Οι θεωρίες και τα σχόλια των ειδικών μοιράζονται από εδώ κι από εκεί και πάλι – ή ακόμη – όπως τα γλυκά το Halloween. Ας επαναδιατυπώσουμε λοιπόν κάτι που έχουμε γράψει προηγουμένως. Καθώς φαίνεται υπερβολικά απλό, όταν υπολογίσουμε όλους τους υποβόσκοντες παράγοντες.

Πρώτα, ωστόσο, εάν κάτι έχει γίνει προφανές από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ εκλέχθηκε για να σχηματίσει ελληνική κυβέρνηση στις 25 Ιανουαρίου, αυτό είναι πως το κόμμα δεν είναι «ριζοσπαστικό» ή «εξτρεμιστικό». Αυτά τα επίθετα μπορούν να εξαφανιστούν πλέον από τα εκδοτικά γραφεία σε όλον τον κόσμο και όποιος συνεχίζει να τα χρησιμοποιεί κινδυνεύει να φανεί ανόητος.

Ό,τι έχει κάνει ως σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ, εάν το δούμε αντικειμενικά, είναι να δοκιμάζει το έδαφος, προσπαθώντας να καταλάβει τι θα έκανε το υπόλοιπο της ευρωζώνης. Και να σιγουρευτεί πως όποιες απαντήσεις λαμβάνει να είναι καταγεγραμμένες.

Διότι φυσικά η Ελλάδα (μέσω του ΣΥΡΙΖΑ) προετοιμάζεται να βγει από την ευρωζώνη. Φυσικά τα αποτελέσματα και οι συνέπειες ενός τέτοιου βήματος συζητούνται συνεχώς. Θα ήταν ανόητοι αν δεν έκαναν αυτές τις συζητήσεις. Και φυσικά θα υπάρχει δημοψήφισμα κάποια στιγμή.

Υπάρχει μόνον ένας περιοριστικός όρος: ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει πως χρειάζεται την εντολή των ψηφοφόρων για οτιδήποτε κάνει, είτε αυτό θα είναι να υποχωρήσει στους ΕΕ ηγέτες είτε να φύγει από αυτούς. Προς το παρόν, ωστόσο, δεν έχει την εντολή για καμία από αυτές τις ενέργειες.

Το καλύτερο που μπορεί να κάνει είναι να παρατείνει τις διαπραγματεύσεις για όσο μπορεί, και να αφήσει την Ευρώπη να ισχυριστεί ανοιχτά την ανώτερή δύναμή της πάνω στον ελληνικό πληθυσμό, με περισσότερες ανένδοτες απαιτήσεις για λιτότητα, περικοπή προϋπολογισμού και πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων. Ο Τσίπρας και οι άνθρωποι του θα αφήσουν να συνεχιστεί όλο αυτό ώσπου οι έλληνες να αγανακτήσουν με τις Βρυξέλλες ακόμη περισσότερο απ’ ότι όταν εξέλεξαν τον ΣΥΡΙΖΑ.

Είναι ένα διακριτικό παιχνίδι, και είναι το μόνο διαθέσιμο για τον Τσίπρα και την κυβέρνησή του. Ακόμη κι αν έχουν αποφασίσει προ πολλού πως η προσπάθεια εύρεσης συμφωνίας με τη Γερμανία και τους υπόλοιπους είναι άδικος κόπος πριν ξεκινήσουν οι συζητήσεις, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να κάνει μηχανικά τις κινήσεις μέχρι να είναι σίγουρος πως ο λαός της Ελλάδας είναι έτοιμος να ψηφίσει σε ένα δημοψήφισμα για την παραμονή στην ευρωζώνη.

Ένα επικίνδυνο παιχνίδι, καθώς θα μπορούσε να επαναφέρει την «παλαιά φρουρά» των οικογενειών που διοικούσαν τη χώρα επί δεκαετίες και ήταν πρόθυμοι συνεργάτες της τρόικας, αλλά παράλληλα είναι το μοναδικό διαθέσιμο παιχνίδι.

