Ο Νικόλαος Πλαστήρας (4 Νοεμβρίου 1883 - 26 Ιουλίου 1953) ήταν Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός. Έγινε γνωστός για την στρατιωτική του δράση κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (όπου απέκτησε το προσωνύμιο Μαύρος Καβαλάρης) και τη Μικρασιατική εκστρατεία ενώ πολλές φορές συμμετείχε σε στρατιωτικά κινήματα. Ήταν φιλοβενιζελικός και κυβέρνησε ως πρωθυπουργός την Ελλάδα τρεις φορές, μία το 1945 και άλλες δύο στα 1950-1952.


Γιος του Χρήστου Πλαστήρα, ράφτη, και της Στυλιανής Καραγιώργου, υφάντρας, γεννήθηκε στο Μορφοβούνι Καρδίτσας (παλαιά ονομασία: Βουνέσι), το 1883.


Κατά τον πόλεμο του 1897, η οικογένειά του καταφεύγει στην ορεινή Πεζούλα της Νευρόπολης Αγράφων και μετά το τέλος του πολέμου επιστρέφουν στην Καρδίτσα, όπου φοιτά στο δημοτικό και στο ελληνικό σχολείο της πόλης. Η φοίτηση όμως στο σχολείο διακόπτεται όταν εμπλέκεται σε έναν καυγά με έναν Τούρκο και αναγκάζεται να διαφύγει για να μη συλληφθεί, μέσω Βόλου στον Πειραιά. Φοιτά στη Βαρβάκειο Σχολή και στη συνέχεια επιστρέφει, αφού φεύγουν οι Τούρκοι από τη Θεσσαλία, στην πατρίδα του για να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές σπουδές του.


Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο, κατατάχθηκε στον Στρατό τον Δεκέμβριο του 1903 και υπηρέτησε στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού στα Τρίκαλα, όπου προήχθη σε υπαξιωματικό (επιλοχίας). Τον Απρίλιο του 1907 πήρε μέρος στον Μακεδονικό αγώνα: αφού εγκατέλειψε τη μονάδα του, μαζί με μερικούς συναδέλφους του ήλθε σε επαφή με διάφορα πρόσωπα στην Καρδίτσα συγκροτώντας ομάδα εθελοντών. Με αυτή στη συνέχεια, συνεργάζεται με την ομάδα του καπετάν-Αγραφιώτη και του υπολοχαγού Χαράλαμπου Παπαγάκη σε επιχειρήσεις γύρω από τη λίμνη των Γιαννιτσών. Μετά την ολοκλήρωση της απόστολής του επέστρεψε στην μονάδα του και στα 1908 δίνει εξετάσεις προκειμένου να εισαχθεί στη Σχολή Υπαξιωματικών της Κέρκυρας, ερχόμενος πρώτος επιλαχών.

Συμμετείχε ενεργά στον «Σύνδεσμο Υπαξιωματικών» που είχε σκοπό την αξιοκρατία και την εξυγίανση του Στρατού και ήταν παράλληλη με τον «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» των αξιωματικών, που έκανε το Κίνημα στο Γουδί το 1909. Το 1910 εισήχθη στη Σχολή Υπαξιωματικών της Κέρκυρας από όπου εξήλθε το 1912 ως Ανθυπολοχαγός.


Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, υπηρετεί ως υπασπιστής τάγματος στο 5ο Σύνταγμα πεζικού με έδρα τη Λάρισα, και επειδή αυτό ανήκε στη Στρατιά της Θεσσαλίας, ήταν από τις πρώτες που πολέμησαν και έτσι διακρίθηκε στις μάχες της Ελασσόνας, των Γιαννιτσών και του Λαχανά, και ιδιαίτερα στην τελευταία στην οποία ονομάστηκε από τους συμπολεμιστές του Μαύρος Καβαλάρης.

