ΣΚΗΝΗ Ι

ΠΗΝΕΛΟΠΗ - ΟΔΥΣΣΕΑΣ


Το νυφικό δωμάτιο. Νύχτα. Η Πηνελόπη στο κρεβάτι.

Ο Οδυσσέας, ορθός, πυρετώδης, διηγείται στην Πηνελόπη τη συνάντησή του με τον άλλο οδοιπόρο. Μιμείται τα δύο πρόσωπα, μ’ ένα κουπί στον ώμο.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Γιατί έχει ένα δίκρανο στον ώμο; μου φώναξε ο άλλος οδοιπόρος. Τότε κατάλαβα πως είχα φτάσει. Συναντηθήκαμε σ’ ένα μονοπάτι όλο πέτρα κι αγκάθια. Μέσα στο εκτυφλωτικό μεσημεριάτικο φως, μόλις που τον έβλεπα. Ο ιδρώτας έτρεχε από το μέτωπο στα μάτια και με τύφλωνε. Κατάπινα λίγες σταγόνες απ’ τον ιδρώτα μου μαζί με τα δάκρυά μου προσπαθώντας έτσι να θυμηθώ τη γεύση της θάλασσας. Με το κουπί στον ώμο είχα διασχίσει την Θεσσαλική πεδιάδα και τα βουνά της Ηπείρου. Η κούρασή μου ήταν μεγάλη, κι η στιγμή δύσκολη. Οι αγώνες μου όλοι, ο πόλεμος και τα ναυάγια ήταν λιγότερο σκληρά απ’ τη στιγμή αυτή. Δεν έχεις δει στη ζωή σου κουπί; του λέω.

Όχι.

Δεν είδες ποτέ καράβι;

Όχι.

Ποτέ κόκκινα σκαριά καραβιών φρεσκοβαμμένα με μίνιο;

Όχι.

Στην τροφή σου αλάτι δεν βάζεις;

Όχι. Δεν έχεις ποτέ αλατίσει το κρέας σου;

Όχι.

Τότε φύτεψα το κουπί μου στη γη. Και να ’μαι, ήρθα. Πηνελόπη, έγινα αυτός που δεν γνωρίζει τη θάλασσα, που δεν δοκίμασε ποτέ αλάτι, που στη ζωή του δεν είδε καράβι, που δεν ξέρει αν υπάρχει θάλασσα.


ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Έλα, Οδυσσέα. Το κρεβάτι σου σε περιμένει. Γύρισες. Είσαι σπίτι σου. Κι είμαι η γυναίκα σου.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Παντού υπάρχει θάλασσα. Η θάλασσα δεν είναι ποτέ μακριά. Πώς να βρεις τον τόπο όπου οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν τη θάλασσα; Εγώ όμως έπρεπε να τον βρω αυτό τον τόπο. Για να φυτέψω το κουπί μου στη γη, όπως μου είπε ο Τειρεσίας, και να γυρίσω έπειτα στην πατρίδα.


ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Έλα, Οδυσσέα. Σε περιμένω.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Πηνελόπη, ο Τειρεσίας μού είπε ακόμη...


ΠΗΝΕΛΟΠΗ τον διακόπτει

Απόψε, μπροστά σ’ αυτό το κρεβάτι, μου μιλάς για τον Τειρεσία; Τους νεκρούς συλλογίζεσαι; Έτσι έκανες και στον πρώτο σου γυρισμό, την πρώτη νύχτα που γύρισες απ’ την Τροία, όταν μου ’πες πως θα ξαναφύγεις με το κουπί στον ώμο...


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Δε θα σκεφτώ πια τον Τειρεσία ούτε τους νεκρούς.


ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Λοιπόν, τί σου είπε; Ίσως είναι καλύτερα να το μάθω αμέσως.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Όχι, δεν είναι καλύτερα.


ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Μια που άρχισες...


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Δεν βιάζει.


Ακουμπάει το κουπί. Την αγκαλιάζει. Τη φιλά. Μια στιγμή ηρεμίας.


ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Επιτέλους σε σφίγγω στην αγκαλιά μου, σε κρατώ σα ναυαγός που ξαναβρίσκει τη γη, τη στιγμή που νιώθει άξαφνα κάτω απ’ το πόδι του τη γλύκα της άμμου. Δεν κοιμήθηκα στο νυφικό δωμάτιο όσο έλειπες, δεν κοιμήθηκα ούτε μια φορά σ’ αυτό το κρεβάτι. Και κανείς δεν ξέρει το μυστικό του, εκτός από μας τους δυο. Κοίταξε έχει αραχνιάσει.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Το κρεβάτι μας. Το δέντρο μας. Η μυστική ελιά μας. Ένα κρεβάτι με ρίζες (Γελάει.) Ένα κρεβάτι ριζωμένο στη γη. Βαθιά στη γη.


Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ αγγίζει το κρεβάτι. Το χαϊδεύει από πάνω ως κάτω· κι άξαφνα μοιάζει να βυθίζεται πάλι σ’ ένα όνειρο, σε σημείο που ξεχνάει την παρουσία της ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Στη γη... Στα χώματα... Όλο και πιο μέσα...


ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Τί λες;


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Μέσα στη χώρα, όλο και πιο μέσα, βουνά πίσω απ’ τα βουνά, κι άλλα βουνά, κι άλλα κι άλλα, η πεδιάδα και το βουνό, η πεδιάδα το βουνό, βουνά πίσω απ’ τα βουνά να προχωρείς όλο και πιο μέσα προς τα χώματα προς τα μέσα και να ξεχάσεις πως υπάρχει θάλασσα.


ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Μα τί λες; Τί λες;


Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ξαναπαίρνει το κουπί και μένει έτσι ως το τέλος με το κουπί στον ώμο. Γυρίζει και κοιτάζει το κουπί. Σκοτάδι.


ΣΚΗΝΗ V

ΟΔΥΣΣΕΑΣ-ΠΗΝΕΛΟΠΗ


Το νυφικό κρεβάτι. Νύχτα.

Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ κοιμάται βαθιά. Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ την σκουντάει να ξυπνήσει.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Πηνελόπη, πρέπει να ξαναφύγω. Ξύπνα. Ξύπνα. Γυρίζω απ’ τους νεκρούς. Πλέοντας όλο προς τη δύση, βρέθηκα στη χώρα των νεκρών, ρώτησα το νεκρό Τειρεσία για το γυρισμό μου, κι εκείνος μου ’πε πως μια δοκιμασία ακόμα με περιμένει, μια δοκιμασία φοβερή. Πρέπει να ξαναφύγω μ’ ένα κουπί στον ώμο, να πάω από πόλη σε πόλη, από χώρα σε χώρα, να περπατάω συνέχεια ωσότου συναντήσω τους ανθρώπους που δε γνωρίζουν τη θάλασσα. Μια μέρα, στο δρόμο μου, θ’ ανταμώσω έναν άλλον οδοιπόρο που θα με ρωτήσει: «Γιατί έχεις ένα δίκρανο στον ώμο;» Την ημέρα αυτή, και στο ίδιο μέρος, θα φυτέψω το κουπί μου στη γη. Και θα γυρίσω στην πατρίδα, στην Ιθάκη. Αργότερα είπε, όταν θα ’μαι πια γέρος, θά ’ρθει προς εμέ ο θάνατος, θά ’ρθει από τη θάλασσα. Από τη θάλασσα; Ή μακριά από τη θάλασσα;


ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Μα Οδυσσέα, όλ’ αυτά έγιναν. Την πορεία με το κουπί την έκανες. Πήγες και γύρισες. Ηρέμησε. Όνειρο ήταν.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Πήγα και γύρισα. Ναι, όνειρο ήταν. Ονειρεύτηκα πάλι τον Τειρεσία. Το όνειρο που βλέπω συχνά προς τα χαράματα. Ήμουν σκυμμένος πάνω από το χαντάκι, το ίδιο εκείνο χαντάκι που είχα σκάψει τότες για να κατέβω στους νεκρούς να πάρω χρησμό, και στο ίδιο μέρος. Έσφαξα τα θύματα, το αίμα άρχισε να τρέχει στο χαντάκι, κι από τα βάθη της γης έβλεπα τις ψυχές ν’ ανεβαίνουν με ουρλιαχτά, τόση ήταν η βουλιμία τους να πιουν το αίμα για να μπορέσουν έτσι ν’ αναγνωρίσουν τους ζωντανούς. Δεν άφησα τους νεκρούς να πλησιάσουν το αίμα όσο ο Τειρεσίας δεν είχε ακόμα πιει και μιλήσει. Ούτε τη μάνα μου άφησα, με παρακαλούσε να πιει δίχως να μ’ αναγνωρίζει.


ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Λησμόνησε τα όνειρα. Πρέπει να ζούμε όπως μπορούμε, όπως τα φέρνει η ίδια η ζωή. Το νήμα αυτό του Τειρεσία πρέπει να το κόψεις. Να το κόψεις.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Θα ’θελα να το τραβήξω, να το πάω όσο παίρνει, μέχρι το τέρμα του. (Σιωπή.) Ο θάνατος θά ’ρθει από τη θάλασσα; Ή μακριά απ’ τη θάλασσα; Στο όνειρο πάντα μια λέξη μού ξεφεύγει, η ίδια λέξη. Μου είχε ξεφύγει και τότε όταν είδα στ’ αλήθεια τον Τειρεσία στη χώρα των νεκρών. (Ψάχνει.) Είπε ο θάνατος θά ’ρθει μακριά από τη θάλασσα... Κάποιος που μου μοιάζει θα με χτυπήσει. (Αρχίζει άξαφνα να βαδίζει προς την Πηνελόπη απειλητικά.) Από πού θά ’ρθει ο θάνατος; Από την θάλασσα ή μακριά απ’ τη θάλασσα; Και ποιός θα με χτυπήσει;


Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ κάνει πίσω, τρομοκρατημένη.


ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Εμένα ρωτάς;


Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ κάνει ακόμη λίγα βήματα προς αυτή. Εκείνη ορθώνεται, άγρια κι υπερήφανη.


ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Θέλεις ν’ απομακρύνεις τον Τηλέμαχο. Θέλεις να εξορίσεις το γιο μου. Να τον απομακρύνεις από μένα.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Ώστε για τον Τηλέμαχο πρόκειται; Και το ξέρεις; (Την τραντάζει.) Το ξέρεις εσύ πως ο Τηλέμαχος θα με σκοτώσει; Πώς το ξέρεις; Πώς το ξέρεις εσύ;


ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Δεν ξέρω τίποτα. Δεν είπα τίποτα. Εγώ δε μίλησα για τον Τηλέμαχο.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Η προφητεία αφορά λοιπόν εκείνον; Κάποιος που μου μοιάζει θα με χτυπήσει. Κάποιος που μου μοιάζει μπορεί να ’ναι και ξένος. Γιατί ο Τηλέμαχος; (Την τραντάζει.) Γιατί ο Τηλέμαχος;


Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ ελευθερώνεται από τα χέρια του ΟΔΥΣΣΕΑ κι απομακρύνεται απ’ αυτόν, Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ καταρρέει. Πέφτει στο κρεβάτι.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Ο Τειρεσίας δε θέλησε ποτέ να πει περισσότερα. Κάθε φορά, στο όνειρο, περιμένω. Περιμένω σα να ’μουνα ξύπνιος. Αλλά εκείνος ξαναλέει ακριβώς τα ίδια, με τον ίδιο τόνο, και λέει πάλι αυτό το διφορούμενο σημείο από τη θάλασσα ή μακριά απ’ τη θάλασσα...

Όταν η μητέρα μου ήπιε το αίμα και μ’ αναγνώρισε, την παρεκάλεσα να μιλήσει. Ήθελα να την αγγίξω —μια φοβερή επιθυμία ανέβαινε μέσα μου— ήθελα να την πάρω στην αγκαλιά μου να την σφίξω. Τρεις φορές όρμησα προς αυτή, έπεσα επάνω της και τρεις φορές μου γλίστρησε μέσα από τα χέρια σαν σκιά. Κινήθηκαν όμως τα χείλη της, ήθελε να μου μιλήσει. Πρόφερε λίγες συλλαβές, και με κοίταζε στα μάτια. Όμως όλοι οι νεκροί φεύγανε κιόλας με κραυγές, σαν κοπάδι πουλιών. Δε μπορούσα πια να ξεχωρίσω τη φωνή της μάνας μου και με πιάσανε τα κλάματα.


Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ τού παίρνει το χέρι με τρυφερότητα.


ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Ηρέμησε. Κοντεύει να χαράξει.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Πηνελόπη, βλέπω αυτό το όνειρο όσο πάει και συχνότερα.


ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Και γιατί δεν μου ’πες ποτέ ώς τώρα πως κάποιος που σου μοιάζει θα σε χτυπήσει; Πρώτη φορά τ’ ακούω. Ο Τειρεσίας στο είχε προφητέψει τότε που σου μίλησε για την πορεία σου; Το ’ξερες όταν έφυγες με το κουπί στον ώμο ή απλώς τ’ ονειρεύτηκες;


ΟΔΥΣΣΕΑΣ χαμένος

Δεν ξέρω πια. Δε θυμάμαι.


ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Τ’ ονειρεύτηκες. Όνειρο είναι. Και κάθε φορά προσθέτεις κάτι καινούριο στο ίδιο όνειρο. Δεν έπρεπε να ’χεις πάει στους νεκρούς, ύστερα από τέτοιο ταξίδι δεν είναι κανείς σαν τους άλλους ανθρώπους. Δεν έπρεπε να υπακούσεις στην Κίρκη.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Ο γυρισμός στην πατρίδα είναι πράγμα δύσκολο. Κερδίζεται ύστερα από πολλές λοξοδρομήσεις. Έπρεπε να κατέβω στον Άδη για να ξαναδώ μια μέρα την Ιθάκη. Και σένα. Η Κίρκη το ήξερε. Και με οδήγησε.


ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Το χρωστάς σ’ αυτήν λοιπόν που είσαι τώρα εδώ μαζί μου;


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Ναι. Εκείνη μου ’δειξε το δρόμο και τις αποστάσεις. Πώς έπρεπε να διασχίσω τον Ωκεανό, να φτάσω στο ακρωτήρι και το δάσος της Περσεφόνης, να ξανανέβω το ποτάμι, να τραβήξω το καράβι μου στη στεριά, να περπατήσω έπειτα στο βάλτο κι ίσαμε το βράχο όπου ενώνονται οι δυο ποταμοί. Στο σημείο ακριβώς αυτό έπρεπε να σκάψω το χαντάκι και να επικοινωνήσω με τους νεκρούς. Με τον Τειρεσία, που θα μου ’δειχνε το δρόμο και τις αποστάσεις μέχρι την Ιθάκη.

Όταν ύστερα απ’ αυτό το ταξίδι, γύρισα στην Κίρκη, με ονόμασε γελώντας «ο νεκρός». «Οι άνθρωποι πεθαίνουν μια φορά, εσύ θα πεθάνεις δύο γιατί το τόλμησες». Μίλαγε, γελούσε, και με μύριζε σα σκύλα, γιατί το δέρμα μου είχε πάρει τη μυρουδιά των νεκρών.

Μ’ έγδυσε η ίδια και μ’ έβαλε στο λουτρό. Έτριψε το κάθε μέλος του κορμιού μου με λάδι και βότανα. Εγώ αφέθηκα. Μια απέραντη χαρά με πλημμύριζε. Ξαναγεννιόμουν. Ήμουν ένα νεογέννητο.

Πηνελόπη, το ταξίδι αυτό δεν το μετανιώνω. Αλλά πες μου, πες μου, πιστεύεις εσύ πως ο Τηλέμαχος...


Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ ανοίγει μια κουρτίνα. Φως ημέρας. Αναστενάζει.


ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Χαράζει.

Βγαίνει στην αυλή, παρασύροντας και τον ΟΔΥΣΣΕΑ.


[...]


ΣΚΗΝΗ ΧΙΙ

ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ -ΤΗΛΕΓΟΝΟΣ


Η παραλία. Ημέρα. Το καράβι του ΤΗΛΕΓΟΝΟΥ μόλις έχει φτάσει. Ο ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ είναι έτοιμος να φύγει. Διασταυρώνονται.


ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ

Από πού έρχεσαι ξένε;


ΤΗΛΕΓΟΝΟΣ

Έρχομαι απ’ την Πύλη κι απ’ τη Σπάρτη.


ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ

Μου θυμίζεις έναν παιδικό φίλο. Η Πύλος είναι η πατρίδα σου;


ΤΗΛΕΓΟΝΟΣ

Όχι. Η πατρίδα μου είναι ένα νησί σκοτεινό, γεμάτο κυπαρίσσια και πηγές, στα πέρατα της Δύσης.


ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ

Εκεί θα μ’ άρεσε να πάω. Πέρα από τις ελληνικές θάλασσες, όσο μακρύτερα μπορώ. Να γνωρίσω τις πιο μακρινές χώρες της Δύσης που γνώρισε ο Οδυσσέας.


ΤΗΛΕΓΟΝΟΣ

Θέλεις λοιπόν να πας στο νησί της Κίρκης;


ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ

Ναι. Πώς το ξέρεις;


ΤΗΛΕΓΟΝΟΣ

Έχω ακουστά για τον περίπλου του Οδυσσέα. Άκου, εγώ έπλευσα προς την Ανατολή και κράτησα πάντα στ’ αριστερά μου τη Μεγάλη Άρκτο. Για να πλεύσεις προς τη Δύση, μην ξεχνάς να έχει πάντα στα δεξιά σου τη Μεγάλη Άρκτο. Όταν βγεις από τα ελληνικά ύδατα, κι ύστερα από την Κέρκυρα, θα χρειαστείς ακόμη δέκα επτά μέρες για να φτάσεις στο νησί της Κίρκης.


Ο ΤΗΛΕΓΟΝΟΣ κάνει ένα σχέδιο του ταξιδιού στην άμμο ή στον τοίχο του λιμανιού.


ΣΚΗΝΗ ΧΙΙΙ

ΤΗΛΕΓΟΝΟΣ - ΟΔΥΣΣΕΑΣ


Η παραλία. Ημέρα. Συνέχεια της προηγούμενης σκηνής. Τα γαυγητά δυναμώνουν. Ο ΤΗΛΕΓΟΝΟΣ σηκώνει το κεφάλι προς το λόφο. Τον ΟΔΥΣΣΕΑ δεν τον βλέπουμε, ακούμε μόνο τη φωνή του.


ΤΗΛΕΓΟΝΟΣ

Φώναξε τα σκυλιά σου. Εσύ, κει πάνω, φώναξε τα σκυλιά σου, θα ορμήσουν επάνω μου.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Η Ιθάκη δεν είναι πια λεία για τους πειρατές. Το είδα το καράβι σου. Η Ιθάκη δεν είναι πια ανυπεράσπιστη. Εγώ είμαι εδώ.


ΤΗΛΕΓΟΝΟΣ

Δεν ακούω τί λες με τα γαυγητά. Φώναξε τα σκυλιά σου.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Ένα βήμα να κάνεις ακόμη, και σε σκοτώνω.


ΤΗΛΕΓΟΝΟΣ

Κάνε τα σκυλιά σου να πάψουν. Μάζεψε τα σκυλιά σου. Έχω να σου μιλήσω. Μ’ ακούς;


ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Μην προχωράς.


ΤΗΛΕΓΟΝΟΣ

Μ’ ακούς; Τί κάνεις; Τί θες να κάνεις; Να με σκοτώσεις; Μη με σκοτώσεις. Είμαι ο γιος του Οδυσσέα. Κι έρχομαι απ’ τα πέρατα της γης για να τον βρω. Θέλω να δω τον πατέρα μου, θέλω να τον γνωρίσω, είμαι ο γιος του Οδυσσέα, και κρατώ μαζί μου σύμβολα αναγνώρισης, αποδείξεις που μου ’δωσε η μάνα μου. Είμαι ο γιος του βασιλιά αυτού του τόπου. Μη με σκοτώσεις.


Εμφανίζεται Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ. Ο ΤΗΛΕΓΟΝΟΣ σκύβει την τελευταία στιγμή για να γλυτώσει το βέλος. Παίρνει το τόξο του και σημαδεύει. Βρίσκει τον ΟΔΥΣΣΕΑ. Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ σωριάζεται. Τα σκυλιά ουρλιάζουν.

(αποσπάσματα)

Δημοσίευση σχολίου

Blogger