Γράφει ο  Γ. Καραχάλιος

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ.


Είναι πραγματικά να απορεί κανείς πως ο βυζαντινός στρατός από την ένδοξη εποχή του Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου κατάντησε στο στρατιωτικό ατύχημα του Μαντζικιέρτ; Αυτό που συνέβη στο Μαντζικιέρτ στους Βυζαντινούς δεν ήταν μια μάχη που χάθηκε επειδή ο εχθρός ήταν υπέρτερος., αλλά ήταν μια αυτοδιάλυση του βυζαντινού στρατού μετά από μια φήμη που διαδόθηκε στο πεδίο της μάχης. Για το τι ακριβώς συνέβη εκεί στις βορειοανατολικές εσχατιές της Μικράς Ασίας στις 26 Αυγούστου του 1071 και τι μας οδήγησε τους Βυζαντινούς σ’ αυτή την συμφορά θα το εξετάσουμε στο άρθρο που ακολουθεί.


ΕΙΣΑΓΩΓΗ.

Τα γεγονότα από τον θάνατο του Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου μέχρι και την άνοδο στον θρόνο του Ρωμανού Δ’ του Διογένη ( Περιληπτικά ).
Πεθαίνοντας ο Βασίλειος Β’ Βουλγαροκτόνος το 1025 άφησε ένα κράτος ισχυρό με τους εξωτερικούς του εχθρούς εξουθενωμένους και την εσωτερική αντιπολίτευση των μεγαλογαιοκτημόνων και της εκκλησίας υποταγμένη στην στιβαρή αυτοκρατορική εξουσία.. Δυστυχώς για την αυτοκρατορία τον νικητή και τροπαιούχο Βασίλειο Β’ διαδέχτηκε μια σειρά ανικάνων αυτοκρατόρων, η οποία μέσα σε 46 χρόνια οδήγησε την χώρα στο ατιμωτικό στρατιωτικό συμβάν του Μαντζικιέρτ. Μόλις έλειψε η ισχυρή προσωπικότητα του Βουλγαροκτόνου, οι μεγαλογαιοκτήμονες , πολλοί από τους οποίους ήταν κάτοχοι ανωτάτων κρατικών αξιωμάτων , κινητοποιήθηκαν για να καταστήσουν υποχείριά τους την κεντρική εξουσία και να ικανοποιήσουν τα αντιλαϊκά τους συμφέροντα αδιαφορώντας για την οικονομική ευεξία, την κοινωνική ισορροπία, την πολιτική σταθερότητα και την εδαφική ακεραιότητα της αυτοκρατορίας.
Υπό την πίεση των πλουσίων καταργείται το «αλληλέγγυον» που είχε θεσπίσει ο Βουλγαροκτόνος και στο οποίο ήταν αντίθετοι οι μεγαλογαιοκτήμονες και η εκκλησία. Το αλληλέγγυον ήταν ένα νομοθετικό μέτρο που ανάγκαζε τους πλουσίους (ισχυρούς) να πληρώνουν τους φόρους των φτωχών (ταπεινών) στρατιωτών που φονεύονταν στη μάχη. Σκοπός του μέτρου αυτού ήταν να μην εξοντώνονται οικονομικά οι οικογένειες των νεκρών στρατιωτών . Στο μέτρο αυτό εναντιώθηκε εκτός της πλουτοκρατίας και η Εκκλησία, η οποία λόγω της τεράστιας περιουσίας της μετείχε αναγκαστικά στην συνδρομή για την κάλυψη των δαπανών του «αλληλέγγυου» ( Ιωαν. Σκυλίτζης 347.76 κ. ε., Ιωαν. Ζωναράς ΙΙΙ. 561.1 κ. ε. , Ιωαν. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τόμος Β’, σ. 455 – 456, Εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1981 ).
Με την κατάργηση του αλληλέγγυου άρχισαν να εξουθενώνονται οι μικρογαιοκτήμονες, και να ελαττώνονται οι αγροτικοί πληθυσμοί.
Το κράτος, προκειμένου να εξοικονομήσει πόρους για τα έξοδα της αυτοκρατορικής αυλής , έκανε περικοπές των στρατιωτικών δαπανών με αποτέλεσμα την εξασθένηση των γηγενών ενόπλων δυνάμεων της αυτοκρατορίας και την αύξηση της ανάγκης για στρατολογία αλλοεθνών μισθοφόρων.
Τον Βασίλειο Β’ διαδέχτηκε στην εξουσία ο αδελφός του και συμβασιλεύς Κωνσταντίνος Η’ ( 1025 – 1028 ). Από τις πρώτες ενέργειες του νέου αυτοκράτορα ήταν η σταδιακή απομάκρυνση από τις διάφορες κρατικές θέσεις των ικανών συνεργατών του Βασιλείου Β’ και η αντικατάστασή τους από ανικάνους και ραδιούργους που κατάντησαν την δημόσια διοίκηση αναξιόπιστη και αναποτελεσματική. Ο Κωνσταντίνος Η’ στα τρία χρόνια που βασίλευσε υπήρξε ανάλγητος και ασυγκίνητος στις ανάγκες του λαού τον οποίο εξαθλίωσε οικονομικά απαγορεύοντας κάθε οικονομική διευκόλυνση και εισπράττοντας αναδρομικά φόρους τους οποίους είχε καταργήσει ο Βασίλειος Β’. Η τελευταία πράξη του Κωνσταντίνου Η’ υπήρξε η εκλογή ως συζύγου της μιας από τις τρεις θυγατέρες του, της Ζωής ( 50 ετών τότε ), και επομένως και ως διαδόχου του στον θρόνο του Ρωμανού Αργυρού, άνδρα μορφωμένου και από μεγάλη οικογένεια, αλλά χωρίς στρατιωτικές ικανότητες , ανίκανου και. επιπόλαιου.
