«Ταπροβάνη νῆσος μεγίστη ἐν τῇ Ἰνδικῇ θαλάσσῃ. Ἀλέξανδρος ὁ καὶ Λύχνος νῆσος τετράπλευρος͵ ἁλιστέφανος Ταπροβάνη θηρονόμος πέπληθεν ἐϋρρίνων ἐλεφάντων».

Νοτιοανατολικά λοιπόν της Ινδίας, στο πέλαγος το Ινδικό –και καταμεσής του δρόμου για την Κίνα– έχει κυλήσει ένα σμαράγδινο δάκρυ σε σχήμα νησιού, ανάμνηση μαζί κι εικόνα διάφανη του παραδείσου στα μάτια και τη φαντασία των ταξιδιωτών και των εμπόρων που έρχονταν από τη Δύση.


Αν και γεωγραφικά ανακριβείς και διογκωμένες, οι πρώτες μνείες των Ελλήνων γεωγράφων για το νησί –ταυτόχρονα με την ακριβή ονομασία του– μεταφέρουν και μιαν χωροθετική εντύπωση ως ενός από τα πιο απόμακρα και νότια σημεία της οικουμένης, στους αντίποδες, μαζί μ’ έναν υπαινικτικό θαυμασμό για τα πολύτιμα αγαθά της και τους ελέφαντες. (Ο Ερατοσθένης τη θέλει να είναι ίση με τη Βρετανία, ο δε Ονεισίκριτος την βάνει ν’ απέχει είκοσι μέρες από την Ινδία). Ο απόηχος της απόμακρης κι απόκοσμης τοποθεσίας της ακούγεται με παράπονο και στην πρώτη λατινιστί αναφορά της Ταπροβάνης από τον εξόριστο στον Πόντο Οβίδιο: «Aut ubi Taprobanen Indica cingit aqua (ή εκεί όπου το Ινδικό κύμα βάφει την Ταπροβάνη)».






Στο γύρισμα όμως των χριστιανικών χρόνων, καθώς οι πλώιμοι εμπορικοί δρόμοι της Ρώμης και του μετέπειτα Βυζαντίου έφεραν τη Δύση μπροστά στα θαύματα της Ανατολής, η γνώση για τον τόπο γίνεται πιο στέρεη αλλά φαίνεται ότι λειτουργεί και σαν αφετηρία για τη δημιουργία του μύθου που θέλει το νησί ένα γήινο απείκασμα του απωλεσθέντος παραδείσου, έναν paradiso terrestre. Γράφει ο Στράβωνας: «ἡ δὲ Ταπροβάνη πεπίστευται σφόδρα ὅτι τῆς Ἰνδικῆς πρόκειται πελαγία μεγάλη νῆσος πρὸς νότον͵ μηκύνεται δὲ ἐπὶ τὴν Αἰθιοπίαν πλέον ἢ πεντακισχιλίους σταδίους͵ ὥς φασιν͵ ἐξ ἧς καὶ ἐλέφαντα κομίζεσθαι πολὺν εἰς τὰ τῶν Ἰνδῶν ἐμπόρια καὶ χελώνεια καὶ ἄλλον φόρτον». Διόλου τυχαία δε, οι αποστάσεις πια υπολογίζονται από την Αιθιοπία, (απ’ το λιμάνι της Αδούλης), από όπου και ξεκινούν τα ρωμαϊκο-βυζαντινά πλοία για την Ανατολή, κι αργότερα λόγω και της στενής συμμαχίας της χριστιανικής Αξουμιτικής αυτοκρατορίας με τη βυζαντινή. Στο έκτο αιώνα πια η αφήγηση περνάει στα χέρια του Κοσμά του Ινδοκοπλεύστη: «Αὕτη ἐστὶν ἡ νῆσος ἡ μεγάλη ἐν τῷ Ὠκεανῷ͵ ἐν τῷ Ἰνδικῷ πελάγει κειμένη͵ παρὰ μὲν Ἰνδοῖς καλουμένη Σιελεδίβα͵ παρὰ δὲ Ἕλλησι Ταπροβάνη͵ ἐν ᾗ εὑρίσκεται ὁ λίθος ὁ ὑάκινθος· περαιτέρω δὲ κεῖται τῆς χώρας τοῦ πιπέρεως. Πέριξ δὲ αὐτῆς εἰσι νῆσοι μικραὶ πολλαὶ πάνυ͵ πᾶσαι δὲ γλυκὺ ὕδωρ ἔχουσαι καὶ ἀργέλλια· ἀγχιβαθαὶ δὲ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον πᾶσαί εἰσιν. Ἔχει δὲ ἡ νῆσος ἡ μεγάλη͵ καθώς φασιν οἱ ἐγχώριοι͵ γαύδια τριακόσια εἴς τε μῆκος ὁμοίως καὶ πλάτος͵ τουτέστι μίλια ἐννακόσια. Δύο δὲ βασιλεῖς εἰσιν ἐν τῇ νήσῳ͵ ἐναντίοι ἀλλήλων· ὁ εἷς ἔχων τὸν ὑάκινθον͵ καὶ ὁ ἕτερος τὸ μέρος τὸ ἄλλο͵ ἐν ᾧ ἐστι τὸ ἐμπόριον καὶ ὁ λιμήν· μέγα δέ ἐστι καὶ τὸ τῶν ἐκεῖσε ἐμπόριον. Ἔχει δὲ ἡ αὐτὴ νῆσος καὶ Ἐκκλησίαν τῶν ἐπιδημούντων Περσῶν χριστιανῶν καὶ πρεσβύτερον ἀπὸ Περσίδος χειροτονούμενον καὶ διάκονον καὶ πᾶσαν τὴν ἐκκλησιαστικὴν λειτουργίαν». [Οι νεστοριανές ιεραποστολές με τα μοναστήρια και τις επισκοπές τους ακολουθούσαν κατά πόδας τούς επίγειους και υδάτινους δρόμους του εμπορίου που άνοιγε η Σασανιδική Περσία, αντίπερα από τον Περσικό κόλπο, στην ακτογραμμή της αραβικής χερσονήσου κι από κει στη Σοκότρα ανοιχτά της Υεμένης, και πια στην Ινδία και την Ταπροβάνη.] «Οἱ δὲ ἐγχώριοι καὶ οἱ βασιλεῖς ἀλλόφυλοί εἰσιν. Ἱερὰ δὲ πολλὰ ἔχουσιν ἐν αὐτῇ τῇ νήσῳ· εἰς ἕνα δὲ ἱερὸν αὐτῶν ἐφ΄ ὑψηλοῦ κείμενόν ἐστιν ἕνα ὑακίνθιν͵ ὥς φασι͵ πυρροῦν καὶ μέγα ὂν ὡς στρόβιλος μέγας· καὶ λάμπει μακρόθεν͵ μάλιστα τοῦ ἡλίου αὐτὸ περιλάμποντος͵ ἀτίμητον θέαμα ὄν».