Μετά το πέρας των επιχειρήσεων, το 5ο Σύνταγμα Πεζικού του Πλαστήρα γύρισε στα Τρίκαλα και ένα τάγμα, στο οποίο ανήκε και ο ίδιος, αποσπάστηκε στη Χίο. Την ίδια περίοδο προήχθη σε υπολοχαγό και αργότερα στο βαθμό του λοχαγού λόγω «εξαιρέτων πράξεων».


Το 1914 πήρε μέρος στον Βορειοηπειρωτικό αγώνα: από τη Χίο όπου βρισκόταν φεύγει για την Αθήνα και συναντά τον Στέφανο Σαράφη. Μαζί συνεννοούνται για να δράσουν υπέρ της κίνησης του Ζωγράφου. Ο Πλαστήρας μεταβαίνει στα Τρίκαλα με σκοπό την οργάνωση στρατιωτικής αποστολής στη Βόρειο Ήπειρο. Όμως του ανακοινώνεται η επικείμενη σύλληψή του λόγω ακριβώς του σχεδίου που οργάνωνε. Η συμπαράσταση πολλών συναδέλφων αλλά κυρίως η υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας ακύρωσε τα σχέδιά του αλλά και τη σύλληψή του. Επιστρέφει στη Χίο και ολοκληρώνει το σχεδιασμό άμυνας του νησιού.

Στην περίοδο του Διχασμού, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τάχθηκε με το Κίνημα Εθνικής Αμύνης (Σεπτέμβριος 1916) και συμμετείχε σ' αυτό. Συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 1916 κι όταν βρισκόταν με άδεια στην Αθήνα, ήλθε σε επαφή μαζί με άλλους αξιωματικούς με τον Βενιζέλο, για να τον συμβουλευθούν αν θα έπρεπε να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους για να ενωθούν με τον Γαλλικό Στρατό στη Θεσσαλονίκη. Αυτός τους ζήτησε να μην εγκαταλείψουν τις θέσεις τους στο στράτευμα προκειμένου να μην απογυμνωθεί από αντιμοναρχικούς αξιωματικούς, αλλά να στρατολογούν κι άλλους αξιωματικούς και να είναι σε ετοιμότητα. Όταν υπηρετούσε τότε ως λοχαγός στη Λευκάδα μαζί με 11 άλλους αξιωματικούς της μονάδας του εγκατάλειψε τη θέση του και κινήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου έφτασε στις 17/30 Σεπτεμβρίου 1916. Πολέμησε στο Μακεδονικό μέτωπο, όπου τραυματίστηκε και προάχθηκε σε ταγματάρχη. Επίσης, ορίστηκε Στρατιωτικός Διοικητής στη Χίο. Στη μάχη του Σκρα διακρίθηκε ως διοικητής τάγματος και προήχθη «επ' ανδραγαθία» σε αντισυνταγματάρχη.


Το 1919 με το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων συμμετείχε, ως επικεφαλής του, στην εκστρατεία της Αντάντ στην Ουκρανία, κατά των Μπολσεβίκων. Μετά την αποτυχία της επιχείρησης διέφυγε στο Γαλάτσι της Ρουμανίας και από εκεί προαχθείς σε συνταγματάρχη, επικεφαλής της μονάδας του μεταφέρθηκε στη Σμύρνη.

Ως επικεφαλής του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων έχει ως περιοχή ευθύνης του την περιοχή Μαγνησίας. Μεταξύ άλλων προέβαινε σε εκκαθαρίσεις από τους Τούρκους τσέτες και στην προάσπιση των ελληνικών πληθυσμών, ενώ ίδρυσε και ένα ορφανοτροφείο με σκοπό την φροντίδα των ορφανών Ελληνόπουλων. Επίσης προέλασε τον Ιούνιο του 1920 καταλαμβάνοντας το Αξάρι.

