Ιστορική έρευνα: Νικ. Αλ. Αργυρίου

Η προδοτική στάση της Ρωσίας εναντίον της Ελλάδας ξεκινά με την υπογραφή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου και μετέπειτα συνεχίζεται με την χρησιμοποίηση των κομμουνιστικών προπαγανδιστικών οργάνων, όπου μεταβάλλεται σε πραγματικό πρόγραμμα  την εποχή που ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ Ιωαννίδης υπέγραφε στο Πετρίτσι με τον εκπρόσωπο του Κομμουνιστικού κόμματος της Βουλγαρίας Δασκάλωφ, συμφωνία περί κοινής επιδιώξεως της πραγματοποίησης της Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας των Βαλκανίων και, της αποσπάσεως της Μακεδονίας από την Ελλάδα για να αποτελέσει την βάση και τον πυρήνα του νέου Κομμουνιστικού Μακεδονικού Κράτους.


Παρακάτω γίνεται μια ιστορική διαδρομή μέχρι τις μέρες μας με στόχο τον βασικό κίνδυνο για τον Ελληνισμό, αλλά  και την στάσητου ΚΚΕ και  της Ρωσίας για την αυτονομία της Μακεδονίας.



Η υπογραφή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. 


Μια Συνθήκη που δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Στο Βερολίνο έγινε τελικά η μεγάλη μοιρασιά:



Η Συνθήκη Αγίου Στεφάνου Κωνσταντινουπόλεως (3 Μαρτίου 1878). Με αυτήν τη συνθήκη τερματίζεται ο δεύτερος ρωσοτουρκικός πόλεμος (Απρίλιος 1877 – Ιανουάριος 1878) και ανακηρύσσεται η Βουλγαρία ως μεγάλη Ηγεμονία που περιλαμβάνει την τωρινή Βουλγαρία, την Ανατολική Ρωμυλία, τη Δυτική Θράκη και τη Μακεδονία με το λιμάνι της Καβάλας εκτός από τη Θεσσαλονίκη και τη Χαλκιδική. 




Η Ρουμανία, η Σερβία και το Μαυροβούνιο καθίστανται ανεξάρτητα κράτη. Η δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας εξυπηρετεί και τον εκβουλγαρισμό εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων. 

Η σημαντικότερη όμως συνέπεια της συνθήκης ήταν η αναγνώριση αυτόνομης Βουλγαρικής Ηγεμονίας, στην οποία περιέρχονταν όλα τα εδάφη μεταξύ Δούναβη και Ροδόπης, το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας και ολόκληρη η κοιλάδα του Αξιού. Στην ουσία με τη συνθήκη αυτή η Τουρκία έχανε το μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών της εδαφών. Τέλος υποχρεωνόταν να αφήσει πλήρως ανοιχτά τα στενά για τα σκάφη όλων των κρατών, με την εξαίρεση όσων είναι σε εμπόλεμη κατάσταση με τη Ρωσία.



Η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου ανέτρεπε πλήρως την ισορροπία δυνάμεων που είχε επιβληθεί στην Ανατολή κατά τις προηγούμενες δύο δεκαετίες, προκαλώντας την αντίδραση των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων. Τελικά η Ρωσία αναγκάστηκε να δεχτεί τη σύγκληση συνεδρίου στο Βερολίνο με σκοπό την αναθεώρηση της συνθήκης. Η Συνθήκη αυτή ενώ αρχικά αποτέλεσε θρίαμβο του Πανσλαβισμού στη Βαλκανική χερσόνησο, τελικά στη συνέχεια κατέληξε στην καταστροφή της ίδιας της Ηγεμονίας της Βουλγαρίας, όπως αποδείχθηκε, (Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος, Α’ Π.Π. μέχρι και τον Β’ Π.Π.).



Η Συνθήκη αυτή με την δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας εκτός του ότι στράφηκε εδαφικά κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δημιούργησε τεράστια προβλήματα στον Ελληνισμό της περιοχής για τον οποίο τίποτε δεν προέβλεψε με επικείμενο την έναρξη διωγμών, υποχρεωτικό εκβουλγαρισμό χιλιάδων Ελλήνων της Βαλκανικής με απώτερο σκοπό τον ολοκληρωτικό ξεριζωμό του από την περιοχή.
Κατά την ελληνική αλλά και ξένη σχετική ιστοριογραφία η συνθήκη αυτή αποτέλεσε έργο του Πανσλαβιστικού κομιτάτου του οποίου προΐστατο ο Ρώσος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη Νικόλαος Ιγνάντιεφ, ο οποίος και αποκλήθηκε από διπλωμάτες της εποχής «πατέρας του ψεύδους και νεκροθάφτης του Ελληνισμού».
Με τις ψευδείς αναφορές του και διαβάλλοντας τους Έλληνες γενικά είχε παρασύρει και αυτόν ακόμα τον Τσάρο ώστε να του τηλεγραφεί προσωπικά σε μορφή διαταγής «ουδεμίαν σπιθαμήν (γης) υπέρ του Βασιλείου της Ελλάδος».α[›] Ο ίδιος δε ο Ιγνάντιεφ, κατά την υπογραφή της συνθήκης, φέρεται να δήλωσε σε Βουλγάρους «…και τώρα οι Έλληνες ας έρθουν κολυμπώντας στην Κωνσταντινούπολη». Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα του Λονδίνου «Ημερήσια Νέα» τον Μάιο του 1878 σε ερώτηση δημοσιογράφου γιατί παραγκωνίζεται τόσο πολύ το ελληνικό στοιχείο της περιοχής απάντησε με χαρακτηριστική δόση κυνισμού και ιταμότητας: «Επιχειρήσαμεν τον πόλεμον ουχί υπέρ των Ελλήνων, αλλά υπέρ των Βουλγάρων. Δεν είναι δυνατόν να χάνω πολύτιμον χρόνον εργαζόμενος υπέρ των Ελλήνων».