Η Ταπροβάνη αποτελούσε μεγάλο εμπορικό κόμβο μεταξύ της Κίνας και της Δύσης. Πλοία έρχονται από παντού, από ολόκληρη την Ινδία και την Κίνα κι από την Αιθιοπία και την Περσία, κι από εδώ πάλι γυρνάνε πίσω αφού ξεφορτώσουν ή γεμίσουν αντίστοιχα με πολύτιμα αγαθά που ανταλλάσσονται με χρυσή ή αργυρή μονέδα. Εδώ όλα τα αγαθά της Ανατολής συγκεντρώνονταν, από την Κίνα, την Ινδοκίνα, τις Μαλδίβες, την Καλλιάνα (κοντά στη Βομβάη), τον Ινδό και την ακτή του Μαλαμπάρ: μετάξι, αλόη, μοσχοκάρφι, σανταλόξυλο, πιπέρι, χαλκός, μόσχος, πολύτιμοι λίθοι. Γράφει ο Κοσμάς: «Ἐξ ὅλης δὲ τῆς Ἰνδικῆς καὶ Περσίδος καὶ Αἰθιοπίας δέχεται ἡ νῆσος πλοῖα πολλά͵ μεσῖτις οὖσα͵ ὁμοίως καὶ ἐκπέμπει. Καὶ ἀπὸ μὲν τῶν ἐνδοτέρων͵ λέγω δὴ τῆς Τζινίστα καὶ ἑτέρων ἐμπορίων͵ δέχεται μέταξιν͵ ἀλοήν͵ καρυόφυλλον͵ ξυλοκαρυόφυλλον͵ τζανδάναν͵ καὶ ὅσα κατὰ χώραν εἰσί· καὶ μεταβάλλει τοῖς ἐξωτέρω͵ λέγω δὴ τῇ Μαλέ͵ ἐν ᾗ τὸ πίπερ γίνεται͵ καὶ τῇ Καλλιανᾷ͵ ἔνθα ὁ χαλκὸς γίνεται καὶ σησάμινα ξύλα καὶ ἕτερα ἱμάτιαἔστι γὰρ καὶ αὕτη μέγα ἐμπόριον͵ ὁμοίως καὶ Σινδοῦ͵ ἔνθα ὁ μόσχος καὶ τὸ κοστάριν καὶ τὸ ναρδόσταχυν γίνεται͵ καὶ τῇ Περσίδι καὶ τῷ Ὁμηρίτῃ καὶ τῇ Ἀδούλῃ͵ καὶ πάλιν τὰ ἀπὸ ἑκάστου τῶν εἰρημένων ἐμπορίων δεχομένη καὶ τοῖς ἐνδοτέρω μεταβάλλουσα καὶ τὰ ἴδια ἅμα ἑκάστῳ ἐμπορίῳ ἐκπέμπουσα».