Στις εκλογές του 1920 οι οποίες διεξήχθησαν μεταξύ των στρατιωτών στο Μικρασιατικό μέτωπο, ο Πλαστήρας φρόντισε να διεξαχθούν άψογα στον τομέα του, όπου η αντιπολίτευση κέρδισε με συντριπτική πλειοψηφία.

Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920, πολλοί βενιζελικοί αξιωματικοί απομακρύνθηκαν από το στράτευμα, ενώ χάρη σε απειλή ανταρσίας της 13ης Μεραρχίας, «ο αγαπητός στους άνδρες του Πλαστήρας απέφυγε τη μετάθεση», αν και συκοφαντήθηκε για «περιύβριση του Βασιλέως Κωνσταντίνου». Τελικά αποκαλύφθηκε η εις βάρος του ψευδής καταγγελία .

Στην Μικρασιατική εκστρατεία έδωσε πολλές νικηφόρες μάχες με λίγες απώλειες που τον έκαναν γνωστό στους Τούρκους. Οι τελευταίοι τον ονόμασαν «Καρά-Πιπέρ» (μαύρο πιπέρι), ενώ το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων έγινε γνωστό ως «Σεϊτάν Ασκέρ» (Στρατός του Διαβόλου). Κατά την προέλαση του Ελληνικού Στρατού το καλοκαίρι του 1921 πέρα από τον Σαγγάριο, το Σύνταγμα έφθασε μέχρι το Καλτακλί, 8 χιλιόμετρα από το Καλέ Γκρότο, ως αριστερή πτέρυγα της 13ης Μεραρχίας του Β΄Σώματος Στρατού.

Στην τουρκική επίθεση της 13ης Αυγούστου 1922 στο Αφιόν Καραχισάρ στάλθηκε να ενισχύσει την άμυνα του υψώματος Καλετζίκ, στρατηγικής σημασίας για την ελληνική άμυνα, απέτυχε όμως να το κρατήσει και να το ανακαταλάβει. Την επομένη το 5/42 Σύνταγμά του και οι υπόλοιπες μονάδες, ύστερα από νέες τουρκικές επιθέσεις, ανατράπηκαν και υποχώρησαν, εγκαταλείποντας τα πυροβόλα. O διοικητής του Α΄ Σώματος Στρατού διέταξε υποχώρηση.


Την 18η Αυγούστου, κατά την υποχὠρηση προς Μπανάζ, τουρκικό σύνταγμα τους αιφνιδίασε. Οι εύζωνοι, με σύγχυση και αταξία, ετράπησαν προς βορρά με μεγάλες απώλειες και ανασυντάχθηκαν πέντε χιλιόμετρα μακρυά. Η 13η Μοίρα Ορειβατικού Πυροβολικού που συμπορευόταν με το 5/42, εγκαταλείφθηκε μόνη χωρίς προστασία και έχασε τρία από τα πυροβόλα της. 

Για μη συμμόρφωση σε διαταγές τον Αύγουστο του 1922 προτάθηκε η παραπομπή του σε στρατοδικείο διότι, σύμφωνα με την ανακριτική επιτροπή, προέκυψαν σοβαρά στοιχεία, επί τη βάσει των οποίων δέον να στηριχθή κατηγορία προς ποινική δίωξίν του. 

Το στρατοδικείο δεν έγινε διότι ήδη τον Σεπτέμβριο ο Πλαστήρας έκανε κίνημα και όρισε δική του κυβέρνηση.

Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την Eπανάσταση της 11ης Σεπτεμβρίου των στρατιωτικών δυνάμεων στη Χίο και τη Λέσβο, το 1922, ανέλαβε την αρχηγία της επαναστατικής επιτροπής (από όπου απέκτησε και το προσωνύμιο 'Αρχηγός'). Τον Σεπτέμβριο του 1922 μετέβη στην Αθήνα όπου ανέτρεψε την κυβέρνηση και υποχρέωσε τον βασιλιά Κωνσταντίνο Α΄ σε παραίτηση υπέρ του γιου του Γεωργίου Β΄ και σχημάτισε επαναστατική κυβέρνηση, χωρίς όμως να συμμετάσχει σ' αυτήν (όντας όμως ο ουσιαστικός αρχηγός). Με τη φροντίδα του περιθάλπηκαν και στεγάστηκαν εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, και με νομοθετικό διάταγμα (14 Φεβρουαρίου 1923), έδωσε λύση στο αγροτικό ζήτημα, διανέμοντας το μεγαλύτερο μέρος των τσιφλικιών στους ακτήμονες. Χάρη σ' αυτόν και τον Θεόδωρο Πάγκαλο αναδιοργανώθηκε ο Στρατός και ανασυντάχθηκε η Στρατιά του Έβρου, δίνοντας ένα βοήθημα στον Ελευθέριο Βενιζέλο, κατά τις διαπραγματεύσεις για τη Συνθήκη της Λωζάνης, περιορίζοντας τις απαιτήσεις του Κεμάλ. Επίσης υποστήριξε και ανέλαβε την ευθύνη για την «Εκτέλεση των Έξι», κατευνάζοντας τον λαό που ζητούσε την τιμωρία των υπεύθυνων για την Μικρασιατική καταστροφή....


Με την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στο Παρίσι, μετακομίζει στην ελεύθερη ζώνη (νότιο Γαλλία): φτάνει στις 2 Οκτωβρίου 1940 στη Νίκαια και εγκαθίσταται στο ξενοδοχείο Φράντσια, στον αριθμό 9 της λεωφόρου Βίκτωρ Ουγκώ. Στις 2 Νοεμβρίου αποκτά προσωρινή άδεια παραμονής για έξι μήνες, που του παρέδωσε ο νομάρχης των Αλπ-Μαριτίμ. Στην Ελλάδα, ο Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, στις αρχές Νοεμβρίου 1940, έδωσε εντολή στην Ελληνική Πρεσβεία στο Παρίσι ώστε να εμποδίσει τον Πλαστήρα να επιστρέψει στην Ελλάδα. Πράγματι η Ελληνική Πρεσβεία προέβη σε σχετικό διάβημα προς τον υπουργό Εξωτερικών της κυβέρνησης του Βισύ. Από τον Οκτώβριο του 1941 έως τον Αύγουστο του 1943, τα ίχνη του χάνονται. Από έγγραφο του Φόρειν Όφφις (Αύγουστος του 1942) πληροφορούμαστε πως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος είχε εισηγηθεί να δοθεί στον Πλαστήρα διαβατήριο για να φύγει από τη Γαλλία. 

Τον Νοέμβριο του 1944 ήλθε σε επαφή με τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος ήθελε να τον προσκαλέσει στην Ελλάδα με σκοπό να ενισχύσει την κυβέρνησή του. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ο Πλαστήρας είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις. Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, σε συζήτηση που διεξήχθη μεταξύ των Σιάντου, Γεωργίου Παπανδρέου, Καφαντάρη, του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού και του ίδιου, είχε έντονη λογομαχία με το Σιάντο. Ο Πλαστήρας αμφισβήτησε ανοικτά την προσφορά των ανταρτών του ΕΛΑΣ στην Εθνική Αντίσταση και στην απελευθέρωση κάνοντας λόγο για «ξεπάστρεμα όλων των δεξιών» και «κάψιμο χωριών». Ο Σιάντος εξανέστη φωνάζοντας «Δεν σας επιτρέπω να υβρίζετε τους ηρωικούς μας αντάρτες!», με τον Πλαστήρα να του ανταπαντάει: «Κάθισε κάτω, ζαγάρι!»...