Ο Τσάρος Αλέξανδρος Β΄: «ουδεμίαν σπιθαμήν στο Βασίλειο της Ελλάδος» (1878)
Στη διαμορφούμενη τότε ρωσική πολιτική με την έξαρση του Πανσλαβισμού, η τυχόν επέκταση του Βασιλείου της Ελλάδος, που τότε εκτεινόταν από το Ταίναρο μέχρι τον Σπερχειό ποταμό, φάνταζε ως ο επαπειλούμενος βρόχος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, όπως αυτό διαφάνηκε από τους λόγους του Τσάρου Αλέξανδρου Β΄ προς τον Άγγλο πρέσβη Σεϋμόρ στην Αγία Πετρούπολη το 1878 όπου δήλωνε μεταξύ άλλων:

«Δεν συμφέρει εις την Αυτοκρατορίαν (Ρωσία) να γίνει η Ελλάς ισχυρό κράτος. Ελληνικό Βασίλειο ισχυρό θα αποτελούσε σιδηρούν μοχλόν επί των μεσημβρινών πυλών της Ρωσίας. Η προέκτασις των ελληνικών ορίων, αν όχι μέχρι του Ευξείνου τουλάχιστον μέχρι του Ελλησπόντου, αφαιρεί από την Ρωσίαν την ναυτικήν επικράτησιν και επ’ αυτού ακόμη του Ευξείνου, και κατακλείει εντός της Μαύρης Θαλάσσης πάσαν προς την μεσημβρίαν τάσιν της Ρωσίας».


Έτσι, με τις παραπάνω δηλώσεις του, ο Τσάρος, ανεξάρτητα κατά πόσο αυτές ευσταθούσαν ή ήταν δικαιολογημένες, το μόνο που κατάφερε ήταν ν΄ αποκαλύψει τις μέλλουσες προθέσεις του και να θορυβήσει όχι βέβαια την Ελλάδα, αλλά την Αγγλία στον έλεγχο του Αιγαίου και της Α. Μεσογείου, η οποία και συνέγειρε τις άλλες ευρωπαϊκές Δυνάμεις. Συνέπεια αυτών ήταν η Συμφωνία Λονδίνου (1878), η σύγκλιση του Συνεδρίου του Βερολίνου (1878), η Συνθήκη Κωνσταντινούπολης (1878) και βέβαια η Συνθήκη του Βερολίνου (1878) που ακολούθησαν. Σημειώνεται ότι μετά τη συνομολόγηση της τελευταίας ο Τσάρος έθεσε υπό δυσμένεια τον Ν. Ιγνάντιεφ.


Επτά χρόνια αργότερα, το 1885 ο κατεξοχήν υπέρμαχος της Μεγάλης Βουλγαρίας της συνθήκης αυτής Βούλγαρος προπαγανδιστής Σούπωφ που διατελούσε γραμματέας της Εξαρχίας στην Κωνσταντινούπολη ομολογούσε:
«Το μεγαλύτερο μέρος της Βουλγαρικής Μακεδονίας δεν έχει ακόμα αποκρυσταλλωμένη εθνική συνείδηση, και αν η Ευρώπη επέτρεπε στον Μακεδονικό λαό να εκλέξει εθνότητα, είμαι βέβαιος ότι η πλειονότης αυτών θα ξέφευγε εκ των χειρών μας. Εξαιρουμένων των βορείων διαμερισμάτων, οι πληθυσμοί των άλλων περιφερειών είναι έτοιμοι, ίνα ενδίδοντες και στην ελαχίστη πίεση δηλώσουν ότι δεν είναι Βούλγαροι, ότι αναγνωρίζουν το Πατριαρχείο και προτιμούν τα ελληνικά σχολεία και τους Έλληνες καθηγητές. Η ύπαιθρος χώρα είναι βουλγαρική, οι πόλεις όμως με εξαίρεση των βορείων περιοχών είναι ελληνικές, η ύπαιθρος δε χώρα εμπνέεται και καθοδηγείται παρά των πόλεων».



Η Ρωσία δεν τήρησε τις υποσχέσεις της απέναντι στην Ελλάδα και διαμόρφωσε τη στάση της αναφορικά με το ανατολικό ζήτημα.


Ας δούμε όμως με την σειρά την ιστορική προδοσία της Ελλάδος:



Η "μεγάλη Βουλγαρία" του Αγίου Στεφάνου


1878: Συνθήκη Αγίου Στεφάνου - Συνθήκη Βερολίνου


Μετά τον Ρωσο-τουρκικό πόλεμο (1877-8), η Βουλγαρία με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (Μάρτιος 1878), πέτυχε να ικανοποιήσει τις αξιώσεις της, αλλά η Συνθήκη δεν εφαρμόστηκε λόγω αντίδρασης της Μ. Βρετανίας. Όπως ήταν επόμενο, η Αγγλία και η Αυστρία δυσαρεστήθηκαν, αφού έβλεπαν τη ρωσική επέκταση και την ταυτόχρονη συρρίκνωση των δικών τους συμφερόντων. Μπροστά στο ενδεχόμενο ενός πολέμου με τους Αγγλους και τους Αυστριακούς, η τσαρική Ρωσία (εξαντλημένη από τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας) υποχρεώνεται να συμβιβαστεί. Επιχειρεί κατ' αρχήν να διασπάσει την αγγλοαυστριακή συμμαχία, υπογράφοντας ξεχωριστή συνθήκη με την Αγγλία, όπου παραιτείται από το σχέδιο για τη «Μεγάλη Βουλγαρία». Ταυτοχρόνως, όμως, η Αγγλία υπογράφει συμφωνία με την Τουρκία όπου υπόσχεται να βοηθήσει τους Τούρκους κατά των Ρώσων και παίρνει ως αντάλλαγμα την Κύπρο. Κατακτά έτσι αναίμακτα το πιο στρατηγικό σημείο της Ανατολικής Μεσογείου. Υπ' αυτές τις συνθήκες συγκλήθηκε το ευρωπαϊκό συνέδριο στο Βερολίνο στις 13 Ιούνη 1878. Στο συνέδριο αντιπροσωπεύονταν η Ρωσία, η Αγγλία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Αυστρoουγγαρία, η Ιταλία, η Τουρκία, το Ιράν και τα βαλκανικά κράτη (ως παρατηρητές). Μετά από έντονο διπλωματικό αγώνα οι δυνάμεις υπέγραψαν στις 13 Ιούλη 1878 τη Συνθήκη του Βερολίνου.




