατανομή των δικαιωμάτων χρήσης περιουσίας δεν καθορίζονται από την ελεύθερη αγορά αλλά από μια δημόσια γραφειοκρατία, και άρα μεταφέρει εξουσία από την κοινωνία στους πολιτικούς άρχοντες.
Όπως έχει παρατηρήσει ο Αυστριακός νομπελίστας οικονομολόγος Φρίντριχ Χάγιεκ (Friedrich von Hayek, 1899-1992), ακόμη κι όταν η ρύθμιση της οικονομίας αποσκοπεί στην ισότητα, καταλήγει μόνο σε μια επισήμως επιβεβλημένη (δηλαδή θεσμοθετημένη) ανισότητα, διότι η νέα ιεραρχική τάξη που διαμορφώνεται (προς αντικατάσταση της ιεραρχικής τάξης που αναδύεται κάθε φορά αυθόρμητα από την ελεύθερη αγορά) αποτελεί απλώς έναν αυταρχικό προσδιορισμό της κοινωνικής θέσης (status) κάθε ατόμου (βλ. N.P. Barry, Hayek’s Social and Economic Philosophy, Macmillan, London, 1979).
Δ. Η ανθρώπινη δραστηριότητα και παραγωγή υπόκεινται σε κεντρικό σχεδιασμό:
Σύμφωνα με την επιστήμη της πολυπλοκότητας, το μέλλον δεν είναι δεδομένο και η τάξη αναδύεται από το χάος. Οι υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς και οι επιστήμονες της πολυπλοκότητας βλέπουν, ζουν, παρακολουθούν και προσπαθούν (όσο μπορούν και όπως μπορούν) να καταλάβουν τον δυναμικό και δημιουργικό χαρακτήρα των πολύπλοκων συστημάτων. Γνωρίζουν ότι οι προθέσεις αυτών που δρουν δεν καθορίζουν νομοτελειακά το αποτέλεσμα της δράσης τους διότι υπάρχει ο χαοτικός παράγων. Γι’ αυτό, χωρίς να παύουν ποτέ να προσπαθούν και να ερευνούν, σέβονται τον κόσμο και απορρίπτουν όλα τα μεγάλα κρατικά σχέδια διότι, λόγω της απροσδιοριστίας που χαρακτηρίζει τον κόσμο, τα μεγάλα κρατικά σχέδια ενέχουν μεγάλους κινδύνους πρόκλησης μεγάλων κοινωνικών ζημιών. Είναι, λοιπόν, ταπεινοί και ευέλικτοι, διότι έχουν υπόψη τους την απροσδιοριστία του μέλλοντος. Αντίθετα, υπάρχουν πολιτικοί στοχαστές οι οποίοι έχουν προαποφασίσει την τύχη του κόσμου, δηλαδή επιχειρούν να φέρουν τον κόσμο στα μέτρα τους. Τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα αυτών των πολιτικών είναι οι Αριστεροί και οι Φασίστες, οι οποίοι χρησιμοποιούν τον κόσμο σαν το πεδίο εφαρμογής των θεωρητικών κατασκευών τους. Γενικώς, πολλοί κρατιστές έχουν αναπτύξει σχέδια και προγράμματα για να μετασχηματίσουν την κοινωνία σύμφωνα με ένα δικό τους όραμα για την κοινότητα και το «ευ ζην». Όλοι αυτοί επιδιώκουν να επιβάλουν ένα εξουσιαστικό τεχνοκρατικό δόγμα, διότι δρουν εκκινώντας από τη θέση ότι γνωρίζουν και μπορούν να προσδιορίσουν το μέλλον ντετερμινιστικά. Γι’ αυτό, θεσμοθετούν κεντρικές οικονομικές ρυθμίσεις, επιδιώκοντας να ρυθμίσουν τον οικονομικό και σε μεγάλη έκταση και τον προσωπικό βίο των όλων των προσώπων της κοινωνίας που εξουσιάζουν.
Όμως το χάος έρχεται, αργά ή γρήγορα, να διαψεύσει τα σχέδια των κρατιστών. Αυτές είναι λ.χ. οι περιπτώσεις στις οποίες: οι θεσμοί του κράτους πρόνοιας χρεοκοπούν και γίνονται πηγές σπατάλης και καταβροχθίζουν όλο και περισσότερους οικονομικούς πόρους (με τις μορφές της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών σε κρατικά ασφαλιστικά ταμεία), οι κρατικές ρυθμίσεις της οικονομίας που γίνονται χάριν της κοινωνικής δικαιοσύνης και της κοινωνικής προόδου εκπίπτουν σε αναποτελεσματικές γραφειοκρατικές δομές και διαφθορά, και ο επεκτατισμός της πολιτικής εξουσίας του κράτους καταλήγει σε αυταρχισμό και ολοκληρωτισμό.
Copyright: Νικόλαος Λάος
[1] Ο Δρ. Νικόλαος Λάος έχει σπουδάσει μαθηματικά, πολιτική και φιλοσοφία και είναι ο θεμελιωτής ενός συστήματος φιλοσοφικής θεολογίας και θεολογικής φιλοσοφίας το οποίο έχει ονομάσει «μεθεξιολογία» (αγγλιστί, methexiology) και το έχει εκθέσει στο βιβλίο του με τίτλο Methexiology: Philosophical Theology and Theological Philosophy for the Deification of Humanity, το οποίο εξεδόθη στις ΗΠΑ, το 2016, από τις εκδόσεις Pickwick του εκδοτικού ομίλου Wipf and Stock Publishers (https://wipfandstock.com). Επίσης, έχει αναπτύξει πολύπλευρη διεθνή δραστηριότητα ως ερευνητής, αναλυτής και σύμβουλος στα πεδία της νοοπολιτικής (noopolitics) και της γεωπολιτικής (geopolitics).
ΠΗΓΗ
loading...
Δημοσίευση σχολίου
Blogger Facebook