Μετά τα «Δεκεμβριανά» του 1944 κλήθηκε να αναλάβει την κυβέρνηση ως προσωπικότητα ευρείας αποδοχής, στις 3 Ιανουαρίου 1945. Παρ' όλα αυτά ο Γάλλος πρεσβευτής στην Αθήνα Ζαν Μπελέν έγραφε στις 6 Απριλίου 1945: «Οι Βρετανοί θεωρούν τον Πλαστήρα μια μετριότητα […] Κάνουν τα πάντα για να τον διώξουν.»

Προσπάθησε να αποτρέψει τον Εμφύλιο Πόλεμο και συμμετείχε στην Συμφωνία της Βάρκιζας. Όμως τον Μάρτιο του 1945, μετά τη δημοσίευση στην εφημερίδα Ελληνικόν Aίμα φωτοτυπίας της επιστολής του που κατά τη διάρκεια του πολέμου συνιστούσε κατάπαυση του πυρός με τη μεσολάβηση της Γερμανίας, ο τότε Αντιβασιλέας και Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός ζήτησε την άμεση παραίτηση του Ν. Πλαστήρα και της κυβέρνησής του όπως και έγινε στις 8 Απριλίου 1945.

Η επιστολή έγραφε :

«Όταν η αδεξιότης της εξωτερικής πολιτικής της 4ης Αυγούστου οδήγησε τον Ελληνικόν λαόν εις έναν άνισον πόλεμον με μιαν μεγάλην δύναμιν ως η Ιταλίαν, έρριψα εις την λήθην όλας τας πικρίας και έκαμα ό,τι εξηρτάτο από εμέ εις την επιτυχίαν του αγώνος. Αρκεί προς επιβεβαίωσιν τούτου μιαν έκκλησιν μου προς τους Έλληνας της Αμερικής υπό ημερομηνίαν 17 Νοεμβρίου 1940, ως και μιαν συνέντευξιν μου, ζητηθείσα εδώ υπό ξένον ανταποκριτήν . Από της ενάρξεως όμως του μετά της Ιταλίας πολέμου, αι ανησυχίαι μου υπήρξαν μεγάλαι και παρά τας τοπικάς νίκας του ελληνικού στρατού στα αλβανικά βουνά, προησθανόμην τας ολεθρίας συνεπείας μιας αστόχου πολιτικής και προπαντώς εκ της ανυπαρξίας ικανής διευθύνσεως των πολεμικών επιχειρήσεων. Η έπαρσις των ανθρώπων του σεσηπότος καθεστώτος της 4ης Αυγούστου αναζωογονηθέντων υπό την μαχητικήν ορμήν του Έλληνος στρατιώτου, υπερέβη κάθε όριον. Η τύφλωσις των ήταν τοιαύτη, ώστε απέρριψαν και αθρόας προσφοράς προς συμμετοχήν εις τον αγώνα ενός σεβαστού αριθμού αξιωματικών τους οποίους το κίνημα του 1935 είχε θέσει εκτός στρατού . Κατά το τέλος του μηνός Νοεμβρίου του 1940 πληροφορούμαι βασίμως ότι υπάρχει έδαφος διευθετήσεως της ιταλοελληνικής συρράξεως τη μεσολαβήσει της Γερμανίας. Έκαμα ότι ήταν δυνατόν, εις την περίπτωσιν αυτήν, ώστε η Ελλάς να επωφεληθεί της ευκαιρίας, αλλ΄ εχθρική στάσις εναντίον μου και του καθεστώτος εν γένει, αλλά και της πρεσβείας του Βισύ, καθίστα αδύνατη την προσωπική μου ενέργεια. Έστειλα τον πρώτον φίλο μου κ. Πυρομάγλου να έλθει σε παφήν με την πρεσβείαν και να τους πληροφορήση σχετικώς με το σπουδαιότατον αυτό