Ακολούθησε η Συνθήκη του Βερολίνου (Ιούλιος 1878), με την οποία δημιουργήθηκαν τρία ανεξάρτητα κράτη (Ρουμανία, Σερβία, Μαυροβούνιο) καθώς και το «Πριγκιπάτο της Βουλγαρίας» χωρίς όμως τη Μακεδονία και την Ανατ. Θράκη που παρέμειναν στην Τουρκία. Η Συνθήκη του Βερολίνου είναι η γενέτειρα του Μακεδονικού Ζητήματος. Η όλη συνθήκη είναι εις βάρος του ελληνισμού. 


Με τη συνθήκη αυτή, η Αγγλία και η Αυστρoουγγαρία με την υποστήριξη της Γερμανίας πέτυχαν να τροποποιήσουν σημαντικά τους όρους της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου:




Συνθήκη Βερολίνου (13 Ιουλίου 1878): Τροποποιείται η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, που δημιουργούσε τη "Μεγάλη Βουλγαρία", μετά το νικηφόρο πόλεμο της Ρωσίας εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1877-1878. 

Η ανατροπή της Συνθήκης Αγίου Στεφάνου δεν επιτρέπει την ύπαρξη της Μεγάλης Βουλγαρίας εις βάρος της Ελλάδας. Στην Ανατολική Ρωμυλία ως γλώσσες καθορίζονται η Ελληνική, η Βουλγαρική και η Τουρκική με ισότιμο τρόπο. Η Θεσσαλία πλην Ελασσόνος και η περιοχή της Άρτας ανήκουν πλέον στην Ελλάδα. Ένα από τα επιχειρήματα της αναθεώρησης της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, είναι η καταπάτηση των δικαίων των Ελλήνων της Μακεδονίας και της Θράκης. Με τη νέα Συνθήκη ιδρύεται αυτόνομη Επαρχία, η Ανατολική Ρωμυλία, διοικούμενη από Χριστιανό Διοικητή διορισμένο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στην επαρχία αυτή δεν δικαιούται να διατηρεί στρατό. Όπου υπάρχει ισχυρό χριστιανικό στοιχείο, η Υψηλή Πύλη εισάγει διοικητικές μεταρρυθμίσεις. Ο Γάλλος αντιπρόσωπος ζητεί διαρρυθμίσεις των συνόρων υπέρ της Ελλάδας. Το αποτέλεσμα της Συνθήκης ήταν η αλλαγή των σχέσεων της Ελλάδας με τη Βουλγαρία και τη Ρωσία.  Η υποστήριξη της γαλλικής διπλωματίας και τα συμφέροντα της Αγγλίας που πήρε στο ενδιάμεσο την Κύπρο (4 Ιουνίου και 1 Ιουλίου 1878) λειτούργησαν θετικά για τις διεκδικήσεις του ελληνισμού.


Τα προβλήματα του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος των βαλκανικών λαών έμειναν ουσιαστικά άλυτα. Στην κυριαρχία των Τούρκων απέμειναν ακόμη περιοχές με πολυάριθμο μη τουρκικό πληθυσμό (Νότια Βουλγαρία, Μακεδονία, Αλβανία, Θεσσαλία, νησιά του Αιγαίου). Η Βοσνία και η Ερζεγοβίνη κατέχονταν στρατιωτικά από την Αυστρoουγγαρία.

Το συνέδριο του Βερολίνου, κόβοντας σε καινούρια μέτρα το χάρτη της Βαλκανικής Χερσονήσου, δημιούργησε πολλές αφορμές, για να ξεσπάσουν καινούριες συγκρούσεις στην περιοχή αυτή και γενικά για να οξυνθεί η διεθνής κατάσταση. Και μετά την απελευθέρωσή τους οι βαλκανικές χώρες ήταν στίβος του ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων που επενέβαιναν στις εσωτερικές τους υποθέσεις και επηρέαζαν ενεργά την εξωτερική τους πολιτική. Ετσι, τα Βαλκάνια έγιναν η «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης».



Σύμβαση Κωνσταντινούπολης (20 Ιουνίου 1881)

Η Συμφωνία Κωνσταντινούπολης (1881) ήταν διμερής συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που συνομολογήθηκε τελικά στις 28 Μαρτίου του 1881 στη Κωνσταντινούπολη, ημερομηνία της τελευταίας συνεδρίασης όπου και καθορίστηκε μεταξύ των δύο Βασιλείων η γραμμή των νέων συνόρων.

Η Συμφωνία αυτή είναι ιδιαίτερα ιστορική για την Ελλάδα που δικαίωσε ένα όνειρο αιώνων. Σύμφωνα με τη Συμφωνία αυτή παραχωρήθηκαν στο Ελληνικό Βασίλειο οι πρώην οθωμανοκρατούμενες περιοχές της Θεσσαλίας και το τμήμα του Νομού Άρτας, ανατολικά του Άράχθου.