Ο Ρωμανός Γ’ Αργυρός ( 1028 – 1034 ) μόλις ανέβηκε στον θρόνο κατάργησε το «αλληλέγγυον» , το οποίο δεν είχε προλάβει να καταργήσει ο προκάτοχός του,και επέβαλλε επαχθείς φόρους για να έχει χρήματα για νέες οικοδομές , επειδή ονειρευόταν τον εαυτό του ως νέο Σολομώντα ή Ιουστινιανό.
Όλοι οι αυτοκράτορες που ακολούθησαν τον Ρωμανό Γ’ υπήρξαν αντιλαϊκοί και ανίκανοι, κατάστρεψαν την οικονομία του κράτους με τεράστιες σπατάλες και ελάττωσαν την αμυντική ικανότητα του στρατού με περικοπές των αμυντικών δαπανών προκειμένου να εξοικονομήσουν πόρους για τις αλόγιστες δαπάνες του παλατιού, την στιγμή που νέοι εχθροί εμφανίζονταν στα σύνορα της αυτοκρατορίας και την απειλούσαν με εισβολές από παντού.
Αυτή την παρακμιακή κατάσταση προσπάθησε να σταματήσει ο αυτοκράτωρ Ισαάκιος Α’ ο Κομνηνός ( 1057 – 1059 ), ο οποίος βλέποντας την αντίδραση της διεφθαρμένης άρχουσας τάξης στα ανορθωτικά μέτρα που λάμβανε, απογοητεύτηκε και παραιτήθηκε από τον θρόνο, αφού προηγουμένως όρισε ως διάδοχό του τον φίλο του Κωνσταντίνο Δούκα.
Ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Ι’ ο Δούκας ( 1059 – 1067 ) δυστυχώς δεν ακολούθησε την ανορθωτική πολιτική του Ισαακίου Κομνηνού, αλλά συνέχισε την παρακμιακή και διεφθαρμένη διακυβέρνηση όλων όσων προηγήθηκαν του Κομνηνού. Για να ανταπεξέλθει στις οικονομικές ανάγκες του κράτους άρχισε να πουλάει τα κρατικά αξιώματα και να μειώνει τις στρατιωτικές δαπάνες. Η θέση των πολιτικών υπαλλήλων έγινε πολύ καλλίτερη από την θέση των στρατιωτικών με αποτέλεσμα πολλοί στρατιωτικοί να φεύγουν από τον στρατό για να αναζητήσουν θέσεις δημοσίων υπαλλήλων.
Η αμυντική ικανότητα του κράτους περιορίστηκε και οι εξωτερικοί εχθροί επωφελήθηκαν για να αρχίσουν επιθέσεις κατά της αυτοκρατορίας.
Το 1061 οι Νορμανδοί κατέλαβαν το Βρινδήσιο, το 1064 οι Ούγγροι το Βελιγράδι. Οι Πετσενέγκοι και οι Ούζοι άρχισαν επιδρομές συντρίβοντας την βυζαντινή αντίσταση και λεηλατώντας την χώρα. Στην Ανατολή οι Σελτζούκοι Τούρκοι κατάστρεψαν την Ιβηρία και κατέλαβαν το Άνιον και στη συνέχεια εισέβαλαν στις ανατολικές βυζαντινές επαρχίες.
Αυτή ήταν η δυσάρεστη κατάσταση που άφησε πίσω του όταν πέθανε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ι’ Δούκας ( Μάιος 1067 ).
Επειδή τα τρία παιδιά που άφησε ο Κωνσταντίνος Ι’ ήταν ανήλικά, την εξουσία άσκησε επιτροπικά η μητέρα τους Ευδοκία η Μακρεμβολίτισσα, αλλά μόνο τυπικά, γιατί τα δημόσια πράγματα τα διαχειριζόταν ο αδελφός του άντρα της, καίσαρ Ιωάννης Δούκας, ο ύπατος των φιλοσόφων Ψελλός και ο πατριάρχης Ιωάννης Ξιφιλίνος, ο οποίος επισήμως παρουσιαζόταν ως απλός σύμβουλος και συμπαραστάτης. Κατά την περίοδο αυτή οι επιδρομές των Σελτζούκων Τούρκων έφτασαν στο αποκορύφωμά τους. Οι βάρβαροι αφού λεηλάτησαν την Καισάρεια έφτασαν μέχρι την περιοχή της Αντιόχειας καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά τους. Όλες αυτές οι δηώσεις έδειξαν περίτρανα την ανάγκη να υπάρξει στην κορυφή της εξουσίας ένας ικανός άντρας για να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Έτσι, κάτω από συνθήκες μυθιστορηματικές , επιλέχτηκε για το αξίωμα του αυτοκράτορα ο στρατηγός ο Ρωμανός Διογένης , ο ποίος για να νομιμοποιήσει την εξουσία του έλαβε για σύζυγό την αυτοκράτειρα Ευδοκία.
( Για όλη την περίοδο από τον θάνατο του Βασιλείου Β’ μέχρι και την άνοδο στο θρόνο του Ρωμανού Δ’ τον Διογένη δες Γιάννη Καραγιαννόπουλου , Το Βυζαντινό Κράτος, τόμος Β’, σελίδες 101 – 122, Εκδοτική Ερμής, Αθήνα 1985 ).


ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ Δ’ ΤΟΥ ΔΙΟΓΕΝΗ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΣΕΛΤΖΟΥΚΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ.