Ο Κοσμάς μιλάει για το νησί, τα πλούτη του και τη σημασία του για τη βυζαντινορωμέϊκη φαντασία, πάντα με φόντο τον αμείλικτο ανταγωνισμό μεταξύ των «δύο οφθαλμών» της τότε οικουμένης (Βυζαντινών και Περσών) προς απόκτηση και διανομή των αγαθών της Ανατολής στη Δύση. Μιλάει κι αφηγείται ιστορίες απ’ αυτές που έχουν να πούνε όλοι οι ναυτικοί από καταβολής, καταγράφει περιστατικά ανεκδοτολογικά, γενόμενος αυτήκοος μάρτυρας καθώς ιστορά, χωρίς να δίνει διάρα για τις αμφιβολίες των σημερινών μελετητών: «Ποτὲ γοῦν τις ἀπὸ τῶν ἐνταῦθα πραγματευομένων ὀνόματι Σώπατρος͵ ὃν ἴσμεν πρὸ τριάκοντα πέντε ἐτῶν τελευτήσαντα͵ εἰσελθὼν ἐν τῇ Ταπροβάνῃ νήσῳ πραγματείας ἕνεκα ἔτυχε καὶ ἀπὸ Περσίδος ὁρμῆσαι πλοῖον. Κατῆλθον οὖν οἱ ἀπὸ Ἀδούλης͵ μεθ΄ ὧν ἦν ὁ Σώπατρος͵ κατῆλθον καὶ οἱ ἀπὸ Περσίδος͵ μεθ΄ ὧν ἦν καὶ πρεσβύτης Περσῶν. Εἶτα κατὰ τὸ ἔθος οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ τελῶναι δεξάμενοι τούτους ἀποφέρουσι πρὸς τὸν βασιλέα. Ὁ δὲ βασιλεὺς δεξάμενος καὶ προσκυνηθεὶς κελεύει αὐτοὺς καθεσθῆναι· εἶτα ἐρωτᾷ· Πῶς αἱ χῶραι ὑμῶν καὶ πῶς τὰ πράγματα; Οἱ δὲ εἶπον· Καλῶς· εἶτα ὡς ἐν τῷ μεταξὺ ἠρώτησεν ὁ βασιλεύς· Ποῖος τῶν βασιλέων ὑμῶν μειζότερος καὶ δυνατώτερος; Ὁ δὲ Πέρσης ἁρπάσας τὸν λόγον ἔφη· Ὁ ἡμέτερος καὶ δυνατώτερος καὶ μειζότερος καὶ πλουσιώτερος καὶ βασιλεὺς βασιλέων ἐστί· καὶ εἴ τι θέλει͵ δύναται. Ὁ δὲ Σώπατρος ἐσιώπα. Εἶτα φησὶν ὁ βασιλεύς· Σύ͵ Ρωμεῦ͵ οὐδὲν λαλεῖς; Ὁ δὲ Σώπατρος· Τί ἔχω εἰπεῖν͵ τούτου ταῦτα εἰπόντος; Εἰ θέλεις μαθεῖν τὴν ἀλήθειαν͵ ἔχεις ἀμφοτέρους τοὺς βασιλέας ἐνταῦθα· κατα νόησον ἑκάστῳ καὶ ὁρᾷς ποῖος λαμπρότερος καὶ δυνατώτερός ἐστιν. Ἐκεῖνος ἀκούσας ἐξενίσθη λέγων· Πῶς ἔχω τοὺς ἀμφοτέρους βασιλέας ἐνταῦθα; Ὁ δὲ εἶπεν· Ἔχεις ἀμφοτέρων τὰς μονίτας͵ τοῦ μὲν τὸ νόμισμα͵ τοῦ δὲ τὴν δραχμήν͵ τουτέστι τὸ μιλιαρίσιν· κατανόησον τῇ εἰκόνι ἑκάστου καὶ ὁρᾷς τὴν ἀλήθειαν. Ὁ δὲ ἐπαινέσας καὶ ἐπινεύσας ἐκέλευσεν ἐνεχθῆναι ἀμφότερα. ῏Ην οὖν τὸ νόμισμα ὄβρυζον͵ λαμπρόν͵ εὔμορφον· τοιαῦτα γὰρ ἐκλεκτὰ προχωροῦσιν ἐκεῖ· ἦν δὲ καὶ τὸ μιλιαρίσιν͵ ἅπαξ εἰπεῖν͵ ἄργυρος͵ καὶ ἀρκεῖ μὴ συγκρινόμενος τῷ χρυσίῳ. Στρέψας δὲ ὁ βασιλεὺς καὶ ἀντιστρέψας καὶ κατανοῶν ἀμφότερα͵ ἐπαινέσας πάνυ τὸ νόμισμα͵ ἔφη· Ὄντως οἱ Ρωμεῖς καὶ λαμπροὶ καὶ δυνατοὶ καὶ φρόνιμοι. Ἐκέλευσεν οὖν τὸν Σώπατρον τιμηθῆναι μεγάλως͵ καὶ καθίσας αὐτὸν εἰς ἐλέφαντα μετὰ τυμπάνων τὴν πόλιν περιῆγεν ἐν τιμῇ πολλῇ. Ταῦτα ὁ Σώπατρος ἡμῖν διηγήσατο͵ καὶ οἱ μετ΄ αὐτοῦ ὄντες ἐν τῇ νήσῳ ἐκείνῃ ἀπὸ Ἀδούλης ἀπελθόντες. Τούτων δὲ γενομένων͵ ὡς ἔφησαν͵ ὁ Πέρσης πάνυ ἐνετράπη».