Το δε Ελληνικό Βασίλειο υποχρεώθηκε στην αποζημίωση όλων των τουρκικών περιουσιών των κατοίκων που υπήρχαν στις περιοχές αυτές. Όλες τις επιμέρους συμφωνίες, κατά περιοχή, της Συμφωνίας αυτής υπέγραψαν τελικά και οι Πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων κατά τη Σύμβαση Κωνσταντινούπολης (1881) που ακολούθησε δύο μήνες μετά, επίσης στην Κωνσταντινούπολη.

Τέλος η Συμφωνία αυτή επικυρώθηκε με ιδιαίτερη Σύμβαση στις 2 Ιουλίου 1881.

1903: Η Εξέγερση του Ήλιντεν

Το ανεκπλήρωτο όνειρο των Βουλγάρων (να πάρουν τη Μακεδονία) ανέλαβε να το πραγματοποιήσει η «Μακεδονική-Ανδριανοπολίτικη Εσωτερική Επαναστατική Οργάνωση» με ηγέτη τον Γκότσε Ντέλτσεφ, ένα Βούλγαρο επηρεασμένο από τις ιδέες του Μαρξ και του Μπακούνιν. Μετά το θάνατό του (Μάιος 1903), οργανώθηκε η εξέγερση του Ήλιντεν στη Δυτ. Μακεδονία (Ιούλιος 1903) με πρώτο στόχο την αυτονομία της και στη συνέχεια την ενσωμάτωσή της, στη Βουλγαρία.
Σήμερα η Βουλγαρία ως μέλος (από 1/1/2007) της ΕΕ δεν μπορεί να έχει τέτοιες βλέψεις και αυτό το επιδιώκουν οι Σκοπιανοί, οι οποίοι προβάλουν τον Γκότσε Ντέλτσεφ ως έναν ψευτο-μακεδόνα ήρωα και την ημέρα εξέγερσης του Ήλιντεν (20/7/1903, 3/8/1903) ως ημέρα εθνικής γιορτής. Είναι αξιοσημείωτο ότι ενώ τιμόταν ως εθνικός ήρωας στη Βουλγαρία μέχρι το 1946, με την αλλαγή της πολιτικής της Βουλγαρίας στο Μακεδονικό, το αφιερωμένο σε αυτόν μουσείο έκλεισε και τα περιεχόμενά του μαζί με τα οστά του μεταφέρθηκαν στα Σκόπια.


1904-1908: Ο Μακεδονικός αγώνας

Το αντίδοτο στην εξέγερση του Ήλιντεν ήταν ο Μακεδονικός Αγώνας (1904-1908), ο οποίος έδωσε τότε στην ελεύθερη Ελλάδα τη δυνατότητα όχι μονάχα να επικαλείται την προαιώνια Ελληνικότητα της Μακεδονίας, ενάντια στη βουλγαρική - και κάθε άλλη ξένη - προπαγάνδα, αλλά και να πραγματοποιήσει το μεγάλο όνειρο του Ελληνικού Έθνους για την Απελευθέρωση της Μακεδονίας - και άλλων υπόδουλων ελληνικών περιοχών - με τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13, πρώτα κατά της Τουρκίας και έπειτα κατά της Βουλγαρίας.

1906: Αντιπαράθεση Σερβίας-Τουρκίας

Η Μακεδονία, και ειδικά η Θεσσαλονίκη με το λιμάνι της, έγινε το «μήλον της έριδος» αφενός για το κράτος της Σερβίας που είχε πλέον καταστεί περίκλειστο κράτος και επιζητούσε διέξοδο στη θάλασσα, και αφετέρου, για τους Βούλγαρους που ήθελαν να εκπληρώσουν το όνειρό τους, να προσαρτήσουν τη Μακεδονία. Όταν το 90% του παγκόσμιου εμπορίου, αναλογικά και του εθνικού, διακινείται μέσω θαλάσσης, γίνεται αντιληπτή η αξία ενός παράκτιου κράτους και αντιθέτως η απαξία ενός περίκλειστου.

1912-1913: Βαλκανικοί Πόλεμοι

Η Σερβία, κατ’ ανάγκη, στράφηκε για διέξοδο στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, το οποίο υπόψη ήταν υπό τουρκική δικαιοδοσία. Η Τουρκία έβαζε συνεχώς εμπόδια για την εξεύρεση μιας λύσης-συμφωνίας, γεγονός που επιδείνωσε τις σχέσεις Σερβίας-Τουρκίας και αποτέλεσε την αφορμή για την έκρηξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου (1912-13).

1914: Το λιμάνι της Θεσσαλονίκης-ΕΖΛΘ

Στις 26 Οκτωβρίου 1912 η Θεσσαλονίκη απελευθερώνονται από τον Ελληνικό Στρατό. Με τη λήξη των Βαλκανικών πολέμων (1913) και τον καθορισμό των συνόρων των Βαλκανικών κρατών, το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, το οποίο εξυπηρετούσε μεγάλο μέρος της Βαλκανικής χερσονήσου, περιορίστηκε στην Ελληνική επικράτεια. Για τη συνέχιση του φυσικού του ρόλου, δηλαδή την εξυπηρέτηση όλης της Βαλκανικής, η ελληνική Κυβέρνηση το 1914 με το N.390/1914 ίδρυσε την Ελευθέρα Ζώνη Λιμένος Θεσσαλονίκης. Όμως, το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πόλεμου δεν επέτρεψε την υλοποίηση της.

1918: Η Ίδρυση της Γιουγκοσλαβίας

Η Γιουγκοσλαβία (ή Νοτιοσλαβία) ουσιαστικά δημιουργήθηκε την 1-12-1918, όταν ενώθηκαν τα Βασίλεια της Σερβίας και του Μαυροβουνίου με τις πρώην επαρχίες της Αυστροουγγαρίας που είχαν σλάβικο πληθυσμό. Το κράτος αρχικά ονομάστηκε «Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων» και το Νοέμβριο του 1929 μετονομάστηκε σε Γιουγκοσλαβία.