Η προσπάθεια ανασυγκρότησης του κράτους.
Το πρώτο μέλημα του νέου αυτοκράτορα Ρωμανού Δ’ Διογένη ήταν να ανορθώσει τον κρατικό μηχανισμό, ο οποίος ήταν σε γενική κατάπτωση λόγω της διεφθαρμένης, σπάταλης και αντιλαϊκής πολιτικής των προκατόχων του. Ο τουρκικός κίνδυνος ήταν μεγάλος και η ανάγκη ενός ισχυρού στρατού επιτακτική. Άμεση φροντίδα  του Ρωμανού ήταν η ανασυγκρότηση του στρατού για να μπορεί να αντιμετωπίσει την τουρκική απειλή. Το μόνο σφάλμα του ήταν ότι διατήρησε στις θέσεις τους, τον Ψελλό, τον Ιωάννη Δούκα και τους ομόφρονές τους. Αυτή η κλίκα των ευνοουμένων του παλαιού καθεστώτος δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να τον υπονομεύει και να τον αντιπολιτεύεται κρυφά και φανερά ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 101, 21 – 22. Συνεχιστής Σκυλίτζη 124, 11 ). Ο Ρωμανός Δ’ δεν ήταν ανόητος., αντιλαμβανόταν τις υπονομευτικές κινήσεις των αντιπάλων του, αλλά δεν ήθελε να δημιουργήσει την εντύπωση ότι καταδιώκει το περιβάλλον του μακαρίτη Κωνσταντίνου Ι’ του Δούκα. Ήταν μέγα λάθος του αυτή η τακτική, όπως θα έλεγε και ο Niccolo Machiavelli ( 1469 – 1527 ). Ας εφάρμοζε το διαίρει και βασίλευε. Ας εξόντωνε τον Ιωάννη Δούκα και ας εξαγόραζε τον Ψελλό. Σοφή και αποτελεσματική πολιτική συνταγή, αλλά ο Machiavelli ήταν μεταγενέστερος του Ρωμανού Δ’. Εκτός από την προσπάθεια ανασυγκρότησης του στρατού ο αυτοκράτορας άρχισε και την αναγκαία διπλωματική προετοιμασία  για να αναλάβει δράση κατά των Σελτζούκων Τούρκων ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 102, 1 κ. εξ. Συνεχιστής Σκυλίτζη 124, 16 κ. εξ. ). Μέσα σε δύο μόλις μήνες από την άνοδό του στο θρόνο ο Ρωμανός ολοκλήρωσε την προετοιμασία του στρατού για να αναλάβει δράση κατά των Τούρκων ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 102, 5 ). Για την ενίσχυση του στρατού ο Ρωμανός στρατολόγησε Σκύθες από την βόρεια Βαλκανική και δυτικούς Καππαδόκες, ο ίδιος δε επικεφαλής της αυτοκρατορικής φρουράς κατευθύνθηκε στην Βιθυνία  ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 102, 5 ). Από την Βιθυνία βάδισε προς την Φρυγία, όπου ήταν ο τόπος συγκέντρωσης του συνόλου του στρατού του. Η εικόνα που παρουσίαζε το στράτευμα ήταν απελπιστική. Τα τάγματα  απαρτίζονταν από λίγους οπλίτες πεινασμένους και απλήρωτους. Υπήρχε μεγάλη έλλειψη σε οπλισμό κάθε είδους, σε πανοπλίες και πολεμικά άλογα. Το ηθικό των στρατιωτών ήταν πεσμένο, ακόμη και τα πολεμικά λάβαρα ήταν βρόμικα και έμοιαζαν σαν καπνισμένα. Παρ’ όλη αυτή την απελπιστική εικόνα ο Ρωμανός δεν πτοήθηκε ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 103, 4 – 104, 5 ).
Η παρουσία του Ρωμανού επικεφαλής του βυζαντινού στρατού και η ταχεία προέλασή του συντάραξε τους Τούρκους και τους προξένησε τρόμο. Ο σουλτάνος διέταξε τα στρατεύματά του να αποχωρήσουν  εσπευσμένα από τα βυζαντινά εδάφη και άφησε μόνο ένα τμήμα του στρατού του εντός των βυζαντινών εδαφών στην περιοχή της Άνω Ασίας. Το τμήμα αυτό το χώρισε σε δύο κομμάτια και έστειλε το ένα στο βορρά και το άλλο στο νότο ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 104, 6 – 14 ).
Στο μεταξύ έφτασαν στην Φρυγία οι δυνάμεις των μισθοφόρων που είχε στρατολογήσει ο Ρωμανός, Βούλγαροι, Ούζοι και Φράγκοι οι οποίοι συνενώθηκαν με τις δυνάμεις των Σκυθών , των Καππαδοκών και τον Βαράγγων της αυτοκρατορικής φρουράς ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 104, 14 – 22. Συνεχιστής Σκυλίτζη 125, 4 κ. εξ. ).

Η πρώτη εκστρατεία κατά των Σελτζούκων Τούρκων.

