Άρθρο που γράφτηκε από κοινού από τους Deepak Chopra και Jordan Flesher.

Από τη στιγμή που η επιστήμη υπονομεύει σταθερά τις μεγάλες εδραιωμένες πεποιθήσεις της θρησκείας, σχεδόν το μόνο που απομένει πλέον για τους πιστούς είναι να ισχυριστούν ότι ο Θεός είναι και θα μείνει για πάντα ένα μυστήριο. Δεδομένου ότι ο Αϊνστάιν ήταν θρησκευόμενος, διέθετε ένα αίσθημα δέους και θαυμασμού προς το μυστήριο του σύμπαντος. Αλλά η επιστήμη δεν έχει σταματήσει να ερευνά ξανά και ξανά το μυστήριο αυτό υποσχόμενη να μειώσει την πνευματική εμπειρία σε μια μετρήσιμη εγκεφαλική δραστηριότητα. 
Είναι αμφίβολο όμως ότι η πίστη στον Θεό, την ψυχή, τον παράδεισο και την κόλαση καθώς και σε άλλα δόγματα της πίστης θα επηρεαστούν δραστικά. Οι δημοσκοπήσεις εξακολουθούν να δείχνουν ότι όλα τα παραπάνω παραμένουν αντικείμενα πίστης για περίπου το 80-90% των ατόμων που ρωτήθηκαν.

Θα καταφέρει άραγε η Νευροεπιστήμη να εντοπίσει τελικά τον Θεό στους νευρώνες μας, και αν ναι, πρέπει αυτή η μικρή περιοχή του εγκεφάλου να αποκοπεί ή να ενισχυθεί; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχουν επιχειρήματα και από τις δύο πλευρές, ανάλογα με το αν θεωρεί κάποιος την ύπαρξη του Θεού θετική ή όχι για το ανθρώπινο γένος σε μακροπρόθεσμη βάση. Αφήνοντας κατά μέρος αυτές τις σκέψεις, αποδεικνύεται ότι η πιθανότητα εύρεσης του Θεού στον εγκέφαλο δημιουργεί ένα περίπλοκο μυστήριο που ούτε η θρησκεία ούτε η επιστήμη μπορεί να αντιμετωπίσει μόνη της.
Τώρα που υπάρχουν εξελιγμένες δυνατότητες απεικόνισης του εγκεφάλου και μπορεί να χαρτογραφηθεί ο τρόπος που ο εγκέφαλός μας ενεργοποιείται με κάθε σκέψη, λέξη ή πράξη, είναι σαφές ότι καμία εμπειρία δεν ξεφεύγει από αυτόν. Για έναν μύστη, το να δει τον Θεό ή να αισθανθεί την παρουσία του, όπως η μεταστροφή του Αποστόλου Παύλου στον δρόμο προς τη Δαμασκό ή όπως ο άγγελος που τρύπησε την καρδιά της Αγίας Θηρεσίας της Άβιλα με ένα βέλος, είναι μια εμπειρία που πρέπει να καταγραφεί από τον εγκέφαλο. Ωστόσο, αυτό το αναμφισβήτητο γεγονός (όσο τουλάχιστον μπορεί να επιβεβαιώσει η παρούσα γνώση) δεν δίνει στην επιστήμη κάποιο προβάδισμα σε σχέση με τη θρησκεία. Έτσι, αποδεικνύεται ότι ο εγκέφαλος έχει συγκεκριμένα όρια για όσα μπορεί να βιώσει.
Το έργο του Πολωνοαμερικανού μαθηματικού Alfred Korzybski (1879-1950) σε αυτό το σημείο είναι σχετικό, επειδή ο Korzybski επεξεργάστηκε την πολυεπίπεδη διαδικασία σχετικά με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την καθημερινή πραγματικότητα. Δισεκατομμύρια δεδομένα βομβαρδίζουν τα αισθητήρια όργανά μας, εκ των οποίων μόνο ένα μικρό τμήμα τους εισάγεται στο νευρικό μας σύστημα. Αυτό το μικρό τμήμα, κυρίως το ακατέργαστο, φιλτράρεται από τον εγκέφαλο, ο οποίος χρησιμοποιεί το ενσωματωμένο μοντέλο της πραγματικότητας προκειμένου να απορρίψει οτιδήποτε δεν ταιριάζει. Όταν οι άνθρωποι λένε ο ένας στον άλλο «Δεν με ακούς» ή «Βλέπεις μόνο αυτό που θέλεις να δεις», εκφράζουν μια αλήθεια την οποία ο Korzybski προσπάθησε να ποσοτικοποιήσει με μαθηματικό τρόπο.
Μερικές φορές, τα πράγματα που δεν βλέπουμε είναι απλώς έξω από το φάσμα της ανθρώπινης εμπειρίας, όπως για παράδειγμα η αδυναμία μας να δούμε το υπεριώδες φως. Πολύ περισσότερο όμως εξαρτώνται από τις προσδοκίες, τις αναμνήσεις, τις προκαταλήψεις, τους φόβους ή απλώς από το γεγονός ότι κάποιος είναι κοντόφθαλμος. Αν βρεθείτε σε ένα πάρτι και κάποιος σας πει ότι πρόκειται να σας συστήσει τον νικητή του βραβείου Νόμπελ, θα δείτε ένα διαφορετικό πρόσωπο απ’ ό,τι αν σας έλεγε ότι θα γνωρίσετε έναν πρώην εκτελεστή της Μαφίας. Όταν το φιλτράρισμα και η επεξεργασία ολοκληρωθούν, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο εγκέφαλος δεν θα βιώσει όντως την πραγματικότητα, αλλά μόνο μια επιβεβαίωση του μοντέλου της πραγματικότητας.