1924: Ελεύθερη Σερβική Ζώνη Λιμένα Θεσσαλονίκης

Για την εξυπηρέτηση του γιουγκοσλαβικού διαμετακομιστικού εμπορίου μέσω του λιμένος της Θεσσαλονίκης, το 1923 ξεκίνησαν συζητήσεις μεταξύ των δυο χωρών για τη δημιουργία Γιουγκοσλαβικής Ελευθέρας Ζώνης του λιμένος της Θεσσαλονίκης, η οποία τελικά άρχισε να λειτουργεί από 19-10-1925 και για πενήντα χρόνια (καταργήθηκε το 1975).

1944: Η Γιουγκοσλαβία μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Στις 2/2/1944 ο δικτάτορας της Γιουγκοσλαβίας Τίτο διαχώρισε από τη Σερβία την περιοχή που καλείτο μέχρι τότε Vardarska Banovina, και συγκροτεί ένα ομόσπονδο κρατίδιο, στο οποίο δίνει σκόπιμα το ψευδεπίγραφο όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας» αρχίζοντας να καλλιεργεί συγχρόνως την ιδέα ενός χωριστού και διακριτού «μακεδονικού έθνους».
Ο Τίτο με αυτό τον τρόπο θεμελίωνε μελλοντικές εδαφικές διεκδικήσεις της Γιουγκοσλαβίας στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας εξασφαλίζοντας διέξοδο στο Αιγαίο. Τότε, ανήγγειλε δημόσια ότι στόχος του ήταν να ενώσει «όλα τα τμήματα της Μακεδονίας που διασπάστηκαν το 1912 και 1913 από τους βαλκάνιους ιμπεριαλιστές».
Το Σύνταγμα του 1946, το οποίο ίσχυσε μέχρι τη διάσπασή της (1991), χαρακτήριζε τη χώρα σαν «Ομοσπονδιακή Λαϊκή Δημοκρατία» με έξι ομόσπονδες δημοκρατίες. Τη Σερβία, την Κροατία, τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, τη Σλοβενία, το Μαυροβούνιο και τη Μακεδονία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ξέσπασε στην πολύπαθη περιοχή μας το νεώτερο «μακεδονικό» ζήτημα, αυτή τη φορά με την εμπλοκή των Σκοπίων. Τι ακριβώς συνέβη; Μια άλλοτε σερβική επικράτεια (η νότια Σερβία, όπως κάποτε την αποκαλούσαν) με βουλγαρόφωνο πληθυσμό - που μιλούσε, δηλαδή, μια βουλγαρική διάλεκτο - ανακήρυξε την ανεξαρτησία της στις 8 Σεπτεμβρίου του 1991 και απαίτησε να αναγνωριστεί διεθνώς ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Εκδηλώθηκε έτσι ο περίφημος «μακεδονισμός», που ελλόχευε ήδη από τη δεκαετία του 1940, όταν ο Γιουγκοσλάβος κομμουνιστής ηγέτης Γιόζιπ Μπροζ-Τίτο αποφάσισε να δημιουργήσει μια καινούργια, εντελώς τεχνητή εθνότητα στην «καρδιά» των Βαλκανίων, με πολύ άδηλους σκοπούς για το μέλλον.