ζήτημα, αλλ΄ ούτος δεν εγένετο δεκτός παρά λίαν δυσμενώς και παρα του συμβούλου της πρεσβείας. Βραδύτερον κατά Ιανουάριον και Φεβρουάριον, ο κίνδυνος ήτο οφθαλμοφανής. Ανήσυχος μέχρι απελπισίας ηθέλησα να μεταβώ εις Αίγυπτον. Φίλοι μου εκεί ενήργησαν μέσω Αγγλικών αρχών να μου διευκολυνθή η μετάβασις, αλλά και πάλι η καλή διάθεσις των Άγγλων προσέκρουσεν εις την κατηγορηματικήν απαίτησιν της κυβερνήσεως Μεταξά να μην μου επιτραπή η μετάβασις επί Αιγυπτιακού εδάφους. Εσκέφθην τότε να επιχειρήσω, όπως επιτύχω μετάβασιν εις Βηρυττόν, οπόθεν θα μου ήτο εύκολον να να επικοινωνήσω μέσω προσώπου τινός της Ελληνικής κυβερνήσεως, δια να της παραστήσω τον κίνδυνον και τας ελπίδας αποφυγής της καταστροφής δια μιας συμφωνίας μεσολαβήσει της Γερμανίας. Δυστηχώς όλαι αι προσπάθειαι μου απέτυχον, οφειλόμεναι εις την εχθρικήν διάθεσιν εναντίον μου της πρεσβείας, παρ΄ όλον ότι προσεπάθησα να διευκολύνω την επαφήν , πράγμα το οποίο θα έπρεπε να επιδιώξει εκ της ιδιότητος της η πρεσβεία και όχι εγώ. Εάν κ. πρεσβευτά κατόρθωνα να μεταβώ εις Βηρυττόν, έτρεφον πολλάς ελπίδας ότι θα έπειθον την κυβέρνησιν Κορυζή τουλάχιστον να επιδιώξη την προτεινόμενην εκ μέρους της Γερμανίας διευθέτησιν της ιταλόελληνικής συρράξεως. Είχα αρκετά σοβαρά πειστήρια προς τούτο.Παρ΄όλα αυτά δεν έπαυσα τας ενέργειας μου, όπως ωθήσω προς μιαν απευθείας συννενόησιν της Γερμανίας μετά της Ελληνικής Κυβερνήσεως Μεταξά, ήτις κατά τας πληροφορίας μου, ήρξατο από του Δεκεμβρίου, αλλ΄άνευ αποτελέσματος, χωρίς να γνωρίζω τους λόγους της αποτυχίας των διαπραγματεύσεων εκείνων. Και το μοιραίον επήλθεν. Η Ελλάς ήχθη προς αυτοκτονίαν παρά μιας βασιλικής κυβερνήσεως δεχθείσης μετ΄απεριγράπτου αφελείας ν΄αντιμετωπίση τας δύο μεγαλυτέρας στρατιωτικάς δυνάμεις της Ευρώπης, καίτοι της υπεδείχθη υπό της συμμάχου Αγγλίας ότι η βοήθεια της θα ήταν αυστηρώς περιορισμένη. Η ανήκουστος κουφότης της Βασιλικής κυβερνήσεως υπήρξεν η αφορμή μιας τραγικής καταστροφής για της χώρας εντός ολίγων ημερών και ως να μην ήρκει ετούτο ένεκα τελείας αγνοίας των νεότερων πολεμικών μεθόδων, παρέτειναν ασκόπως τον πόλεμον δια να συντελεσθή η πράξις η τελευταία του δράματος δια την μετατροπίν εις ερείπια της ωραίας αλλά ατυχούς νήσου Κρήτης, την ευθύνην της οποίας κατά μέγα μέρος φέρει επί των ώμων του ο κ. Τσουδερός, γέννημα αυτής. Αυτά είχα να πώ εις απάντησιν του περιεχομένου της επιστολής σας κ. πρεσβευτά.... »


