Σε πρόσφατη συνέντευξή του στον ρ/σ 247, ο κ. Κοτζιάς ερωτηθείς σχετικά με τις διαπραγματεύσεις με την Αλβανία επανέλαβε ότι δεν ετέθη ποτέ τσαμικό ζήτημα ούτε ο ίδιος θα αποδεχόταν μία τέτοια συζήτηση.

Ξεκαθάρισε ότι οι περιουσίες των μεσεγγυήσεων ιδιοκτησιών του αλβανικού κράτους και Αλβανών ιδιωτών προ του πολέμου- που δεν έχουν σχέση με τις περιουσίες των Τσάμηδων- μόλις τελειώσει το εμπόλεμο μπορεί να επιστραφούν.


Τόνισε ότι είναι άλλο θέμα οι περιουσίες στις οποίες έγινε κατάσχεση για συνεργασία με τον εχθρό από την ηγετική ομάδα των Τσάμηδων στην Θεσπρωτία». «Οι τσάμικες περιουσίες είναι περιουσίες που αφορούν το τέλος του πολέμου και για τις οποίες υπάρχουν αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις. Είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα, γιατί πάρα πολλοί τα μπερδεύουν ή θέλουν να τα μπερδέψουν» είπε.




Ας δούμε τώρα την ιστορική διαδρομή από το 1913-1920:

Στις 17 Δεκεμβρίου 1913 η επιτροπή εκδίδει την απόφαση που έμεινε γνωστή ως Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας [15]. Στο πρωτόκολλο καθορίζονται λεπτομερώς τα αλβανοελληνικά σύνορα. Στο έδαφος της Αλβανίας παραμένουν 100 περίπου ρομέικα χωριά και στην Ελλάδα οι Αλβανοί της Τσαμουριάς (Θεσπρωτίας) [16].

Στις 7 Μαρτίου 1914 αποβιβάζεται στο Δυρράχιο (Durrës) ο κατ’ επιλογή των έξι δυνάμεων ηγεμόνας της Αλβανίας γερμανός πρίγκιπας Γουλιέλμος ντε Βιντ. Σχηματίζει αμέσως την οριστική κυβέρνηση με προεξέχοντα πρόσωπα τον Τουρχάν Πασά Πρεμετή (πρόεδρο) και τον Εσάτ Πασά Τοπτάνι (υπουργό Πολέμου και Εσωτερικών). Πρώτο μέλημα της κυβέρνησης είναι η εξάπλωση της κυριαρχίας της σε όλη την Αλβανία και κυρίως στο νότο, όπου μειονοτικοί Έλληνες και ελληνικός στρατός βρίσκονται αντιμέτωποί της.



Οι πρεσβευτές των μεγάλων δυνάμεων έχουν επιδώσει από τις 13 Φεβρουαρίου διακοίνωση στην ελληνική κυβέρνηση με την οποία εκβιάζουν ότι η οριστική απονομή των νησιών του Αιγαίου στην Ελλάδα θα πραγματοποιηθεί μετά την εκκένωση των εδαφών που παραχωρήθηκαν στην Αλβανία από τα ελληνικά στρατεύματα. Ζητούν επίσης από την κυβέρνηση Βενιζέλου να μην υποστηρίξει και ενθαρρύνει άμεσα ή έμμεσα την αντίσταση των μειονοτικών Ελλήνων στην αλβανική εξουσία. Ο Βενιζέλος αποδέχεται τους όρους και διατάζει το στρατό να αποσυρθεί στα ελληνικά σύνορα. Στις 17 Φεβρουαρίου όμως ξεσπά εξέγερση και η σημαία της Αυτονόμου Ηπείρου υψώνεται στο Αργυρόκαστρο. Η προσωρινή κυβέρνηση των αυτονομιστών αποτελείται από τον πρώην υπουργό των Εξωτερικών της Ελλάδας Γεώργιο Ζωγράφο (πρόεδρο) και τους μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως Βασίλειο, Κορυτσάς Γερμανό και Βελάς-Κόνιτσας Σπυρίδωνα.