Ο Κοσμάς μιλάει πρώτη φορά για τον υάκινθο της Ταπροβάνης, αναφέρει το πυρρό πετράδι (που η ενδιάμεση παρεξήγηση του Φίλωνα και του συντοπίτη του Ιώσηπου τον ήθελε για χρόνια γαλανό) οιονεί συνώνυμο του νησιού.
Ο Κοσμάς δευτερώνει τον λόγο του για τον λαμπρό υάκινθο, που τώρα πια μαθαίνουμε πως μόνος τον κατέχει ο βασιλιάς της Ταπροβάνης.
Ο Κοσμάς τρισσώς πια θαμπώνεται κι αυγάζεται απ’ τις αστραφτερές μαρμαρυγές και τις ανίδωτες γι’ αυτόνε λαμπηδόνες που λαμποκοπάει το υακίνθι «πυρροῦν καὶ μέγα ὂν ὡς στρόβιλος μέγας», ζαλίζεται, στροβιλίζεται μαζί του καθώς γυαλοκοπάει στου ήλιου τις ακτίνες.
Αιώνες εφτά μετά ο Βενετσιάνος, ερχόμενος απ’ την αυλή του Κουμπλάϊ Χαν στη νησιωτική χώρα της Κεϋλάνης, θα μιλήσει πάλι θαμπωμένος για τον βασιλικό υάκινθο: «Τώρα… θα σας πω για το πιο πολυτίμητο πράμα που υπάρχει στον κόσμο. Πρέπει να ξέρετε ότι τα ρουμπίνια βρίσκονται σε τούτο το νησί και σε καμμιάν άλλη χώρα πέρα από αυτήν. Βρίσκουν ακόμη και ζαφείρια και τοπάζια και αμέθυστους και τόσα άλλα πολύτιμα πετράδια. Κι ο βασιλιάς του νησιού κατέχει ένα ρουμπίνι που είναι το ομορφότερο και μεγαλύτερο του κόσμου· θα σας το περιγράψω. Είναι στο μήκος σχεδόν σαν την παλάμη, και έχει πάχος όσο ένα αντρίκιο μπράτσο· το πιο λαμπρό πράγμα να δει κανείς στη γη! τελείως αψεγάδιαστο και κατακόκκινο σαν τη φωτιά. Τόση μεγάλη είν’ η αξία του που δεν μπορεί καν να καθοριστεί τιμή γι’ αυτό σε χρήμα. Μάθετε ακόμα πως ο Μέγας Χαν έστειλε μια πρεσβεία και παρακάλεσε τον βασιλιά να του πουλήσει τούτο το ρουμπίνι χαρίζοντάς του την ικανοποίηση της μεγάλης επιθυμίας του, και πρόσφερε για αντάλλαγμα μια πόλη, ή για την ακρίβεια ό,τι ο βασιλιάς ’θελε ορίσει. Ο βασιλιάς όμως απάντησε πως δεν θα το πουλούσε κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες γιατί προερχόταν από τους προγόνους του» (Μάρκο Πόλο, Τα ταξίδια).

Τι απόγινε άραγε το πυρρό το υακίνθι; Πού ξεχωρίζει η αλήθεια από τον μύθο; Δυστυχώς ή ευτυχώς ο Μάρκος δεν τραβάει μια ορατή γραμμή ώστε να ξεχωρίζει τα όσα είδε από τα όσα διάβασε από παλιά κι ο μύθος έτσι φουντώνει ακατάπαυστα.
Σε μιαν νέα ήπειρο, χιλιάδες μίλια μακριά, κι άλλους εφτά αιώνες ύστερα, ο Αργεντίνος κειμενοδιαπορθμευτής φαίνεται κάτι ν’ αχνοθυμάται (διαθλασμένο μάλλον μες απ’ τους κυανούς ιριδισμούς της ξυνωρίδας των μεγάλων Οβριών ή απλά συνδυάζοντας την κυρίαρχη παραγωγή ζαφειριών σήμερα με τη χθεσινή ονομασία του νησιού, αν και με τον Μπόρχες ποτέ δεν μπορείς να ’σαι σίγουρος). Αρκεί μια φράση τόση δα, αδιόρατη, κι ανίχνευτη σχεδόν, να ξαναπιάσει πάλι το κουβάρι του μύθου: «…Εξάλλου υπάρχουν απρόσωπες επίσης κληρώσεις με ακαθόριστο σκοπό. Μια τους επιτάσσει να ριχτεί στα νερά του Ευφράτη ένα ζαφείρι της Ταπροβάνης… (Μπόρχες, Ο βαβυλωνιακός λαχνός, μετ. Βαγγέλη Κατσάνη)».