Την εκστρατεία του Ρωμανού την ακολουθεί ως στρατοδίκης ο ιστορικός Μιχαήλ Ατταλείατης, του οποίου οι περιγραφές έχουν μεγάλη σημασία ως προερχόμενες από αυτόπτη μάρτυρα ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 102, 23 – 103, 3 ).
Το βόρειο τμήμα των Σελτζούκων,  που αναφέραμε πιο πάνω ( ο Ατταλειάτης τους αποκαλεί Πέρσες ), μετά από μια επιθετική προσποίηση υποχώρησε εξ αιτίας της προέλασης του αυτοκράτορα. Τότε αυτός στράφηκε εναντίον του νοτίου τμήματος των Σελτζούκων, το οποίο λεηλατούσε τις περιοχές της Κοίλης Συρίας, της Κιλικίας και της ίδιας της Αντιόχειας. Οπότε από την Φρυγία ο Ρωμανός κατευθύνθηκε προς τοπ θέμα της Λυκανδού, όπου σκόπευε να περάσει τους καλοκαιρινούς μήνες για να αποφύγει τον καύσωνα και το φθινόπωρο να κατευθυνθεί προς την Συρία.
Η κίνηση όμως αυτή είχε μια ανεπιθύμητη παρενέργεια. Μόλις οι Σελτζούκοι πληροφορήθηκαν ότι ο Ρωμανός Δ’ χρονοτριβούσε ( ο Ψελλός τον κατηγορεί περιφερόταν άσκοπα. Δες Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία 2, 159 ) επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά, κατάστρεψαν  την Νεοκαισάρεια και αποχώρησαν αποκομίζοντας μεγάλο αριθμό λαφύρων ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 104, 22 - 105, 16 ).
Μόλις ο Ρωμανός έμαθε τα συμβάντα κινήθηκε αστραπιαία προς την Σεβάστεια όπου άφησε το πεζικό και τα εφόδια  υπό την διοίκηση του συμβασιλέα Ανδρονίκου Δούκα, γιου του Κωνσταντίνου Ι’ και της Ευδοκίας. Ο Ανδρόνικος είχε ανακηρυχτεί από τον Ρωμανό συμβασιλεύς, αλλά τον ακολουθούσε  μάλλον ως εχέγγυο παρά ως συνεργάτης.
Από την Σεβάστεια ο αυτοκράτορας επικεφαλής του ιππικού άρχισε να καταδιώκει τον εχθρό περνώντας μέσα από τα πανύψηλα βουνά της Τεφρικής ( Β Α Καππαδοκία ). Οι Τούρκοι μόλις αντιλήφτηκα τον βυζαντινό στρατό τράπηκα σε φυγή και πολλοί σκοτώθηκαν. Όσοι από τους κατοίκους της Νεοκαισάρειας είχαν αιχμαλωτιστεί κατά την επιδρομή από τους Τούρκους, απελευθερώθηκαν και επευφήμησαν τον Ρωμανό. Η όλη επιχείρηση από την Σεβάστεια μέχρι την συντριβή των Τούρκων διάρκεσε οκτώ ημέρες κατά τις οποίες ο στρατός του Ρωμανού ήταν χωρίς εφόδια και κινείτο  συνεχώς ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 105, 17 – 106, 24 ).
Μετά την πρώτη νίκη επί των Τούρκων ο Ρωμανός επέστρεψε στην Σεβάστεια την 1η Οκτωβρίου όπου παρέμεινε για τρεις μέρες προκειμένου να ξεκουραστεί ο στρατός. Ακολούθως κατευθύνθηκε στο αρμενικό θέμα Τελούχ απ’ όπου έστειλε ισχυρή πλαγιοφυλακή στην Μελιτηνή, στην περιοχή της οποίας στρατοπέδευαν ισχυρές εχθρικές δυνάμεις. Λόγω της ανικανότητας του διοικητή της πλαγιοφυλακής κινδύνευσε όλο το στράτευμα, το οποίο σώθηκε χάρη στην γρήγορη επέμβαση του ίδιου του Ρωμανού ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 107, 1 κ. εξ. ).
Στη συνέχεια ο Ρωμανός λεηλάτησε την περιοχή του Χαλεπίου όπου υπήρχαν στρατοπεδευμένες αραβοτουρκικές δυνάμεις  και συνέλαβε αιχμαλώτους. Η επόμενη επιτυχία του ήταν η Ιεράπολη, την οποία κυρίευσε με ευκολία, μολονότι η ακρόπολη της αντιστάθηκε σθεναρά, αλλά τελικά παραδόθηκε με συνθήκη, στην οποία ο Ρωμανός υποσχόταν ότι θα σεβαστή την ζωή, την τιμή και την περιουσία των υπερασπιστών της και των οικογενειών τους ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 110, 5 κ. Εξ. ).
Τότε συνέβη και ένα γεγονός που ίσως η έκβασή του να ήταν μοιραία για ολόκληρο το στράτευμα των Βυζαντινών. Ο εμίρης του Χαλεπίου Μαχμούτ  επιτέθηκε αιφνιδιαστικά ( 20 Νοεμβρίου ) κατά του στρατεύματος του Ρωμανού  και μόνο με την προσωπική του επέμβαση κατορθώθηκε να νικηθεί ο εχθρός. Μετά την νίκη θα μπορούσε ο Αυτοκράτορας να καταδιώξει τον εχθρό μέχρι το Χαλέπι και να το καταλάβει, αλλά δεν το έκανε. Αυτό ήταν μεγάλο στρατιωτικό σφάλμα ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 113, 8 – 116, 3 ).
Επειδή είχε φθάσει ο χειμώνας, ο Ρωμανός αποφάσισε να επιστρέψει στα βυζαντινά εδάφη για να διαχειμάσει ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 116, 4 κ. εξ. ). Όταν πια βρισκόταν στο χωριό Γυψάριον της κοντά στην κλεισουρία  ( τμήμα της βυζαντινής επικράτειας μικρότερο του θέματος ) του Ποδαντού πληροφορήθηκε από φήμες που κυκλοφορούσαν ότι ο διοικητής της πλαγιοφυλακής της Μελιτηνής δεν χειρίστηκε καλά τα στρατιωτικά πράγματα και μπόρεσαν οι εχθροί να περάσουν και να λεηλατήσουν το Αμόριο της Φρυγίας ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 121, 13 κ. εξ. ). Στο άκουσμα αυτών των ειδήσεων ο αυτοκράτορας στενοχωρήθηκε, αλλά επειδή ήταν χειμώνας άφησε τους μισθοφόρους να παραχειμάσουν και ο ίδιος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη του Ιανουάριο του 1069 (Μιχαήλ Ατταλειάτης 122, 5 - 12 ).
Τα αποτελέσματα της πρώτης εκστρατείας κατά των Σελτζούκων Τούρκων ήταν πενιχρά, αλλά το όφελος ήταν ότι οι Βυζαντινοί άρχισαν μα αντιμετωπίζουν επιτυχώς τους εχθρούς, πράγμα που είχαν ξεμάθει να κάνουν από την εποχή του Κωνσταντίνοι Θ’ του Μονομάχου.

Η δεύτερη εκστρατεία κατά των Σελτζούκων Τούρκων.