Ο αγώνας της προσωρινής κυβέρνησης της Αυτονόμου Ηπείρου κατά των τακτικών και ατάκτων αλβανικών σωμάτων, με αίτημα την παραχώρηση αυτονομίας, θα μείνει γνωστός στην ελληνική ιστορία ως βορειοηπειρωτικός αγώνας [17]. Πρόκειται για ένα αγώνα περιορισμένου στρατιωτικά χαρακτήρα, που αποσκοπούσε να ενισχύσει κυρίως τη θέση της ελληνικής πλευράς στο διπλωματικό πεδίο. Πράγματι στις 17 Μαΐου 1914 οι αντιπρόσωποι των αυτονομιστών, της κυβέρνησης του Βιντ και της διεθνούς επιτροπής ελέγχου, υπογράφουν το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας. Σύμφωνα με αυτό, οι επαρχίες Αργυροκάστρου και Κορυτσάς αποκτούσαν καθεστώς εκκλησιαστικής, σχολικής και κοινοτικής αυτονομίας. Η συμφωνία της Κέρκυρας έμεινε ωστόσο στα χαρτιά, γιατί λίγο αργότερα ο ελληνικός στρατός ανακαταλαμβάνει τις διεκδικούμενες περιοχές, με αφορμή την αλβανική εξέγερση κατά του ηγεμόνα Βιντ.

Ο Γουλιέλμος Βιντ εγκαταλείπει την Αλβανία στις 6 Σεπτεμβρίου 1914 χωρίς να κατορθώσει, κατά το σύντομο χρονικό διάστημα που παρέμεινε στη χώρα, να την κυβερνήσει [18]. Ο Βενιζέλος επωφελείται του γεγονότος και ανακοινώνει στις 14 Οκτωβρίου την ανακατάληψη της Πρεμετής και του Αργυροκάστρου από τον ελληνικό στρατό. Στις 25 Δεκεμβρίου οι Ιταλοί αποβιβάζονται στη Βλόρα (Αυλώνα). Η Αυστροουγγαρία μετά την επίθεση της από την Ιταλία (23 Μαΐου 1915) προελαύνει στη Βόρεια Αλβανία για να ενισχύσει το διπλό μέτωπο της κατά των Σέρβων και των Ιταλών. Στις αρχές του 1916 βορειοηπειρώτες αντιπρόσωποι γίνονται δεκτοί στην ελληνική βουλή και το Μάρτιο του ίδιου χρόνου ο βασιλιάς Κωνσταντίνος υπογράφει την ενσωμάτωση της Βορείας Ηπείρου στο Ελληνικό Βασίλειο.



Η Ιταλία ωστόσο, εκμεταλλευόμενη την ελληνική ουδετερότητα στον πόλεμο, διώχνει σταδιακά τον ελληνικό στρατό από τις θέσεις που κατέχει. Οι Ιταλοί καταλαμβάνουν με τη σειρά τα χωριά: Καλαράτες, Πυλιούρι, Δρυμάδες, Βουνό, Χειμάρα, Κούτσι, Πρεμετή (Αύγουστος 1916). Κηπουριό, Δραγόνι, Άγιοι Σαράντα (Σεπτέμβριος). την πόλη Αργυρόκαστρο και τα χωριά Γεωργουσάδες, Κακαβιά, Λεσκοβίκι (Οκτώβριος). Οι Γάλλοι παράλληλα προχωρούν στην κατοχή της Κορυτσάς (22 Οκτωβρίου 1916). Η προέλαση του ιταλικού στρατού προς νότο οδηγεί στην κατάληψη των Φιλιατών (7 Απριλίου 1917) και Μετσόβου, Παραμυθιάς, Ιωαννίνων (8-9 Ιουνίου) [19].