Την ίδια πάνω κάτω εποχή μαθαίνει κι ο Έλληνας μαρκόνης για τον συμ-πλεύστη του Κοσμά και καταπιάνεται μαζί του συγκρίνοντας τα πάθη της αλλαγμένης ζωής του Κοσμά και του ταξιδιού του (ο Κοσμάς αργότερα έγινε μοναχός), ψέγοντας τρυφερά είν’ η αλήθεια τον παλιό ταξιδιώτη για τις κατοπινές επιλογές του. Παράλληλα όμως με την αντιστικτική παράθεση των δύο ζωών του Κοσμά, κρυφανασαίνει και μια ζήλεια για όσα είδε ο παλιός ο ναυτικός, ο αδερφός ταξιδιώτης στης θάλασσας τη ράχη:

Κοσμᾶ τοῦ Ἰνδικοπλεύστη

Στὴ Ρένα Ἀνδρεάδη

Τριγυριστὴς τῆς Ἰνδικῆς στὰ νιάτα του ὁ Κοσμᾶς,
πίστεψε στὰ γεράματα πὼς θὰ καλογερέψει.
Κυρὰ θαλασσοθάνατη, στὰ χέρια του ἔχεις ρέψει,
ποὺ στὰ στερνὰ τὰ μάρανε τὸ ἀλέτρι κι ὁ κασμᾶς.

Ὅπου ἔφτασες, κάθε χρονιὰ θερίζουν τρεῖς φορές.
Τὴν Ταπροβάνη ἐδιάλεξε κι εἶχες καιρὸ ποδίσει.
Τώρα μασᾶς ἀμύγδαλα καὶ προσφορὲς ξερές,
καὶ τὸ λιβάνι ὀσμίζεσαι ποὺ μοιάζει μὲ χασίσι.

Ἐκεῖ, Ταμίλες χαμηλὲς ποὺ ἐμύριζαν βαριά,
Σιγκαλινὲς μὲ στήθη ὀρθά, τριγύρω σου λεφούσια.
Ἐδῶ λυγίζεις τὸ κορμὶ μὲ τ᾿ ἀχαμνὰ μεριὰ
καὶ προσκυνᾶς τὴ Δέσποινα τὴ Γαλακτοτροφοῦσα.

Πῆγες ἐκεῖ ποὺ ἐδίδασκε τὸ πράσινο πουλί,
ὅπου της μάγισσας ὁ γιὸς θ᾿ ἀντάμωνε τὸ στόλο.
Ἔλυνε κεῖνος μὲ σπαθὶ ὅσα ἡ γραφὴ διαλεῖ.
Μὰ ἐσὺ ξηγᾶς τὰ αἰνίγματα καινούργιων Ἀποστόλων.

Μπροστά σου τρεῖς ἐλέφαντες ντυμένοι στὰ χρυσά,
ὄξω ἀπ᾿ τοῦ Βούδα τὴ σπηλιά, ψηλὰ στὴν Κουρνεβάλα.
Τώρα σκοντάφτεις, Γέροντα, στοῦ δρόμου τὰ μισὰ
καὶ πᾶς γιὰ νὰ λειτουργηθεῖς σὲ γάϊδαρο καβάλα.

Μαζεύει ὁ ναύτης τὸν παρᾶ κουκὶ μὲ τὸ κουκὶ
καὶ πολεμᾶ σὲ ψήλωμα νὰ στήσει τὸ ἀγκωνάρι.
Ἄλλοι σαλπάρουν Αὔγουστο γιὰ Νότιο Σινικὴ
καὶ τὸ γλεντᾶν στὸ Βοθνικό, Δεκέμβρη καὶ Γενάρη.