Η εκστρατεία του έτους 1069 κατά των Σελτζούκων Τούρκων είχε τα ίδια αποτελέσματα με εκείνη του προηγουμένου έτους ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 122, 20 κ. εξ., 124, 14 κ. εξ., 170, 20 κ. εξ. ). Ο Ρωμανός Δ’ Διογένης κατάφερνε να νικά τους Σελτζούκους Τούρκους, στους οποίους και το όνομά του ακόμη προξενούσε τρόμο. Υπάρχουν περιπτώσεις που στο άκουσμα και μόνο της είδησης ότι έρχεται ο αυτοκράτωρ οι εχθροί να τρέπονται σε άτακτο φυγή και να εγκαταλείπουν τα βυζαντινά εδάφη ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 137, 7 κ. εξ. Συνεχιστής Σκυλίτζη 136, 14 και 137, 15 ).
Η δεύτερη εκστρατεία του Ρωμανού Δ’ άρχισε με την καταστολή της ανταρσίας του Κρισπίνου, ενός αρχηγού ξένων μισθοφόρων στην περιοχή της Μικράς Ασίας ( Μιχαήλ Ατταλειάτης, 123 - 125). Όταν ο Κρισπίνος υποτάχτηκε  και του ομολόγησε πίστη στον Ρωμανό ήλθε και η σειρά των Σελτζούκων. Ο Αυτοκράτορας με βάση την Καισάρεια έστελνε στρατό κατά διαφόρων τμημάτων Τούρκων επιδρομέων, τους οποίους νίκησε ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 126 κ. εξ. ).
Παρ’ όλα αυτά δεν υπήρχε εκείνη η αποφασιστική μάχη που θα κατέλυε οριστικά τον τουρκικό κίνδυνο. Οι Τούρκοι δεν ήταν συγκεντρωμένοι σε κάποια περιοχή, κινούντο ως νομάδες και επιτίθονταν αιφνιδιαστικά κατά πλουσίων περιοχών, τις οποίες λεηλατούσαν. Απέφευγαν τις μεγάλες μάχες και τις συγκρούσεις εκ του συστάδην, προτιμούσαν να επιτίθενται διηρημένοι σε μικρά τμήματα, να λεηλατούν και να αποχωρούν όταν έφτανε ο Ρωμανός ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 138, 11 ).
Οι διάφοροι στρατηγοί δεν είχαν τις στρατιωτικές ικανότητες του αυτοκράτορα. Όταν οι Τούρκοι τους εύρισκαν μόνους και μακριά από τον αυτοκράτορα συνήθως τους νικούσαν και τους κατάστρεφαν. Μόνο ο Ρωμανός μπορούσε να καταβάλει τους Τούρκους. Αλλά δεν μπορούσε να είναι πανταχού παρόν ( Συνεχιστής Σκυλίτζη 139, 2 ).

Η Τρίτη εκστρατεία κατά των Σελτζούκων Τούρκων.

Οι εκστρατείες των δύο προηγούμενων ετών, του 1068 και του 1069, που παρ’ όλες τις προσωπικές στρατιωτικές νίκες του Ρωμανού ήταν ουσιαστικά χωρίς πραγματικό στρατηγικό κέρδος μια και ο εχθρός, οι Σελτζούκοι Τούρκοι, απέφευγε την αποφασιστική αναμέτρηση και επιδιδόταν σε ένα κλεφτοπόλεμο που καταπονούσε τις βυζαντινές δυνάμεις. Αυτός ο ατελέσφορος στην ουσία διετής στρατιωτικός αγώνας κούρασε τον αυτοκράτορα Ρωμανό Δ’ τον Διογένη και τον κατέβαλε ψυχικά. Έτσι το έτος 1070 αποφάσισε να μην εκστρατεύσει προσωπικά ο ίδιος , αλλά να αναθέσει την ηγεσία του στρατού στον πρωτοπρόεδρο ( Τιμητικός τίτλος ανώτερος του προέδρου του μαγίστρου και του πραιποσίτου )  Μανουήλ Κομνηνό, στον οποίο απένειμε και το αξίωμα του κουροπαλάτη ( Ανώτατο αξίωμα, είδος αυλάρχη, αποδιδόταν μόνο σε «βαρβάτους», όχι σε ευνούχους. Στην ιεραρχία της αυτοκρατορίας, για την εποχή που εξετάζουμε, έχουμε στην κορυφή τον αυτοκράτορα, ακολουθεί ο καίσαρ, ο νοβελίσιμος και ο κουροπαλάτης ). Η απόφαση αυτή ήταν σωστή, αλλά είχε δυσάρεστο αποτέλεσμα για τον ίδιο τον Μανουήλ Κομνηνό και για το κράτος όπως θα δούμε στη συνέχεια.  ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 138, 18 κ. εξ. Και 138, 23 ). Ο Μανουήλ μολονότι  ήταν πολύ νέος, ήταν συνετός στις αποφάσεις και τις ενέργειές του και ικανός στα στρατιωτικά. Αναδιοργάνωσε τον στρατό και χρησιμοποιώντας τον κατάλληλα κατάφερε να επιτύχει αρκετές νίκες
( Μιχαήλ Ατταλειάτης 139, 3 κ. εξ. ).
Η φήμη την οποία απέκτησε ο Μανουήλ Κομνηνός ως ικανός στρατηγός θορύβησε τον Ρωμανό Δ’ ( Συνεχιστής Σκυλίτζη 139, 19 και Μιχαήλ Ατταλειάτης 139, 21 ) και ίσως θέλοντας ν να εξασθενήσει τις στρατιωτικές του Μανουήλ για να μην μπορεί να στασιάσει κατά της νομίμου εξουσίας, τον διέταξε να στείλει το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών του στην Ιεράπολη που κινδύνευε ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 139, 15 και Συνεχιστής Σκυλίτζη 139, 21 ). Η ενέργεια αυτή του Ρωμανού υπήρξε μέγα σφάλμα. Ενώ το ένα τμήμα του στρατού κατευθυνόταν προς την Ιεράπολη, ο Μανουήλ Κομνηνός με το υπόλοιπο του στρατού του δέχτηκε επίθεση από τους Τούρκους κοντά στην Σεβάστεια, νικήθηκε κατά κράτος και συνελήφθηκε αιχμάλωτος ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 139, 20 κ. εξ. Συνεχιστής Σκυλίτζη 139, 24 κ. εξ. ).
Αυτή η νίκη των εχθρών  αποτέλεσε ισχυρότατο πλήγμα στις μέχρι τότε προσπάθειες του Ρωμανού Δ’ να τους αντιμετωπίσει και να υπερασπιστεί την αυτοκρατορία. Μετά από αυτή την νίκη οι Τούρκοι αποθρασύνθηκαν και συνέχισαν τις επιδρομές με μεγαλύτερη σφοδρότητα. Αποτέλεσμα αυτής της νέας επιθετικής δραστηριότητας των Τούρκων ήταν η κατάληψη της πόλης Χώνες, και η βεβήλωση του ναού του Αρχαγγέλου Μιχαήλ με τις σφαγές πολύ μεγάλου αριθμού χριστιανών μέσα σε αυτόν. Ο ναός του αρχαγγέλου Μιχαήλ ήταν το ιερό προσκύνημα σε ανάμνηση του θαύματος του αρχαγγέλου στις Χώνες ( η αρχαία πόλη «Κολοσσοί» ) και ήταν γεμάτος από πλούσια αφιερώματα, τα οποία λεηλάτησαν οι Τούρκοι ( Μιχαήλ Ατταλειάτης, 140, 15 ).