Ο Τσίπρας πρέπει να εξηγήσει στον ελληνικό λαό πως η διπλή εντολή της παραμονής στην ευρωζώνη και της παράλληλης πάταξης της λιτότητας είναι στην πραγματικότητα μια εντολή αδειανή, καθώς η ευρωζώνη αρνείται να τη δεχτεί.

Πρέπει να εξηγήσει πως αυτό σημαίνει πως η ευρωζώνη αρνείται να αναγνωρίσει τις δημοκρατικές αξίες ενός μέλους της, ψηφίζοντας για να αλλάξει πολιτική. Οι Βρυξέλλες λένε ουσιαστικά σε καθημερινή βάση στον ελληνικό λαό πως δεν έχει σημασία. Αυτό χρειάζεται να ξεκαθαρίσει ο Τσίπρας και μετά μπορεί να κάνει δημοψήφισμα.

Θα έπρεπε να είναι προφανές πως το όλο ερώτημα περί εντολής αλλάζει σημαντικά τις πιθανές ενέργειες της Αθήνας. Απ’ ότι γράφεται καθημερινά, ωστόσο, δε φαίνεται να είναι. Ακόμη και από όσους στηρίζουν τον Τσίπρα, ίσως κάποιοι δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει. Είτε αυτό, είτε αποτελούν μέρος της στρατηγικής.

Ο Στάθης Κουβελάκης, ο οποίος διδάσκει πολιτική θεωρία στο King’s College στο Λονδίνο και είναι μέλος της κεντρικής επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, λέει πως το κόμμα πρέπει να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα της πρόσφατης οπισθοχώρησής του από τις προεκλογικές του υποσχέσεις και τη φύση των δυνάμεων που είναι στρατευμένες εναντίον του. Συγκεκριμένα, ο Κουβελάκης σημειώνει τα διαδοχικά βήματα που έγιναν από την ΕΚΤ για να παρεμποδίσει τη ροή της ρευστότητας στην ελληνική οικονομία, αποκλείοντας ή περιορίζοντας την πρόσβαση της Ελλάδας στους διάφορους τύπους χρηματοδότησης από την ΕΚΤ.

«Θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο, ωστόσο, πως αυτές οι κινήσεις θα έφερναν μια δυναμική η οποία θα παραβίαζε βασικούς περιορισμούς της νομισματικής ένωσης και θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε έξοδο από αυτήν» έγραψε ο Κουβελάκης στην τελευταία του δημοσίευση στο Jacobin. «Σε κάθε περίπτωση, ο αμείλικτος εκβιασμός από την ΕΚΤ με την παροχή της ρευστότητας δημιουργεί καθημερινά το θέμα της ανάκτησης της κυριαρχίας πάνω στη νομισματική πολιτική.» Ήταν αυτή η ασφυκτική πίεση που οδήγησε τον Τσίπρα σε μια πρόσφατη συνέντευξη με την Der Spiegel πως η ΕΚΤ «κρατά ακόμη το σκοινί που βρίσκεται γύρω από τον λαιμό μας».

Ο Κουβελάκης, ωστόσο, υποστηρίζει πως η κάλυψη των θεμάτων ονομάζοντας την τρόικα «οι θεσμοί» ή χρησιμοποιώντας αμφιλογίες όπως η «δημιουργική ασάφεια» δε θα λύσει το πρόβλημα. Η αρχική ευφορία της νίκης του ΣΥΡΙΖΑ έχει γρήγορα εξατμιστεί, μπορεί να αναζωογονηθεί όμως, λέει, εάν το κόμμα αντιμετωπίσει την πραγματικότητα. «Για να συμβεί αυτό, ωστόσο, θα πρέπει να ξαναηχήσουν οι σάλπιγγες του πολέμου, και η πάλη που θα ακολουθήσει θα πρέπει να πραγματοποιηθεί με την ανάλογη σοβαρότητα και αποφασιστικότητα, όχι με τεχνάσματα δημοσίων σχέσεων και ρητορικές ακροβασίες.»