Ὅταν πιστεύω θάλασσα μονάχα καὶ βυθὸ
καὶ προσκυνάω γιὰ κόνισμα ἕναν παλιὸ ἀστρολάβο,
πές μου, στὴν ἅγια πίστη σου, πῶς νὰ προσευχηθῶ;
σὲ ποιὸν νὰ ξομολογηθῶ καὶ ποῦ νὰ μεταλάβω;

Ὁ Θεὸς εἶναι πανάγαθος, Κοσμᾶ, καὶ συχωρᾶ,
ὅμως γδικιέται ἀμείλιχτος ὁ γερο-Ποσειδώνας.
Τό ῾δανε λένε βουτηχτές: τοῦ σαλαχιοῦ ἡ οὐρὰ
νὰ γαργαλάει, στὰ χαμηλά, τὰ χείλια τῆς στρειδώνας.

s/s Apollonia 1967
(Τραβέρσο 1975)

Αρκεί για τώρα να κρατήσουμε στη μνήμη τις Ταμίλες και τις Σιγκαλινές, γιατί θα τις ξαναβρούμε παρακάτω.

Ο κόσμος όμως του Κοσμά και της ρωμαιϊκο-περσικής κυριαρχίας και σύγκρουσης σαρώθηκε οριστικά από τον ξαφνικό άνεμο του Ισλάμ, που φύσηξε ορμητικά σ’ όλη τη Μέση Ανατολή κι άπλωσε τις φτερούγες του γοργόφτερος σ’ Ανατολή και Δύση. Η Ταπροβάνη για τους Αραβοπέρσες πια εμπόρους που οργώνουν της θάλασας τους δρόμους γίνεται Σαραντίπ. Ακούραστος κι αχόρταγος ταξιδιώτης ο Ιμπν Μπαττούτα περνάει στη Σαϊλάν (Κεϋλάνη) τον δέκατο τέταρτο αιώνα, ερχόμενος απ’ τις μουσουλμανικές Μαλβίδες. Παρατηρεί πολλά και καταγράφει διάφορα, αν κι η ματιά του είναι στραμμένη πιότερο στους ομοθρήσκους του, στη ζωή και στα έθιμά τους εκεί. Ξεχωρίζει όμως από το δάσος των εντυπώσεών του, καθώς μες απ’ τη ζούγκλα του νησιού, η κορυφή του Αδάμ:

«Εκεί είδαμε το βουνό Σαραντίμπ που υψωνόταν προς τον ουρανό σαν μια στήλη καπνού… Όταν συνάντησα τον άπιστο σουλτάνο Αουρί Σακαρβάτι, σηκώθηκε να με χαιρετίσει και κάθισε δίπλα μου μιλώντας πολύ ευγενικά… Μια μέρα, αφού μου χάρισε μερικά πολύτιμα μαργαριτάρια, είπε, «μην ντρέπεσαι, ζήτησέ μου ό,τι θέλεις». «Από τότε που έφτασα σε αυτό το νησί δεν έχω παρά μία μόνο επιθυμία: να επισκεφθώ το ευλογημένο Πόδι τού Αδάμ». (Αυτοί αποκαλούν τον Αδάμ Πατέρα και την Εύα Μητέρα.) «Αυτό είναι απλό», μου απάντησε· «θα στείλουμε κάποιον να σε συνοδεύσει»… Κατόπιν ο σουλτάνος μού έδωσε ένα φορείο που το κουβαλούσαν οι σκλάβοι του κι έστειλε μαζί μου τέσσερις γιόγκι, που το έχουν σαν έθιμο να επισκέπτονται μία φορά τον χρόνο το Πόδι, τρεις Βραχμάνους, άλλα δέκα άτομα από την ακολουθία του κι άλλους δεκαπέντε που κουβαλούσαν τις διάφορες προμήθειες… Ο δρόμος μας περνούσε μέσα από άγρια φύση γεμάτη με ρυάκια. Σε αυτό το μέρος υπάρχουν πολλοί ελέφαντες αλλά δεν κάνουν κακό στους ταξιδιώτες και στους προσκυνητές, ας είναι ευλογημένος ο Σεΐχ Αμπού Αμπντουλάχ, ο οποίος ήταν ο πρώτος που άνοιξε αυτό τον δρόμο για το προσκύνημα στο Πόδι. Οι άπιστοι συνήθιζαν πρωτύτερα να εμποδίζουν τους Μουσουλμάνους να κάνουν προσκύνημα και τους κακομεταχειρίζονταν, κι ούτε έτρωγαν ούτε εμπορεύονταν μαζί τους, αλλ’ αφότου συνέβη η περιπέτεια που έχουμε ήδη αναφέρει στον Σεΐχ, άρχισαν να τιμούν τους Μουσουλμάνους, αφήνοντάς τους να μπαίνουν στα σπίτια τους, να τρώνε μαζί τους και να μην έχουν υποψίες όσον αφορά τις δοσοληψίες με τις γυναίκες και τα παιδιά τους… Το όρος Σαραντίμπ είναι ένα από τα ψηλότερα του κόσμου. Το είδαμε από τη θάλασσα όταν ακόμα ήμασταν μακριά εννιά μέρες ταξίδι, και όταν σκαρφαλώσαμε πάνω είδαμε τα σύννεφα να βρίσκονται από κάτω μας κλείνοντας τη θέα προς τα χαμηλά. Εκεί υπάρχουν πολλά αειθαλή δέντρα και λουλούδια με διάφορα χρώματα, ανάμεσά τους κι ένα κόκκινο τριαντάφυλλο μεγάλο όσο μια ανθρώπινη παλάμη. Υπάρχουν δύο μονοπάτια στο βουνό που οδηγούν στο Πόδι: το ένα λέγεται μονοπάτι τού Πατέρα και το άλλο μονοπάτι τής Μητέρας, δηλαδή τού Αδάμ και τής Εύας. Το μονοπάτι της Μητέρας είναι πολύ ευκολοδιάβατο και το παίρνουν οι προσκυνητές όταν κατεβαίνουν, αν όμως το πάρει κανείς όταν ανεβαίνει θεωρείται ότι δεν έκανε καθόλου το προσκύνημα. Το μονοπάτι τού Πατέρα είναι πολύ δύσκολο στο ανέβασμά του. Οι προηγούμενες γενιές έφτιαξαν ένα είδος σκάλας πάνω στο βουνό και τοποθέτησαν σιδερένιους στύλους ενωμένους με αλυσίδες για να κρατιούνται αυτοί που ανεβαίνουν […] Το ευλογημένο Χνάρι, το Πόδι τού Πατέρα μας τού Αδάμ, βρίσκεται σ’ έναν μαλακό μαύρο βράχο σε ένα πλατύ οροπέδιο. Το ευλογημένο Πόδι βυθίστηκε στον βράχο και άφησε το αποτύπωμά του. Είναι έντεκα πιθαμές μακρύ» (Ταξίδια στην Ασία και την Αφρική, 1325-1354, μετ. Σίσσυ Σιαφάκα).