Το σημερινό καθεστώς που υφίσταται στο χώρο της Μακεδονίας με τη διατήρηση της συνοριακής γραμμής της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, οφείλεται κατά κύριο λόγο στις ενέργειες της Μεγάλης Βρετανίας, το 1944. Η ηγεσία της Μεγάλης Βρετανίας, αποτελούμενη από τον Πρωθυπουργό Ουίστον Τσώρτσιλ και τον Υπουργό Εξωτερικών Άντονι Ήντεν, όχι απλά τάχθηκε ανεπιφύλακτα υπέρ της επανόδου στο προ του πολέμου καθεστώς για την Μακεδονία, αλλά αγωνίστηκε για να το επιτύχει. Φυσικά, από τη δική τους πλευρά, οι Βρετανοί ανησυχούσαν για την προέλαση των Σοβιετικών στη Ρουμανία και για το ενδεχόμενο της αφίξεώς τους μέχρι τις ακτές του Αιγαίου.
Συγκεκριμένα, τον Σεπτέμβριο του 1944 η κατάρρευση του Άξονος και η προέλαση του σοβιετικού στρατού στη Ρουμανία δημιουργούσαν νέα δεδομένα. Στη Βουλγαρία, στις 2 Σεπτεμβρίου, σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον πρόεδρο του Αγροτικού Κόμματος Κώστα Μοράβιεφ, η οποία στη συνέχεια ανατράπηκε στις 9 Σεπτεμβρίου, όταν δηλαδή εισήλθε στη Βουλγαρία ο σοβιετικός στρατός. Τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε το Πατριωτικό Μέτωπο, με πρωθυπουργό τον Κίμωνα Γκεοργκίεφ. Οι κυβερνήσεις αυτές διατήρησαν τις βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής στην Ανατολική Μακεδονία, αποβλέποντας σε εδαφικά οφέλη στην περιοχή. Μάλιστα ο Γκεοργκίεφ έθεσε τις μονάδες του βουλγαρικού στρατού στη διάθεση του Σοβιετικού Στρατάρχη Τομπούλχιν.
Ήδη από τον Μάιο του 1944 ο Τσώρτσιλ είχε στείλει σχέδιο στον Στάλιν, με το οποίο πρότεινε την πλήρη ελευθερία κινήσεων των Σοβιετικών στη Ρουμανία και αντίστοιχη της Μεγάλης Βρετανίας στην Ελλάδα και το οποίο είχε αποδεχθεί ο σοβιετικός ηγέτης. Επίσης ο Ήντεν, σε τηλεγράφημα προς τον Τσώρτσιλ της 6ης Σεπτεμβρίου 1944, σημείωνε χωρίς περιστροφές ότι «αν πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα σε δυο χώρες (Βουλγαρία και Ελλάδα) είναι φανερό ότι πρώτη έρχεται η Ελλάδα, διότι είναι σύμμαχός μας και αγωνίστηκε στον πόλεμο και αφετέρου, διότι όσον αφορά τη μεταπολεμική μας θέση στην Ανατολική Μεσόγειο, η Ελλάδα μας ενδιαφέρει πιο πολύ από την Βουλγαρία». Ο Τσώρτσιλ, πάλι, στις 21 Σεπτεμβρίου πληροφόρησε τους Σοβιετικούς ότι επρόκειτο να στείλει βρετανικά στρατεύματα στην Ελλάδα και ζητούσε να μην εισέλθει σοβιετικός στρατός στο ελληνικό έδαφος, παρά μόνον ύστερα από δική του συγκατάθεση.
Η τελική ρύθμιση των συνόρων στη Μακεδονία φαίνεται ότι αποφασίστηκε στη συνάντηση που είχαν στη Μόσχα, στις 9 Οκτωβρίου 1944, ο Στάλιν με τον Τσώρτσιλ. Εκεί η Ελλάδα πέρασε στη βρετανική ζώνη επιρροής, καθώς ο Τσώρτσιλ πρότεινε 90% επιρροή της Σοβιετικής Ενώσεως στη Ρουμανία, 75% στη Βουλγαρία, 90% επιρροή των Βρετανών στην Ελλάδα και 50-50% επιρροή και των δυο στη Γιουγκοσλαβία, κάτι που αποδέχθηκε ο Στάλιν.
Οι Σοβιετικοί τίμησαν τις συμφωνίες με τους Βρετανούς, καθώς τον Σεπτέμβριο του 1944 η σοβιετική στρατιά του Τολμπούχιν σταμάτησε στη συνοριακή γραμμή Ελλάδος-Βουλγαρίας, αρνούμενη να περάσει τη γραμμή και να τερματίσει την γερμανική κατοχή στη Μακεδονία ή να βοηθήσει τον «σύμμαχο» πλέον βουλγαρικό στρατό στην Ανατολική Μακεδονία. Μάλιστα στις 11 Οκτωβρίου, δύο μέρες μετά τις συμφωνίες Στάλιν-Τσώρτσιλ, ο βουλγαρικός στρατός διατάχθηκε να εκκενώσει το ελληνικό έδαφος εντός δεκαπέντε ημερών, κάτι που έπραξε εντός της προθεσμίας. Στη Διάσκεψη της Γιάλτας, ο Στάλιν βεβαίωσε εκ νέου τον Τσώρτσιλ για την μη ανάμειξή του στην Ελλάδα.