Έτσι η Αλβανία παραμένει υπό κατοχή, μοιρασμένη μεταξύ Αυστροουγγαρίας και ιταλο-γαλλικών δυνάμεων, μέχρι το τέλος των εχθροπραξιών (11 Νοεμβρίου 1918). Ο διπλωματικός αγώνας που ακολουθεί στη συνέχεια για τη διανομή της πολεμικής λείας απειλεί την ίδια την ανεξαρτησία της Αλβανίας. Οι νικητές, Ιταλοί, Σέρβοι και Έλληνες, επιθυμούν εδαφικά οφέλη. Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται και η μυστική ιταλο-ελληνική μυστική συμφωνία Βενιζέλου – Τιτόνι (29 Ιουλίου 1919), που δεν υλοποιήθηκε ποτέ.



Την υπεράσπιση των αλβανικών θέσεων αναλαμβάνει η αλβανική κυβέρνηση που εκλέγεται από αντιπροσώπους στη Λούσνια στις 21 Ιανουαρίου 1920. Έδρα της κυβέρνησης ορίζονται τα Τίρανα, πρόεδρος ο νεότουρκος Σουλεϊμάν Μπέη Ντελβίνα και σύμβουλοι αντιβασιλείας ο μπεκτασής Ακίφ Πασά, ο καθολικός Λ. Μπούμτσι, ο εκ Κορυτσάς ορθόδοξος Μ. Τουρτούλι και ο σουνίτης Αβδί Μπέη Τοπτάνι [20]. Στις 22 Αυγούστου υπογράφεται το ιταλο-αλβανικό Πρωτόκολλο των Τιράνων που υποχρεώνει την Ιταλία να αποσύρει το στρατό της στις 3 Σεπτεμβρίου 1920.

Στις 9 Νοεμβρίου συγκαλείται στο Παρίσι η συνδιάσκεψη των πρεσβευτών της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας που επιβεβαιώνει την ανεξαρτησία της Αλβανίας, αναγνωρίζει την αλβανική κυβέρνηση και αποφασίζει για τα σύνορα της χώρας. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, την οποία η Αλβανία αποδέχεται επίσημα στις 17 Φεβρουαρίου 1922, η Ιταλία αποκτά την κηδεμονία του κράτους, η Γιουγκοσλαβία κρατάει την αλβανική περιοχή του Κοσόβου και της βορειοδυτικής Μακεδονίας, ενώ η Ελλάδα χάνει οριστικά τα εκατό ορθόδοξα ρομέικα χωριά της Νότιας Αλβανίας, αρκούμενη στις αλβανικές διαβεβαιώσεις για το σεβασμό των γλωσσικών και θρησκευτικών δικαιωμάτων των σαράντα περίπου χιλιάδων κατοίκων τους [21].

Τη βραχύβια μοναρχία (1914-1925) διαδέχθηκε η ακόμη πιο βραχύβια πρώτη Αλβανική Δημοκρατία (1925–1928), που αντικαταστάθηκε από νέα μοναρχία (1928–1939). Το βασίλειο υποστηρίχτηκε από το φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας και οι δύο χώρες διατήρησαν στενές σχέσεις μέχρι την ξαφνική εισβολή της Ιταλίας στη χώρα το 1939. Η Αλβανία καταλήφθηκε από τη Φασιστική Ιταλία και στη συνέχεια από τη Ναζιστική Γερμανία κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Όπως φαίνεται από τα παραπάνω το μόνο θέμα που έμεινε ανοιχτό, αν έμεινε τελικά είναι με τους λεγόμενους Τσάμηδες.
Τελικά σε ποιες περιουσίες Αλβανών κάνει αναφορά ο κύριος Κοτζιάς;

Όταν ηΑλβανία σήμερα είναι μέλος του ΟΗΕ, του ΝΑΤΟ, του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, του Συμβουλίου της Ευρώπης, του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου, του Οργανισμού Ισλαμικής Διάσκεψης και είναι ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Ένωσης για τη Μεσόγειο. Η Αλβανία είναι υποψήφια προς ένταξη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η χώρα έκανε επίσημη αίτηση για ένταξη στην ΕΕ στις 28 Απριλίου 2009 και έλαβε καθεστώς επίσημης υποψήφιας στις 24 Ιουνίου 2014.