Από δω και πέρα φαίνεται πως ήδη στην παλιότερη παράδοση για το νησί, οι χριστιανομουσουλμανικές συνάψεις του Αδάμ που πατάει στην κορφή του βουνού προστίθενται και πια συνδέονται άρρηκτα στις κατοπινές αφηγήσεις για την παραδείσια φήμη της Ταπροβάνης.

Μικρή, χαριτωμένη, παρέκβαση: Ο διάσημος Ινδός ποιητής Amir Khusrau στην αυλή των Μογγόλων πριγκήπων της Ινδίας γράφει στα περσικά (όπως το θέλει η ποιητική παράδοση της μογγολικής Ινδίας) το ποίημά του Hasht-Behesht (Οι οκτώ παράδεισοι) στα 1302, και μέσα εκεί παρουσιάζει τον Θρύλο των τριών Πριγκήπων της Σερεντίπ. Χιλιάδες μίλια μακριά, στη Βενετία και στα 1557, τυπώνει ο Michele Tramezzino το Peregrinaggio di tre giovani figliuoli del re di Serendippo που αποτελεί τη μεταφορά στα ιταλικά του Θρύλου του Khusrau,  όπως τον δημιούργησε στο πρώτο βιβλίο της αναφερθείσας συλλογής του, μεταγραμμένο, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Τραμεζζίνο, από τον Cristoforo Armeno. Από τα ιταλικά λοιπόν, με τη διαμεσολάβηση της γαλλικής καθώς διαβάζω, μεταφράζεται αυτή η πέρσικη ιστορία και στα αγγλικά και πέφτει στα χέρια του Οράτιου Ουώλπολ. Αυτός λοιπόν, από ένα καπρίτσιο της στιγμής, χαρίζει στο αγγλικό λεξιλόγιο άλλη μια καινούργια λέξη, όπως γράφει στον φίλο του Οράτιο Μανν (28 Ιανουαρίου 1754). Επηρεασμένος από την ιστορία των τριών πριγκήπων, «που ανακάλυπταν πράγματα που δεν αναζητούσαν, από καθαρή τύχη ή οξύνοια», όταν ανακαλύπτει τον χαμένο πίνακα Bianca Cappello του Giorgio Vasari, δημιουργεί τη λέξη serendipity για να δηλώνει την ευτυχή συγκυρία.
Όλα αυτά τα χρόνια, ίσαμε τις μέρες μας, φαίνεται πως κλωθογύριζε στον νου των Ευρωπαίων και ο μύθος της παραδείσιας Ταπροβάνης. Φαίνεται πως τα ρουμπίνια και οι πολύτιμοι λίθοι, η σμαράγδινη φύση κι οι πελώριοι ελέφαντες, αλλά και το πάτημα του Αδάμ αποτέλεσαν οργανικά κομμάτια στο γιγάντωμα αυτού του μύθου. Κάποιοι, όπως ο John Mandeville, τη θεωρούνε τόπο υπό την εξουσία του –μυθικού– Πρεσβύτερου Ιωάννη (Prester John). Ο Alan Walters, στο βιβλίο του Palms And Pearls: Or Scenes In Ceylon (1891), θεωρεί πως μια ισλανδική σάγκα του 14ου αιώνα (Eireks Saga, του Ερρίκου του Ταξιδευτή), όπου παρομοιάζει τον παράδεισο μ’ ένα νησί ανοιχτά της Ινδίας «κατάφυτο με λουλούδια» μιλάει για την Κευλάνη. [Οι μελετητές του έργου λεν πως μάλλον έφτασε μέχρι την Υεμένη, και πάλι όμως ποιος ξέρει;]