Ο Πλαστήρας μετά την παραίτησή του παρέμεινε στην Ελλάδα ασχολούμενος με την πολιτική. Η επιστολή αυτή, αποτέλεσμα της περιορισμένης του ικανότητας για πολιτική ανάλυση σε βάθος, θεωρήθηκε από υποστηρικτές του ως αντίδραση της στιγμής που δεν τον στιγματίζει ως γερμανόφιλο. Θεωρούσε καλώς ή κακώς ότι μέσω της Γερμανίας η ελληνοϊταλική σύρραξη θα τελείωνε και πως μια αντίσταση εναντίων μιας υπερδύναμης όπως Ιταλία θα επέφερε καταστρεπτικές συνέπειες για την χώρα όπως και έγινε ύστερα από την Εισβολή των Γερμανικών Στρατευμάτων στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941. Επίσης σε μια συνομιλία του με αξιωματικό των SS τον Δεκέμβριο του 1940 χαρακτήρισε τη σύμπτυξη του ιταλικού στρατού καθαρά και μόνο στρατιωτική ήττα.

Με την λήξη του Εμφύλιου ήταν πρωταγωνιστής στην πολιτική ζωή ως αρχηγός της ΕΠΕΚ. Το σύνθημά του ήταν η λέξη «Αλλαγή». Σχημάτισε δύο φορές κυβέρνηση συνασπισμού από κόμματα του κέντρου την περίοδο 1950-1952 (15 Απριλίου 1950 - 21 Αυγούστου 1950 και 1 Νοεμβρίου 1951 - 11 Οκτωβρίου 1952) που χαρακτηρίστηκε ως «κεντρώο διάλειμμα». Ως πρωθυπουργός άσκησε μετριοπαθή πολιτική με πλούσια δράση. Ασχολήθηκε με την εξάλειψη των συνεπειών του Εμφύλιου και την οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση, με ένα σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα εθνικοποιήσεων, κοινωνικών παροχών, διανομής γης στους ακτήμονες, χορήγησης ψήφου στις γυναίκες, κ.λπ.

Με την λήξη του Εμφύλιου ήταν πρωταγωνιστής στην πολιτική ζωή ως αρχηγός της ΕΠΕΚ. Το σύνθημά του ήταν η λέξη «Αλλαγή». Σχημάτισε δύο φορές κυβέρνηση συνασπισμού από κόμματα του κέντρου την περίοδο 1950-1952 (15 Απριλίου 1950 - 21 Αυγούστου 1950 και 1 Νοεμβρίου 1951 - 11 Οκτωβρίου 1952) που χαρακτηρίστηκε ως «κεντρώο διάλειμμα». Ως πρωθυπουργός άσκησε μετριοπαθή πολιτική με πλούσια δράση. Ασχολήθηκε με την εξάλειψη των συνεπειών του Εμφύλιου και την οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση, με ένα σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα εθνικοποιήσεων, κοινωνικών παροχών, διανομής γης στους ακτήμονες, χορήγησης ψήφου στις γυναίκες, κ.λπ.

Στη δεύτερη περίοδο της πρωθυπουργίας του συνεργάστηκε με το κόμμα των Φιλελευθέρων με αρχηγό τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Λόγω της αναγκαστικής συνεργασίας και λόγω της πίεσης των ανακτόρων και των δεξιών κομμάτων συμβιβάστηκε και δεν καλλιέργησε την εθνική συμφιλίωση όσο θα ήθελε. Αρχικός του στόχος ήταν η κατάργηση των στρατοδικείων και των ειδικών αντικομμουνιστικών νόμων, η απελευθέρωση των εκτοπισμένων και η κατάργηση του θεσμού της διοικητικής εκτόπισης, η κατάργηση της θανατικής ποινής. Απέτυχε να αποτρέψει την εκτέλεση του κομμουνιστή Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του στις 30 Μαρτίου 1952.


Ο Πλαστήρας πέθανε στην Αθήνα στις 26 Ιουλίου 1953. 