Η τέταρτη εκστρατεία κατά των Σελτζούκων Τούρκων και το ατύχημα του Μαντζικέρτ.

Η αιχμαλωσία από τους Σελτζούκους Τούρκους του Μανουήλ Κομνηνού είχε  αίσιο τέλος. Ο αρχηγός της στρατιωτικής δύναμης που τον συνέλαβε, εμίρης Χρυσόσκουλος κατά τις βυζαντινές πηγές, ήταν υπό την δυσμένεια του Σελτζούκου σουλτάνου Αλπ Αρσλάν και πείστηκε από τον Μανουήλ να αυτομολήσει μαζί του προς τον Ρωμανό Δ’. Στην Κωνσταντινούπολη έγινε δεκτός με τιμές και έλαβε από τον αυτοκράτορα τον τίτλο του προέδρου ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 141 και 142. Συνεχιστής Σκυλίτζη 141 ). Την άνοιξη του 1071 ο Μανουήλ Κομνηνός εκστράτευσε μαζί με τον Χρυσόσκουλο κατά των Σελτζούκων, αλλά στην Βιθυνία αρρώστησε βαριά από ωταλγία και πέθανε σε λίγες μέρες στην αγκαλιά της μητέρας του Άννας της Δαλασσηνής που έτρεξε στο προσκέφαλό του μόλις πληροφορήθηκε την αρρώστια του( Νικηφόρος Βρυέννιος 33 – 34. Άννα Κομνηνή, Ι, 63 και 75 ). Ο Μανουήλ Κομνηνός ήταν τότε 26 ετών και όπως λέει ο Νικηφόρος Βρυέννιος ήταν εξαίρετος στρατιώτης και στρατηγός ( Νικηφόρος Βρυέννιος όπου παραπάνω ).
Μετά από αυτές τις εξελίξεις ο Ρωμανός Δ’ δεν είχε άλλη επιλογή από το να εκστρατεύσει προσωπικά κατά των εχθρών μολονότι στην πρωτεύουσα το αυτοκρατορικό περιβάλλον τον υπονόμευε, με πρωτεργάτες της αυλικής μηχανορραφίας, τον υπέρτιμο ( αυλικός τίτλος ) Νικηφόρο Παλαιολόγο, τον Ψελλό (τότε δεν ήταν ακόμα μοναχός και έφερε το κοσμικό όνομα Κωνσταντίνος ) και τον καίσαρα Ιωάννη Δούκα ( Συνεχιστής Σκυλίτζη 141, 14 ). Ο αυτοκρατορικός στρατός δεν ήταν οργανωμένος και πιστός όπως τα προηγούμενα χρόνια ( Συνεχιστής Σκυλίτζη 143, 12 ) και οι μισθοφόροι δημιουργούσαν προβλήματα ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 146, 18 κ. εξ. Συνεχιστής Σκυλίτζη 143, 27 ).
Την άνοιξη του 1071 ξεκίνησε ο Ρωμανός Δ’ από την Κωνσταντινούπολη και μέσω Σεβάστειας και Θεοδοσιούπολης έφθασε στο οχυρωμένο χωριό Μαντζικιέρτ κοντά στην λίμνη Βαν, ενώ συγχρόνως έστειλε ένα ισχυρό και εμπειροπόλεμο τμήμα μισθοφόρων υπό την ηγεσία του Roussel de Bailleul  ( του Ρουσελίου των βυζαντινών πηγών ) να πολιορκήσει το φρούριο Χλιατ ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 147, 16 κ. εξ. Συνεχιστής Σλυλίτζη 144, 6 κ. εξ. ). Ο Ρωμανός σχεδίαζε να καταλάβει το Μαντζικιέρτ και στην συνέχεια να επιτεθεί στο Χλιατ ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 149, 6 ). Ο Ρωμανός, επειδή δεν θεωρούσε αξιόλογη την  αμυντική ικανότητα των υπερασπιστών ( καστροφυλάκων ) του Μαντζικιέρτ ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 149, 10 ) έστειλε και άλλο ένα ισχυρό και εμπειροπόλεμο τμήμα του στρατού του υπό την διοίκηση του μαγίστρου Ιωσήφ Τραχανιώτη προς ενίσχυση των πολιορκητών του Χλιατ, επειδή υπήρχαν και πληροφορίες ότι έσπευδαν προς το Χλιατ τουρκικές επικουρίες ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 150, 3 κ. εξ. ). Η διαίρεση των δυνάμεων του Ρωμανού δεν ήταν παρακινδυνευμένη ενέργεια επειδή η απόσταση μεταξύ των δυο τοποθεσιών ήταν μικρή και αν υπήρχε ανάγκη θα μπορούσαν να αλληλοϋποστηριχτούν ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 150, 16 κ. εξ.).
Ο Ρωμανός με το δικό του τμήμα μετά από μερικές αψιμαχίες κατέλαβε το Μαντζικιέρτ ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 151, 8 κ. εξ. ). Αμέσως μετά την άλωση του Μαντζικιέρτ από τις δυνάμεις του Ρωμανού Δ’ κατέφθασαν στην περιοχή δυνάμεις στρατιωτικές δυνάμεις των Σελτζούκων Τούρκων υπό την αρχηγία του σουλτάνου Αλπ Αρσλάν και άρχισαν να παρενοχλούν τον στρατό του Ρωμανού με  αψιμαχίες. Ο Ρωμανός απέκρουσε τις πρώτες επιθέσεις και έστειλε διαταγή στις δυνάμεις που ήταν στο Χλιατ να σπεύσουν προς ενίσχυσή του για να μπορέσει να δώσει το ισχυρό και τελειωτικό κτύπημα στους Σελτζούκους ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 15153, 23 κ. εξ. Συνεχιστής Σκυλίτζη 145, 14 κ. εξ. ).