Η συνεργασία των Σοβιετικών με τους Βρετανούς έδωσε τη δυνατότητα στους δεύτερους να ζητήσουν από τον Τίτο να απέχει από κάθε ενέργεια κατά της ελληνικής Μακεδονίας. Στις 9 Δεκεμβρίου συγκεκριμένα, ο επικεφαλής της βρετανικής αποστολής Μακλίν, ζήτησε εξηγήσεις από τον Τίτο για την συγκρότηση της «Μακεδονικής Ταξιαρχίας» προειδοποιώντας τον να μην προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια κατά της Ελλάδος. Ο Τίτο διαβεβαίωσε ότι δεν επρόκειτο να προβεί σε επιθετικές ενέργειες κατά της Ελλάδος. Έτσι, στη διάρκεια των Δεκεμβριανών το αίτημα του ΚΚΕ προς τον Τίτο για ενίσχυση δεν έγινε αποδεκτό και οι μονάδες του Γκότσεφ διατάχθηκαν από τον Τίτο αντί να περάσουν την ελληνογιουγκοσλαβική μεθόριο, να κινηθούν βορειότερα προς καταδίωξη των γερμανικών δυνάμεων και των Αλβανών εθνικιστών στο Κοσσυφοπέδιο. Αρνητική ήταν και η απάντηση του Γκιόργκι Δημητρώφ, αρχηγού του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας, σε παρόμοιο αίτημα του ΚΚΕ.
Αλλά και γενικότερα οι Βρετανοί προσπάθησαν να αποτρέψουν την αναμόχλευση του Μακεδονικού Ζητήματος. Έτσι, στις αρχές του 1945 τάχθηκαν κατά της ενώσεως της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας σε ένα ομοσπονδιακό κράτος, όπως και κατά της διεκδικήσεως εδαφών από την Γιουγκοσλαβία. Αλλά και στο θέμα της δημιουργίας μιας «ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας», που προέβαλε ο Τίτο και οι ηγέτες του νεοπαγούς ομόσπονδου κράτους, η βρετανική πολιτική ήταν αρνητικά διακείμενη, καθώς θεωρούσε ότι στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να συμβιώσουν Σλάβοι και Έλληνες στο ίδιο κράτος, οπότε θα υπήρχε διαρκής ένταση και ότι θα αναβίωναν οι εθνικοί ανταγωνισμοί, δημιουργώντας τα ίδια προβλήματα που υφίσταντο στις αρχές του Κ΄ αιώνος.
Την άνοιξη του 1945 παρατηρήθηκε σημαντική αλλαγή στην πολιτική της Γιουγκοσλαβίας προς την Ελλάδα, καθώς ο Τίτο προέβη σε πληθώρα δηλώσεων ότι θα δεχόταν την ένωση των Σλαβομακεδόνων των ελληνικών επαρχιών με τη Γιουγκοσλαβία, κατηγορώντας παράλληλα την Ελλάδα για συστηματική καταπίεσή τους. Οι Βρετανοί, όπως και οι Αμερικανοί, υποψιάζονταν ότι η επιθετικότητα του Τίτο ήταν απότοκος της αλλαγής της στάσεως της Σοβιετικής Ενώσεως. Συμβούλεψαν την Ελλάδα να κρατά χαμηλούς τόνους, αλλά απέρριψαν όλες τις αιτιάσεις κατά της Ελλάδος σε όλες τις περιπτώσεις, ακόμη και στη σχετική συζήτηση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, τον Φεβρουάριο του 1946.
Στο Συνέδριο της ειρήνης, που ξεκίνησε στις 25 Απριλίου 1946 στο Παρίσι, η Μεγάλη Βρετανία υποστήριζε την Ελλάδα κάθε φορά που οι Σοβιετικοί ή οι εκπρόσωποι άλλων κρατών με κομμουνιστικό καθεστώς διατύπωναν κατηγορίες εναντίον της αλλά δεν προσέφερε, όπως άλλωστε και οι Αμερικανοί, καμιά βοήθεια στην Ελλάδα για την υλοποίηση των εδαφικών διεκδικήσεών της, που περιελάμβαναν την απόσχιση της Βορείου Ηπείρου από την Αλβανία και την ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα καθώς και την επέκταση των ελληνικών συνόρων προς την Βουλγαρία σε βάθος 36 μιλίων. Θεωρούσαν ότι οι ελληνικές διεκδικήσεις δεν παρείχαν καμία βελτίωση στην αμυντική ικανότητα της χώρας, ενώ παράλληλα θα επέσειαν την αντίδραση των Σοβιετικών. Μαζί με τους Αμερικανούς, πρότειναν στην Ελλάδα να αναζητήσει την ασφάλειά της στο πλαίσιο του νεοπαγούς Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ). Παρ' όλα αυτά, ο εκπρόσωπος της Μεγάλης Βρετανίας παρουσίασε τις αλλαγές στην ελληνοβουλγαρική μεθόριο που ζητούσε η Ελλάδα, στο Συμβούλιο των Υπουργών Εξωτερικών στη Νέα Υόρκη, τον Νοέμβριο του 1946, αλλά δεν έδειξε διάθεση για περαιτέρω συζήτηση όταν ο Αμερικανός εκπρόσωπος αρνήθηκε να υποστηρίξει την υλοποίησή τους.
Οι Βρετανοί, σε σύμπνοια με τους Αμερικανούς, συνέχισαν να υποστηρίζουν τα επόμενα χρόνια (1947-1949) την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδος και να διαμαρτύρονται δριμύτατα στους Βουλγάρους και στους Γιουγκοσλάβους για δηλώσεις και ενέργειές τους προς την κατεύθυνση της προσχώρησης των τμημάτων της ελληνικής, βουλγαρικής και γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας σε μια νοτιοσλαβική ομοσπονδία.