Ακόμη να σημειωθεί ότι μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού έχουν υποστηριχθεί διάφορες θεωρίες από τοπικούς ιστορικούς ερευνητές που αναλύουν το αρχαίο παρελθόν της χώρας. Οι θεωρίες αυτές, ιδιαίτερα η υποστηριζόμενη σύνδεση με τους Πελασγούς και η προέλευση των Ευρωπαίων από τους τελευταίους, αποσκοπούν στην ανύψωση του εθνικού φρονήματος και λειτουργούν ως απάντηση στο φαντασιακό επίπεδο, στις δυσκολίες διάσχισης των συνόρων και την οικονομική και πολιτιστική διείσδυση της Ελλάδας. Αποτελούν παράδοξο στον τομέα της ανθρωπολογίας της παγκοσμιοποίησης: Η σύγχρονη κοινωνία, αντιμετωπίζοντας τις δυσχέρειες του εκμοντερνισμού, βρίσκει συμβολισμούς και έννοιες μέσα από ένα ιδεώδες και ένδοξο αρχαίο παρελθόν.


Το 2014 επιβεβαιώθηκε ότι η χώρα είναι υποψήφια για ένταξη στην ΕΕ.



πηγές:

el.wikipedia.org/wiki/Αλβανία

http://www.lithoksou.net/p/albania-apo-tin-othomaniki-dioikisi-sto-ethniko-kratos-1880-1922


15. Το κείμενο του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας υπάρχει στο βιβλίο του Γ. Παπαδόπουλου, Η εθνική ελληνική μειονότης εις την Αλβανίαν και το σχολικόν αυτής ζήτημα, ΙΒΕ, Ιωάννινα 1981, σελ. 31-32.

16. Οι διεκδικήσεις του αλβανικού εθνικού κινήματος έφταναν μέχρι και τις πόλεις Παραμυθιά, Ιωάννινα, Μέτσοβο, Κόνιτσα. Βλ. B. Kondis, Greece and Albania 1908-1914, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 97 και G. Castellan, L’ Albanie, Paris 1980, σελ. 22. Ο αριθμός των μουσουλμάνων Αλβανών της Τσαμουριάς ήταν μεταξύ 17 και 25 χιλιάδες σύμφωνα με τις ελληνικές και τις αλβανικές στατιστικές. Βλ. Δημήτρη Μιχαλόπουλου, Σχέσεις Ελλάδας και Αλβανίας 1923-1928, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, χωρίς χρονολογία, σελ. 18-19.

17. Η ελληνική άποψη για το βορειοηπειρωτικό αγώνα έχει παρουσιαστεί εξαντλητικά σε δεκάδες βιβλία και άρθρα. Βλ. ενδεικτικά: Ηλία Κώνστα, Το βορειοηπειρωτικόν ζήτημα, Αθήναι 1951. Αποστ. Παπαθεοδώρου, Ο αυτονομιακός αγώνας της Βορείας Ηπείρου (1914), Αθήνα 1958 και Η συμβολή της σπουδαζούσης νεολαίας κατά τον αυτονομιακόν αγώνα της Βορείου Ηπείρου (1914), Ιωάννινα 1985.

 18. Για την εξέγερση κατά του Βιντ βλ. Β. Κόντη, Η κυβέρνηση της αυτόνομης Β. Ηπείρου και η εξέγερση στην κεντρική Αλβανία το 1914, Βαλκανική Βιβλιογραφία, τόμος IV (1975) – παράρτημα, σελ. 107-126.

19. Αρχηγείον Στρατού / Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Ο ελληνικός στρατός κατά τον πρώτον παγκόσμιον πόλεμον, τόμος Α’ : Η Ελλάς και ο πόλεμος εις τα Βαλκάνια, Αθήναι 1958, σελ. 156-160 και 264-266.