Αλλά ο διοικητής των βυζαντινών δυνάμεων που πολιορκούσαν το Χλιατ μάγιστρος Ιωσήφ Τραχανιώτης όταν πληροφορήθηκε  την άφιξη του σουλτάνου Αλπ Αρσλάν , χωρίς να σκεφτεί τον όρκο πίστης προς τον αυτοκράτορα και χωρίς να τον ενημερώσει, εγκατέλειψε την θέση του μπροστά από το Χλιατ και αφού έπεισε και τον αρχηγό των μισθοφόρων Roussel de Bailleul να τον ακολουθήσει επέστρεψε περνώντας από τα εδάφη της Μεσοποταμίας στο βυζαντινό έδαφος ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 158, 5 κ. εξ. Συνεχιστής Σκυλίτζη 147, 6 κ. εξ. ). Αν η πράξη αυτή του Τραχανιώτη δεν χαρακτηρίζεται εσχάτη προδοσία, τότε ποιος είναι ο ορισμός της εσχάτης προδοσίας;
Ο Ρωμανός περιμένοντας την άφιξη του Τραχανιώτη με το στρατό από το Χλιας, αγνοούσε την επαίσχυντη φυγή του, ανέβαλε την επίθεση κατά των Σελτζούκων Τούρκων. Κατά την διάρκεια αυτής της αναμονής έφτασε στο στρατόπεδο πρεσβεία εκ μέρους του σουλτάνου Αλπ Αρσλάν που ζητούσε ειρήνη. Ο Ρωμανός πιστεύοντας ότι η ενέργεια αυτή του σουλτάνου ήταν ένδειξη αδυναμίας, δέχτηκε να αρχίσει διαπραγματεύσεις, αλλά άλλαξε γνώμη ακούγοντας τις συμβουλές των στρατηγών του και χωρίς να περιμένει την απάντηση του σουλτάνου στις προτάσεις που του είχε στείλει με την τούρκικη πρεσβεία που τον είχε επισκεφτεί και χωρίς να περιμένει την επιστροφή των τούρκων πρέσβεων με την απάντηση του Αλπ Αρσλάν, ως όφειλε από του κανόνες της διπλωματίας να πράξει, διέταξε επίθεση ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 158, 20 κ. εξ. Συνεχιστής Σκυλίτζη 147, 18 κ. εξ. ). Οι Τούρκοι βλέποντας τους Βυζαντινούς να έρχονται συντεταγμένοι εναντίον τους εξεπλάγησαν, επειδή δεν είχαν επίσημα σταματήσει οι διαπραγματεύσεις, και άρχισαν να υποχωρούν. Οι Τούρκοι υποχωρώντας  παρέσυραν τους Βυζαντινούς στο κατόπιν τους. Όσο όμως και να προσπαθούσαν οι Βυζαντινοί δεν μπορούσαν να φθάσουν τους Τούρκους και να τους εξαναγκάσουν σε μάχη. Ο Ρωμανός βλέποντας ότι  η τουρκική υποχώρηση κρατούσε αρκετό χρόνο και ήδη οι Βυζαντινοί είχαν απομακρυνθεί πολύ από το στρατόπεδό τους, το οποίο φυλασσόταν από λίγους άντρες και επειδή υπήρχε ο κίνδυνός να προσπαθούν οι Τούρκοι με την υποχώρηση να τους παρασύρουν σε κάποια ενέδρα, και, τέλος, επειδή είχε αρχίσει να νυχτώνει, διέταξε να στραφεί προς τα πίσω η αυτοκρατορική σημαία, να σταματήσει η προέλαση και να επιστέψουν οι στρατιώτες στο στρατόπεδο. Όταν είδαν οι οπλίτες των πλέον απομακρυσμένων τμημάτων την μεταβολή της αυτοκρατορική σημαίας πίστεψαν ότι ο Ρωμανός νικήθηκε. Σύμφωνα με πληροφορίες των περισσοτέρων, κάποιος εχθρός του Ρωμανού Δ’ Διογένη, εξάδελφος του Μιχαήλ, του γιου της γυναίκας του, ο Ανδρόνικος Δούκας, γιος του καίσαρα Ιωάννη,  έχοντας προσχεδιάσει τι θα έκανε αν βρισκόταν σε μια τέτοια περίσταση, διέσπειρε στο στρατό την φήμη ότι νικήθηκε ο Ρωμανός και καταδιώκεται από τους Τούρκους, και ύστερα συγκεντρώνοντας γρήγορα τις δυνάμεις του ( ο μεγαλόψυχος Ρωμανός του είχε εμπιστευτεί μεγάλη στρατιωτική μονάδα ) τράπηκε σε φυγή και γύρισε στο στρατόπεδο ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 160, 15 – 162, 2 Συνεχιστής Σκυλίτζη 148, 16 κ. 3ξ. ).
Όλοι αυτοί που έφυγαν από το πεδίο της μάχης προσπαθούσαν να μάθουν τι απέγινε ο Ρωμανός, αλλά κανένας δεν μπορούσε να δώσει μια σαφή απάντηση. Ακόμη και όταν άρχισαν να φτάνουν οι βασιλικοί ιππείς και τους ρωτούσαν για την τύχη του αυτοκράτορα, απαντούσαν ότι δεν τον συνάντησαν. Ο Μιχαήλ Ατταλειάτης, που ήταν παρών στα γεγονότα, προσπάθησε να πείσει τους λιποτάκτες να γυρίσουν στη μάχη και εξανάγκασε πολλούς να γυρίσουν πίσω, προσπαθώντας να αποτρέψει την ήττα. Τελικά, οι Τούρκοι που έφτασαν τους διέλυσαν όλους.