Παρακάτω περιγράφονται 2 ενδιαφέροντα σημεία:

1. Όλα τα μοντέλα πραγματικότητας είναι ίσα, όπως τα αντιλαμβάνεται ο εγκέφαλος.
2. Η πραγματικότητα υπερβαίνει κάθε μοντέλο που μπορούμε ενδεχομένως να δημιουργήσουμε από αυτή.

Αυτά τα 2 σημεία επιτρέπουν στον Θεό, την ψυχή και όλες τις άλλες πνευματικές εμπειρίες να επιστρέψουν στην εικόνα της πραγματικότητας. 
Το πρώτο σημείο καταρρίπτει την ιδέα ότι η επιστήμη είναι ανώτερη από τη θρησκεία διότι συγκεντρώνει τα γεγονότα, ενώ η θρησκεία ασχολείται με τις πεποιθήσεις. Στην πραγματικότητα, η επιστήμη φιλτράρει και απορρίπτει ένα τεράστιο τμήμα της ανθρώπινης εμπειρίας – σχεδόν όλα όσα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν υποκειμενικά – κι έτσι το μοντέλο της είναι εξίσου επιλεκτικό, αν όχι και περισσότερο, από τη θρησκεία. Όσον αφορά τον εγκέφαλο, το φιλτράρισμα πραγματοποιείται σε όλα τα μοντέλα, είτε είναι επιστημονικά, πνευματικά, καλλιτεχνικά ή ψυχωτικά. Ο εγκέφαλος είναι ένας επεξεργαστής των εισερχομένων πληροφοριών κι όχι καθρέφτης της πραγματικότητας.
Το δεύτερο σημείο είναι ακόμα πιο αποκαλυπτικό. Αν το μυαλό μας συνεχώς φιλτράρει κάθε εμπειρία, δεν υπάρχει κανένας τρόπος να μπορέσει να ισχυριστεί κάποιος ότι γνωρίζει τι είναι όντως πραγματικό. Δεν μπορείτε να βγείτε έξω από το μυαλό σας προκειμένου να καταλάβετε τι βρίσκεται πέρα από αυτό. Ακριβώς όπως υπάρχει ένας ορίζοντας για τα πιο μακρινά αντικείμενα που εκπέμπουν φως στο σύμπαν και ένας ακόμα πιο μακρινός ορίζοντας για όσο το δυνατόν πιο μακριά στο παρελθόν μπορεί να φτάσει η αστρονομία, έτσι υπάρχει κι ένας ευρύτερος ορίζοντας στη σκέψη. Ο εγκέφαλος λειτουργεί στον χώρο και τον χρόνο και διαθέτει γραμμική σκέψη, η οποία βρίσκεται στο τελικό σημείο μιας επιλεκτικής διαδικασίας φιλτραρίσματος. Έτσι, οτιδήποτε είναι εκτός τόπου και χρόνου είναι ασύλληπτο και η αφιλτράριστη πραγματικότητα πιθανότατα θα κατέστρεφε τα κυκλώματα του εγκεφάλου ή απλώς θα απορρίπτονταν. 
Η αφιλτράριστη πραγματικότητα θα έμοιαζε σαν να ακούει κάποιος όλους τους σταθμούς του ραδιοφώνου ταυτόχρονα, κάτι που είναι αδύνατον.