Ο Λουίς Καμόες στην πρώτη-πρώτη στροφή από τους Λουσιάδες του, μιλώντας  για τις θαλασσινές περιπέτειες που ρίχτηκαν οι Πορτογάλοι για να φτάσουν μέχρι εκεί που δεν τόλμησαν άλλοι, ξαναθυμίζει την απόμακρη Ταπροβάνη (Passaram ainda além da Taprobana). Ο Τομάζο Καμπανέλλα πάντως δεν διστάζει: την Πολιτεία του ήλιου του (1602), από την δεύτερη κιόλας φράση του καπετάνιου του ομώνυμου διαλόγου, την τοποθετεί στην Ταπροβάνη. Και πρόσφατα πήρε το μάτι μου ολόκληρο βιβλίο ενός Σιγκαλινού που ισχυρίζεται πως κι ο Τόμας Μουρ στην Ουτοπία του έχει ενσωματώσει περιγραφές που ταιριάζουν πλήρως μοναχά στην Ταπροβάνη.
Ας είναι όπως θέλει! Αυτόνε τον παράδεισο, του οποίου ο μύθος έχει εδραιωθεί ήδη για τα καλά στα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα, αντίκρισε κι ο Ρώσος Άντον Τσέχωφ, γυρνώντας από την τρίμηνη κόλαση της Σαχαλίνης. Μας εξομολογείται ο αδερφός του Μιχαήλ, στο βιβλίο του Anton Chekhov-A Brother’s Memoir, «Το νησί της Κεϋλάνης επανόρθωσε όλες αυτές τις δυσκολίες. Ήταν επί γης Παράδεισος, το σκηνικό ενός εξωτικού παραμυθιού». Με τα λόγια του ίδιου του Άντον, απ’ την –λογοκριμένη– επιστολή του στον Α. Σουβόριν, στις 29 Δεκεμβρίου του 1890: «Ύστερα πέρασα από την Κεϋλάνη, εκεί όπου λένε πως είναι ο παράδεισος. Έκανα πάνω από εκατό μίλια με τον σιδηρόδρομο μέσα από κείνο τον παράδεισο και χόρτασα δάση από φοινικόδεντρα και γυναίκες με μπρούτζινο δέρμα…». Χάρηκε λοιπόν όχι μόνον τη φύση αλλά και τις Ταμίλες και τις Σιγκαλινές του Κόλια, μόλο που όλες τις μελαψές Ανατολίτισσες τις θεωρούσε και τις έγραφε για Ινδές. Ωστόσο αυτή είναι μια ιστορία που ξέφυγε από μια άλλη αφήγηση και θα ειπωθεί σαν έρθει η ώρα της.

Και, ναι. Είμαι στη Σρι Λάνκα, την Κεϋλάνη· πάτησα σήμερα το πόδι μου στην Ταπροβάνη του μυθικού παραδείσου.
Κλείνοντας, κρίνω πως καλύτερη λεζάντα συνοδευτική στην τελευταία φωτογραφία του ίδιου του Τσέχωφ απ’ την Κεϋλάνη είναι η περιγραφή του νησιού από τον Κλαύδιο Αιλιανό: «Ἡ τοίνυν νῆσος ἡ ἐν τῇ μεγάλῃ θαλάττῃ͵ ἣν καλοῦσι Ταπροβάνην͵ ἔχει φοινικῶνας μὲν θαυμαστῶς πεφυτευμένους ἐς στοῖχον͵ ὥσπερ οὖν ἐν τοῖς ἁβροῖς τῶν παραδείσων οἱ τούτων μελεδωνοὶ φυτεύουσι τὰ δένδρα τὰ σκιαδηφόρα͵ ἔχει δὲ καὶ νομὰς ἐλεφάντων πολλῶν καὶ μεγίστων. καὶ οἵ γε νησιῶται ἐλέφαντες τῶν ἠπειρωτῶν ἀλκιμώτεροί τε τὴν ῥώμην καὶ μείζους ἰδεῖν εἰσί͵ καὶ θυμοσοφώτεροι δὲ πάντα πάντη κρίνοιντο ἄν».



πηγή

Δημοσίευση σχολίου

Blogger