Ο Sir Francis Galto, που έχει αναγνωριστεί ως «ο πατέρας της ψυχομετρίας» για τις προσπάθειές του να ποσοτικοποήσει τις νοητικές ικανότητες των ανθρώπων (και έχει κατακριθεί ως ο ιδρυτής του κινήματος της ευγονικής, λόγω των θεωριών του σχετικά με τη κληρονομικότητα), έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον στη μέτρηση της ταχύτητας. 
Πίστευε ότι ο χρόνος αντίδρασης ήταν ένας σημαντικός δείκτης για την ανθρώπινη νοημοσύνη. Με ένα εκκρεμές που είχε ως βάση ένα χρονοδιάγραμμα για να μετρά την απόκριση των ατόμων στη θέα ενός δίσκου χαρτιού ή τον ήχο ενός σφυριού, ο Galton συνέλεξε ταχύτητες αντίδρασης κατά μέσο όρο περίπου 185 χιλιοστών του δευτερολέπτου, δέκατα του δευτερολέπτου που στη συνέχεια έγιναν πασίγνωστα στις κοινωνικές επιστήμες.

Για δεκαετίες άλλοι ερευνητές προσπαθούσαν να ελέγξουν το εύρημα της βασικής ιδέας του Galton πως η ταχύτητα ισούται με την εξυπνάδα. Ενώ πολλές πρόσφατες δοκιμές δεν έχουν βρει καμία σταθερή σχέση μεταξύ τους, μερικοί έχουν αποδειχθεί μια ελαφρά αλλά καταφανής συσχέτιση μεταξύ σύντομων χρόνων αντίδρασης και υψηλών σκορ σε τεστ νοημοσύνης. Αν υπάρχει μια λογική στη συσχέτιση αυτή, είναι ότι όσο πιο γρήγορα τα νευρικά σήματα ταξιδεύουν από τα μάτια στον εγκέφαλο και στα κυκλώματα που ενεργοποιούν τους κινητήριους νευρώνες, τόσο πιο γρήγορα ο εγκέφαλος επεξεργάζεται τις πληροφορίες που λαμβάνει, με αποτέλεσμα μια μεγαλύτερη νοημοσύνη.
Ο ψυχολόγος Michael Woodley του Πανεπιστημίου Ουμέα στη Σουηδία και οι συνάδελφοί του έδειξαν αρκετή εμπιστοσύνη στη συσχέτιση αυτή, χρησιμοποιώντας καταγεγραμμένα δεδομένα χρονικής περιόδου που υπερέβαιναν τον έναν αιώνα σχετικά με τους χρόνους αντίδρασης, ώστε να συγκρίνουν τη διάνοια των σημερινών ανθρώπων με εκείνη των ανθρώπων της Βικτωριανής εποχής.  Τα ευρήματά τους θέτουν υπό αμφισβήτηση τη πεποίθησή μας ότι ο γρήγορος ρυθμός ζωής μας είναι  σημάδι παραγωγικότητας, καθώς και της διανοητικής ικανότητας των ανθρώπων της σύγχρονης εποχής. Όταν οι ερευνητές αξιολόγησαν χρόνους αντίδρασης από 14 μελέτες που διεξήχθησαν μεταξύ του 1880 και του 2004 (συμπεριλαμβάνοντας το σύνολο ενός μεγάλου αριθμού απροσδιόριστων δεδομένων του Galton), βρήκαν μια ανησυχητική μείωση, που αντιστοιχούσε  σε μια απώλεια κατά μέσο όρο 1,16 βαθμών IQ ανά δεκαετία. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη αξιολόγηση, αυτό μας καθιστά διανοητικά κατώτερους από τους βικτοριανούς προκατόχους μας,  κατά περίπου 13 μονάδες IQ.
Ο ψυχολόγος Woodley και οι συνεργάτες του ανέφεραν πως η βικτοριανή εποχή «χαρακτηρίζεται από μια έκρηξη δημιουργικής ιδιοφυίας».  Ενώ οι περιβαλλοντικοί παράγοντες μπορούν και σίγουρα ενισχύουν συγκεκριμένες δεξιότητες (μερικοί ερευνητές απέδωσαν τη βελτίωση της εκπαίδευσης και της διατροφής στην αύξηση του δείκτη νοημοσύνης κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών), ο Woodley φαίνεται να υποστηρίζει, από μια βιολογική άποψη, ότι τα γονίδιά μας, καθιστούν την νοημοσύνη μας χαμηλότερη.
Επικριτές αυτής της άποψης, ωστόσο, δεν συμφωνούν στην πτωτική αυτή τροχιά του πνεύματος μας. Υποστηρίζουν πως η έρευνα παλιών δεδομένων από ανεξάρτητες μελέτες με διαφορετικά πρωτόκολλα, δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να μάθουμε και να υποστηρίξουμε ότι με το πέρασμα των χρόνων έχει επέλθει πτώση στον δείκτη νοημοσύνης των ανθρώπων. Οι χρόνοι αντίδρασης είναι γνωστό ότι ποικίλλουν ανάλογα με το πόσο μια μελέτη υπογραμμίζει την ακρίβεια, αν οι συμμετέχοντες έχουν προβεί σε εξάσκηση πριν τη μέτρηση και από τη φύση της ίδιας της έρευνας. Μερικοί ερευνητές τώρα πιστεύουν ότι άλλες μετρήσης σχετικά με το χρόνο αντίδρασης είναι πιο αποκαλυπτικές. Μελετούν τη μεταβλητότητα στο χρόνο απόκρισης και όχι το μέσο όρο, ή προσθέτουν στις μελέτες τη λήψη αποφάσεων, έτσι ώστε το άτομο που μελετάται να αντιδρά σε μια λάμψη φωτός μόνο αν είναι, για παράδειγμα, κόκκινη.
Στις σημερινές κοινωνίες εξισώνουμε τη ταχύτητα με την εξυπνάδα, όμως η νοημοσύνη παρά το γεγονός πως πιθανώς έχει να κάνει με την παραγωγή γρήγορων αποκρίσεων, έχει σίγουρα να κάνει σε μεγάλο βαθμό και με τις σωστές αποκρίσεις.
Ακόμη και η αντίληψη της ταχύτητας μπορεί να είναι παραπλανητική. Όταν τα πράγματα έρχονται εύκολα ή γρήγορα, όταν δεν χρειάζεται να καταβάλουμε προσπάθεια, έχουμε την τάση να αισθανόμαστε πιο έξυπνοι, μια έννοια που ονομάζεται ευχέρεια. Σε μία μελέτη, ο Adam Alter και ψυχολόγοι συνάδελφοί του στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης,  ζήτησαν από εθελοντές να απαντήσουν σε μια σειρά ερωτήσεων δακτυλογραφημένες είτε με καθαρή, ευκρινή γραμματοσειρά ή με μια ελαφρώς θολή, πιο δύσκολη στην ανάγνωση. Οι εθελοντές που έπρεπε να εργαστούν σκληρότερα κατέληξαν σε μια καλύτερη επεξεργασία του κειμένου, απαντώντας στις ερωτήσεις με μεγαλύτερη ακρίβεια.

Δημοσίευση σχολίου

Blogger