Αναφέρθηκε στα λόγια του υπουργού Εσωτερικών Νίκου Βουτσή, ο οποίος νωρίτερα αυτόν τον μήνα, απευθυνόμενος στο Ελληνικό Κοινοβούλιο είπε «η χώρα βρίσκεται σε πόλεμο, σε πόλεμο κοινωνικό και ταξικό με τους δανειστές της» και πως σε αυτόν τον πόλεμο «δε θα πάμε σαν χαρούμενοι πρόσκοποι να συνεχίσουμε τις μνημονιακές πολιτικές». Αυτό είναι το είδος των λόγων που χρειάζεται να ακούσει ο κόσμος από τους έλληνες αξιωματούχους, λέει ο Κουβελάκης, «όχι η γλώσσα της εύκολης αισιοδοξίας που δημιουργεί αυταπάτες και προκαλεί σύγχυση που μπορεί να έχει μεγάλο κόστος στο μέλλον».

Ο Κουβελάκης επιχειρηματολογεί από μία θέση που δεν καλύπτεται από την παρούσα εντολή του ΣΥΡΙΖΑ. Θα πρέπει τουλάχιστον εκείνος να το γνωρίζει. Ο ελληνικός λαός δεν μπορεί να δει τον Τσίπρα ως τον άνθρωπο που δεν έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατήσει τη χώρα στην ευρωζώνη ενώ διαπραγματευόταν το τέλος της λιτότητας. Δεν έχει καμία διαφορά σε αυτό το σημείο ποιες είναι οι προσωπικές του απόψεις για το ζήτημα.

Ο Κουβελάκης αφήνει τις προσωπικές του ιδέες να επικρατήσουν. Εάν ο Τσίπρας έκανε το ίδιο, ένα δημοψήφισμα θα ήταν πολύ πιο επικίνδυνο για τον ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα εκλέχθηκε για να εκπροσωπήσει τους κουρασμένους από τη λιτότητα ψηφοφόρους, όχι τις υποκειμενικές απόψεις των ηγετών του.

Εάν ο Τσίπρας και ο Βαρουφάκης αποφάσιζαν να ενδώσουν στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο, και αυτή η απόφαση θα έπρεπε να τεθεί ως ερώτημα προς τον λαό, καθώς θα σήμαινε την παράταση της λιτότητας. Και δεν είναι αυτή η εντολή.

Με τον ίδιο τρόπο, εάν η ηγεσία αποφασίσει πως η έξοδος είναι η μοναδική επιλογή και πως οι περαιτέρω διαπραγματεύσεις είναι ανέλπιδες καθώς η Ευρώπη δε θα δεχτεί τίποτα άλλο από το να βάλει τον περήφανο ελληνικό σε αυστηρά όρια, και γι’ αυτό θα πρέπει να ψηφίσει ο κόσμος.

Φυσικά ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως και κάθε άλλη κυβέρνηση, παρακολουθεί τις δημοσκοπήσεις, όμως γνωρίζει πως θα υπάρξει μια στιγμή που ένα δημοψήφισμα δε θα μπορεί να αναβληθεί περισσότερο, ό,τι κι αν λένε οι δημοσκοπήσεις. Υπό αυτήν την έννοια, η Ελλάδα ξαναζεί το ένδοξό της παρελθόν ως λίκνο της δημοκρατίας.

Και αυτό κάνει ακόμη πιο σκληρό το γεγονός πως η χώρα διοικούταν για μεγάλο διάστημα από οτιδήποτε εκτός ενός δημοκρατικού συστήματος. Ίσως μπορούμε να πούμε πως ο κύκλος ολοκληρώνεται. Όμως ο σύνδεσμος που κλείνει τον κύκλο είναι εύθραυστος και κανείς δεν το γνωρίζει καλύτερα αυτό από τον Αλέξη Τσίπρα.

Παρ’ όλα αυτά, μην αυταπατάστε: φυσικά και προετοιμάζονται να φύγουν.  

ΠΗΓΗ   

Δημοσίευση σχολίου

Blogger