Ο Korzybski συμπέρανε ότι ακόμη και τα μαθηματικά αποτελούν ένα μοντέλο πραγματικότητας, δεδομένων των περιορισμών που παρουσιάζουν όλα τα μοντέλα που κατασκευάζει ο εγκέφαλος. Φυσικά, σε αυτό δεν θα συμφωνούσαν όλοι – τα μαθηματικά ως καθολική αλήθεια δίνουν ένα στήριγμα στην προηγμένη φυσική όσον αφορά τον κβαντικό κόσμο. Σε αυτό το άρθρο βέβαια δεν θα χρησιμοποιήσουμε οποιαδήποτε από αυτές τις ιδέες ως μέσον επίθεσης στην επιστήμη.
 Ο Korzybski απλώς επεσήμανε, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα των μαθηματικών, ότι οποιαδήποτε κι αν είναι η πραγματικότητα, υπερβαίνει τον εγκέφαλο.
Με μία μόνο λέξη – υπέρβαση – οι όροι ανταγωνισμού είναι ίσοι ανάμεσα στην επιστήμη και τη θρησκεία. 
Η πραγματικότητα ξεπερνά ή προχωρά πέρα από αυτό που αντιλαμβάνεται ο εγκέφαλος. 
Αν από το υπερβατικό πηγάζει κάτι υπερφυσικό, όπως ένα όραμα, οι υλιστές και οι σκεπτικιστές μπορούν να υποστηρίξουν ότι δεν είναι αληθινό.
 Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει κανένας τρόπος για να αποδειχτεί ότι ακόμη και μια φυσική εμπειρία είναι πραγματική. Το να βλέπει κάποιος αγγέλους είναι εξίσου ανεξήγητο με το να βλέπει ένα δέντρο, ένα βουνό ή ένα σύννεφο.
Όπως ισχυρίστηκε ο διακεκριμένος φυσικός Freeman Dyson: «Για να συνοψίσουμε την κατάσταση, έχουμε 3 μυστήρια που δεν μπορούμε να καταλάβουμε: τις απρόβλεπτες κινήσεις των ατόμων, την ύπαρξη της ανθρώπινης συνείδησης και τη θετική τάση του σύμπαντος προς τη ζωή και τη λογική. Νομίζω πως αυτά τα 3 μυστήρια είναι πιθανόν να συνδέονται μεταξύ τους. Δεν ισχυρίζομαι όμως ότι είμαι σε θέση να καταλάβω κάποιο από αυτά».

Αυτά τα 3 μυστήρια είναι συνδεδεμένα με τα θεμέλια της ύπαρξής μας, γι’ αυτό η πιο σοφή πορεία είναι να συνδυάσουμε τα επιστημονικά και πνευματικά μοντέλα προκειμένου να δούμε αν μπορούν να συμπληρωθούν τα κενά που προέρχονται από το καθένα. Τα μοντέλα είναι σωστά ως προς αυτά που περιλαμβάνουν και λανθασμένα ως προς αυτά που αποκλείουν. 

Η παραδοχή αυτού του γεγονότος θα μπορούσε να αποτελέσει ένα μεγάλο βήμα ώστε η πνευματικότητα να ληφθεί υπόψη ως μια εξερεύνηση τόσο σοβαρή και ειλικρινής όσο και η προηγμένη επιστήμη.


ΠΗΓΗ

Δημοσίευση σχολίου

Blogger