Ο Ρωμανός όμως δεν έχασε την ψυχραιμία του, προσπάθησε με την συνοδεία του να αποτρέψει την διάλυση του στρατού και όταν τον περικύκλωσαν οι εχθροί, τους αντιμετώπισε με σθένος. Δεν υποχώρησε , συνέχισε να πολεμά και όταν το άλογό του φονεύθηκε από βέλος. Ακόμη και πεζός και τραυματισμένος στο χέρι πολεμούσε μέχρι που έπεσε εξαντλημένος από την αιμορραγία στα χέρια των εχθρών. Ήταν πριν 938 χρόνια, το βράδυ 26 Αυγούστου του 1071 ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 162, 2 – 164, 4. Συνεχιστής Σκυλίτζη 149, 13 κ. εξ. ).
Οι Σελτζούκοι Τούρκοι δέχτηκαν την νίκη τους με τέτοια σύνεση και μετριοφροσύνη, ώστε χωρίς να καυχηθούν την απέδωσαν στον Θεό και όχι στις δικές τους δυνάμεις. Ο ίδιος ο σουλτάνος  Αλπ Αρσλάν χάρηκε για την νίκη του, αλλά αμφέβαλλε αν ο αιχμάλωτος είναι ο αυτοκράτωρ των Ρωμαίων Ρωμανός όταν του τον παρουσίασαν το πρωί της επόμενης μέρας από την σύλληψή του ( 29 Αυγούστου 1071 ). Αλλά όταν  οι πρέσβεις , που μόλις την προηγούμενη ημέρα είχαν επισκεφτεί το στρατόπεδο του Ρωμανού, τον βεβαίωσαν ότι πραγματικά ότι ο αιχμάλωτος που έχει μπροστά του είναι ο αυτοκράτωρ των Ρωμαίων, ο σουλτάνος σηκώθηκε και αφού τον ασπάστηκε του είπε: « Μη φοβάσαι, βασιλιά, αλλά να είσαι βέβαιος πρώτα απ’ όλα ότι δεν θα υποστείς καμιά σωματική τιμωρία, αλλά θα τιμηθείς όπως ταιριάζει στο υψηλό σου αξίωμα. Γιατί είναι απερίσκεπτος όποιος δεν ανησυχεί μήπως μεταβληθεί η καλή του τύχη». Αμέσως ο σουλτάνος παραχώρησε στον Ρωμανό σκηνή και υπηρέτες και πάντα στα γεύματα τον είχε στο πλάι του. Ο Αλπ Αρσλάν επισκεπτόταν τον Ρωμανό δύο φορές καθημερινά και προσπαθούσε να τον ανακουφίσει λέγοντάς του λόγια παρηγορητικά. ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 164, 4 – 165, 7 ). Η εικόνα που μας δίνει ο Συνεχιστής του Σκυλίτζη ( 150, 14 κ. εξ. ) για την συμπεριφορά του Αλπ Αρσλάν προς τον Ρωμανό είναι η ίδια με μόνη διαφορά ότι, ασύμφωνα με το τελετουργικό τυπικό των επινικίων, ο σουλτάνος έβαλε το πόδι του επί του τραχήλου του αιχμαλώτου αυτοκράτορα, που βρισκόταν κατάχαμα,  και στην συνέχεια τον σήκωσε, τον φίλησε και του είπε τα παρηγορητικά λόγια.
Ο Ρωμανός έμεινε οκτώ ημέρες φιλοξενούμενος του Αλπ Αρσλάν. Σε όλες τις συναντήσεις που είχαν μεταξύ τους κατά το χρονικό αυτό διάστημα συνομιλούσαν φιλικά και έτρωγαν μαζί  χωρίς ο σουλτάνος να προσβάλει στο παραμικρό τον Ρωμανό. Μόνο που του υπενθύμισε ορισμένα σφάλματα, που θεωρούσε ότι είχε κάνει κατά την εξόρμηση του στρατού. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα οι δύο ηγεμόνες συνήψαν συνθήκη ειρήνης πολύ ικανοποιητική για το Βυζάντιο. Το εδαφικό status quo των δύο κρατών παρέμεινε όπως ήταν πριν την μάχη του Μαντζικιέρτ, απελευθερώθηκαν οι Βυζαντινοί αιχμάλωτοι, δόθηκε αμοιβαία υπόσχεση φιλίας και μη επίθεσης. Ενδεικτική για την σχέση φιλίας  που αναπτύχθηκε μεταξύ των δύο ηγεμόνων ήταν η  οι  αμοιβαία δέσμευση που έλαβαν να παντρέψουν τα παιδιά τους. Τέλος, ο Ρωμανός υποσχέθηκε στον Τούρκο σουλτάνο να του αποστείλει πλούσια δώρα. Μετά από αυτά ο Αλπ Αρσλάν απελευθέρωσε τον Ρωμανό, ο οποίος με μικρή ακολουθία δικών του ανθρώπων και με την συνοδεία Τούρκων πρέσβεων αναχώρησε από το τουρκικό στρατόπεδο ( Μιχαήλ Ατταλειάτης 165, 8 – 166, 10. Συνεχιστής Σκυλίτζη 154, 9. Τα περί του συνοικεσίου των παιδιών των δύο ηγεμόνων τα αναφέρει μόνο ο Ατταλειάτης ).

Δημοσίευση σχολίου

Blogger