20. Π. Γιαννόπουλου, Η Αλβανία, εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήναι, χωρίς χρονολογία, σελ. 14-18.



21. Ο πρόξενος της Ελλάδας στα Ιωάννινα στις 14 Δεκεμβρίου 1888, σε έγγραφό του προς το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, υπολογίζει τον πληθυσμό των 102 ρομέικων χωριών της περιοχής σε 32.420 άτομα. Το 1927 ο επιθεωρητής του αλβανικού υπουργείου Εσωτερικών Τεκί Σελενίτσα ανεβάζει το αριθμό αυτών των χωριών σε 105 και τον πληθυσμό τους σε 38.858. Αναλυτικά, σύμφωνα με τον τελευταίο, τα χωριά και ο αριθμός των κατοίκων τους ήταν: Βάνιτσα 412, Γκορίτσα 139, Γράψη 474, Δερβιτσάνη 1.423, Δούβιανη 771, Καλογοραντζή 762, Σωφράτικα 356, Τεριαχάτου 567, Χάσκοβο 356, Άγιος Νικόλαος 204, Βοδινό 199, Βόδριστα 428, Βουλιαράτο 949, Βλαχογοραντζή 228, Γιωργουσάτι 657, Γλίνα 372, Πάνω Επισκοπή 334, Κάτω Επισκοπή 224, Ζερβάτι 251, Κακαβιά 403, Κακογοραντζή 212, Κατούνα 113, Κοσοβίτσα 639, Κλεισάρι 480, Κρα 163, Λόγγος 695, Λουβίνα 151, Πέπελη 577, Ραντάτι 48, Σελιό 409, Σωτήρα 946, Μαυρόγερο 88, Πολίτσανη 1,536, Σοπική 1.112, Σχοριάδες 751, Τσάτιστα 680, Χλωμό 776, Βαλοβίστα 220, Βλαχοϋψηλότερα 252, Αρδάσοβα 96, Βραϊλάτι 16, Βελάχοβο 80, Γαρδικάκι 318, Γέρμα 191, Γιανιτσάτες 110, Δελβίνο 1.040, Δίβρη 974, Δορμίσι 48, Πάνω Δρόβιανη 718, Κάτω Δρόβιανη 768, Ελευθεροχώρι 276, Κακοδίκη 558, Καραχάτζη 56, Κρανιά 203, Κρόγκι 202, Κώτσαρη 202, Πάνω Λεσινίτσα 663, Κάτω Λεσινίτσα 1.033, Λιβίνα 167, Μέλιανη 230, Μεμόραχη 71, Μεσοπόταμο 142, Μαυρόπουλο 34, Ρομάντζια 190, Σαγιάνη 31, Συρακάτι 155, Σμίνετσι 265, Τσερκοβίτσα 246, Ιμέρ Εφέντη 134, Φοινίκι 379, Αλίκο 311, Βρυώνη 167, Βρομερό 64, Καλύβια Σούση 113, Καλήμπεη 129, Κασίμ Αλήμπεη 45, Μετόχι 35, Πάλη 168, Τσαούση 200, Τρέμουλη 37, Τσούκα 228, Χάλιο 133, Άγιος Ανδρέας 256, Βαγκαλιάτες 264, Γκράβα 200, Γριάσδανη 339, Θεολόγος 213, Καλύβια Πασιά 349, Καλτσάτες 170, Κορόκι 294, Καινούργιο 91, Καισαράτι 145, Κομάτι 104, Κουλουρίτσα 195, Λαζάτι 212, Μάλτσιανη 339, Μαρκάτι 88, Μεμούσμπεη 148, Περδικάρι 154, Τσιφλίκι Τούσια 73, Χαντέραγα 122, Χότζια 128, Δρυμάρες 1.817, Παλάσα 682, Χειμάρα 1.786.Βλ. Γ. Παπαδόπουλου, σελ. 40-47.


Δημοσίευση σχολίου

Blogger