Ο προσωπικός του γιατρός, Αντώνιος Παπαϊωάννου, υφηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, αφαίρεσε την καρδιά του Πλαστήρα και την φύλαξε σε θυρίδα της Εθνικής Τράπεζας και στην οικία του, διατηρώντας την στη φορμόλη επί 27 χρόνια.  Η λήκυθος με την καρδιά, σκεπασμένη με την ελληνική σημαία, μεταφέρθηκε (όπως ήταν η επιθυμία του ίδιου του "Μαύρου Καβαλάρη") στην Καρδίτσα σε μια σεμνή τελετή στις 2 Νοεμβρίου 1980, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ, του Προέδρου της Βουλής Παπασπύρου , του υπουργού Παιδείας Αθανασίου Ταλιαδούρου, βουλευτών του νομού (οι εκπρόσωποι της πολιτικής ηγεσίας είχαν έρθει από μόνοι τους, χωρίς επίσημη πρόσκληση), των νομαρχών Καρδίτσας και Βοιωτίας, του δημάρχου Γιούτσικου και πλήθους κόσμου.


Πηγές

Αρχείο της Πηνελόπης Δέλτα Β΄ Νικόλαος Πλαστήρας Εκστρατεία Ουκρανίας 1919-Κίνημα 6ης Μαρτίου 1933-Αλληλογραφία, επιμ. Παύλος Ζάννας, εκδ. Ερμής, Αθήνα, 2007

Θάνος Βερέμης, Οι επεμβάσεις του στρατού στην Ελληνική πολιτική 1916-1936, εκδ.Οδυσσέας, Αθήνα,1983

Christophe Chiclet, «Ο Πλαστήρας στη Γαλλία 1940-1944», στο: Πρακτικά του Διεθνούς Ιστορικού Συνεδρίου Η Ελλάδα 1936-44 Δικτατορία-Κατοχή-Αντίσταση, εκδ. Μορφωτικό Ινστιτούτο ΑΤΕ, Αθήνα, 1989, σελ. 211-218

Γιώργος Αναστασιάδης, «Ο Πλαστήρας και οι συμπληγάδες του 1950», στο: Το φιλελεύθερο διάλειμμα 1950-1952. Από τον Πλαστήρα στον Παπάγο, Ε Ιστορικά τ/χ. 60 (7 Δεκεμβρίου 2000), σελ. 14-23

Σέφης Αναστασάκος, Ο Πλαστήρας και η εποχή του, τόμος Α',Β'.Γ' Εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα 2009 (β΄ εκδ)

Gunnar Herring, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, μτφρ. Θόδωρος Παρασκευόπουλος, τομ. Β΄, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2008

C. M. Woodhouse, «Το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο και η σχέση του με τη Βρετανία», στο:Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950. Ένα έθνος σε κρίση, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 1984, σελ. 145-173

Αντώνης Μακρυδημήτρης, Οι υπουργοί των εξωτερικών της Ελλάδας 1829-2000, εκδ.Καστανιώτης, Αθήνα, 2000, σελ. 98-99

Γρηγόριος Δαφνής, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923-1940, τόμος πρώτος, εκδ. Κάκτος, Αθήνα, 1997

Xαρ.Νικολάου.<Μικρασιατική Καταστροφή>εκδ.Περισκόπιο

ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ: ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ Ο ΜΑΥΡΟΣ ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ (1883 - 1953)[1]

«Νικόλαος Πλαστήρας, ο Κινηματίας Ειρηνοποιός»



Tο iokh.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετεί τις απόψεις αυτές. Διατηρεί το δικαίωμα να μην δημοσιεύει συκοφαντικά, υβριστικά, ρατσιστικά ή άλλα σχόλια που προτρέπουν σε άσκηση βίας. Επίσης, σχόλια σε greeklish δεν θα δημοσιεύονται ενώ το iokh.gr, όταν και όπου κρίνει, θα συμμετέχει στον διάλογο.

Δημοσίευση σχολίου

Blogger