Οι Ηνωμένες Πολιτείες από την πλευρά τους, καθ' όλη τη διάρκεια του 1944 ήταν αντίθετες στη δημιουργία σφαιρών επιρροής στην Ευρώπη και προτιμούσαν να διευθετήσουν το όλο θέμα με συζητήσεις μεταξύ των Συμμάχων. Δεν είχαν ούτε επαρκείς πληροφορίες από δικές τους πηγές για τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα, ούτε κάποια ξεκάθαρη θέση για την μελλοντική κατάσταση στα Βαλκάνια γενικότερα. Πίστευαν ότι όλα μπορούσαν να καθορισθούν στη Διάσκεψη της Γιάλτας, τον Φεβρουάριο του 1945. Η αμερικανική κοινή γνώμη αντέδρασε αρνητικά στη δράση των Βρετανών κατά τα Δεκεμβριανά, αλλά ο Ρούσβελτ έδωσε την συγκατάθεσή του για τις βρετανικές ενέργειες. Όμως γενικά μέχρι το καλοκαίρι του 1945, οι ΗΠΑ δεν έδειχναν κάποια ιδιαίτερη δραστηριότητα. Η κατάσταση άλλαξε το καλοκαίρι του 1945, όταν οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι θα στείλουν αποστολή στην Ελλάδα, προκειμένου να διασφαλισθεί η ελεύθερη έκφραση του ελληνικού λαού στις βουλευτικές εκλογές.
Ειδικότερα για το Μακεδονικό, οι ΗΠΑ είχαν ξεκάθαρη θέση. Η συνοριακή γραμμή Ελλάδος- Βουλγαρίας- Γιουγκοσλαβίας που ίσχυε πριν τον πόλεμο, έπρεπε να συνεχίσει να υφίσταται χωρίς αλλαγές, εκτός εάν αυτό επιθυμούσαν οι πληθυσμοί των χωρών αυτών. Το ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας κατοικούνταν από Έλληνες, οι οποίοι δεν έδειχναν καμία διάθεση ούτε για συνοριακές αλλαγές ούτε για συμμετοχή στη δημιουργία ενός «μακεδονικού» κράτους. Μάλιστα για τους Αμερικανούς ούτε «μακεδονικό» έθνος υπήρχε, ούτε «μακεδονική εθνική συνείδηση». Επομένως, τους Αμερικανούς κάθε προσπάθεια για αλλαγές στη Μακεδονία θα τους έβρισκε κάθετα αντίθετους.
Οι Αμερικανοί ανέλαβαν την πρωτοβουλία της στηρίξεως της Ελλάδος στο Συνέδριο της ειρήνης και στον ΟΗΕ κατά το 1946, αρνήθηκαν όμως να υποστηρίξουν, όπως και οι Βρετανοί, τα αιτήματα για προσαρτήσεις εδαφών στην ελληνική επικράτεια. Οι εκπρόσωποι των Αμερικανών απέκρουσαν με σθένος και παρρησία τις κατηγορίες των Σοβιετικών και των άλλων κομμουνιστικών δυνάμεων κατά της Ελλάδος, ενώ αρνήθηκαν να συζητήσουν το ενδεχόμενο αποσπάσεως ελληνικών εδαφών προς όφελος γειτονικών κρατών και αντιμετώπισαν την σοβιετική επιθετικότητα κατά της Ελλάδος ενισχύοντας τους δεσμούς τους με τη χώρα, ακόμη και με την αποστολή ισχυρών πολεμικών σκαφών για επίσκεψη στο λιμάνι του Πειραιά. Όμως η πραγματική σύσφιξη των ελληνοαμερικανικών σχέσεων έγινε με την εξαγγελία του δόγματος Τρούμαν, στις 12 Μαρτίου 1947, για την υποστήριξη της Ελλάδος και της Τουρκίας από την κομμουνιστική επιβολή και τη χορήγηση δανείου 400.000.000 δολαρίων ως βοήθεια στις δύο αυτές χώρες.
Όσον αφορά το Μακεδονικό Ζήτημα, οι ΗΠΑ συνέχισαν να εγγυώνται την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδος και να αντιτίθενται έντονα σε κάθε προσπάθεια δημιουργίας χωριστού «μακεδονικού» κράτους, το οποίο θα συμπεριελάμβανε ελληνικά εδάφη. Αλλά, σε αντίθεση με τους Βρετανούς, οι Αμερικανοί θεωρούσαν ότι οι κομμουνιστικές χώρες Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία μπορούσαν να επιλύσουν το Μακεδονικό Ζήτημα όπως αυτές ήθελαν, είτε με τη συγκατάθεση είτε με την αντίθεσή τους, αλλά δεν μπορούσαν να δεχθούν την απόσπαση ελληνικών εδαφών που θα προσαρτώνταν στο νέο αυτό κράτος. Έτσι κατά καιρούς οι Αμερικανοί αντιδρούσαν έντονα σε κάθε ενέργεια της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας που στρεφόταν κατά της ακεραιότητας της Ελλάδος, με σημαντικότερες το θέμα της αναγνώρισης της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβερνήσεως το 1948 και της δημιουργίας ανεξάρτητης Μακεδονίας που επαγγέλλονταν το ΚΚΕ, με βάση την απόφαση της 5ης Ολομέλειας του 1949.
Από τη στιγμή που η ήττα του Δημοκρατικού Στρατού έλυσε το πρόβλημα της εθνικής ασφάλειας και της ακεραιότητας της Ελλάδος, οι Αμερικανοί παρότρυναν τη χώρα να βελτιώσει τις σχέσεις της με τη Γιουγκοσλαβία. Οι ΗΠΑ είχαν αντιμετωπίσει πολύ ευνοϊκά την εκδίωξη της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ. Όμως η πρώτη προσπάθεια για βελτίωση των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων μετά την πρωθυπουργοποίηση του Πλαστήρα το 1950, σκόνταψε στην απαίτηση του Τίτο για παραχώρηση μειονοτικών δικαιωμάτων στους «Μακεδόνες» της Ελλάδος. Οι συνομιλίες διακόπηκαν και συνεχίστηκαν μόνο ύστερα από πιέσεις των Αμερικανών και των Άγγλων προς τον Τίτο να σταματήσει να αναμειγνύεται σε μειονοτικά θέματα άλλων χωρών. O Τίτο προέβη σε διευκρινιστική δήλωση ότι δεν εξαρτούσε την πορεία των διμερών σχέσεων από τη θέση των Σλαβομακεδόνων στην ελληνική κοινωνία, δήλωση που οδήγησε στην ομαλοποίηση των σχέσεων των δύο χωρών. Το γεγονός ότι ο Τίτο δεν είχε ανασκευάσει τις δηλώσεις του για «μακεδονική» μειονότητα στην Ελλάδα, δεν ενοχλούσε τους Αμερικανούς, αφού το κύριο πρόβλημα γι' αυτούς ήταν η εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδος και στο εξής η απόσπαση του Τίτο από το κομμουνιστικό μπλοκ.
Το πρόβλημα της ασφάλειας της ελληνικών συνόρων, κυρίως από το βορρά, λύθηκε ουσιαστικά με την προσχώρηση της Ελλάδος στην Ατλαντική Συμμαχία (ΝΑΤΟ) στις 22 Οκτωβρίου 1951, καθώς η ασφάλεια της χώρας τοποθετήθηκε σε άλλο επίπεδο, αυτό των σχέσεων των δύο αντίπαλων συνασπισμών. Επομένως, κάθε επίθεση κατά της ελληνικής Μακεδονίας θα αποκρούονταν από τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ. Με παρότρυνση των Αμερικανών, υπογράφηκε στις 28 Φεβρουαρίου 1953 και τριμερής συνθήκη φιλίας και συνεργασίας μεταξύ της Τουρκίας, της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδος, μια συνθήκη που προέβλεπε ότι τα τρία κράτη είχαν υποχρέωση να υπερασπίσουν την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητά τους απέναντι σε κάθε άλλη Δύναμη.


Η Σοβιετική Ένωση μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου αντιμετώπισε το Μακεδονικό Ζήτημα όχι ως ένα ξεχωριστό θέμα προς διευθέτηση, αλλά ως ένα κομμάτι στη διπλωματική σκακιέρα με τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς. Καθώς το 1945 οι δυνάμεις του Άξονος είχαν συνθηκολογήσει, η Σοβιετική Ένωση στράφηκε στην ενσωμάτωση της Ουγγαρίας, της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας στο κομμουνιστικό μπλοκ και στην προώθηση της επιρροής της στην Ελλάδα, με την ενίσχυση του ΚΚΕ και των Κομμουνιστικών Κομμάτων των γειτονικών χωρών και με την αύξηση των στρατευμάτων κατοχής στο Ιράν. Σύμφωνα με τον Τζώρτζ Κένναν (George Kennan), επιτετραμμένο των ΗΠΑ στη Μόσχα εκείνη την εποχή, οι ενέργειες γίνονταν είτε απ' ευθείας από την Σοβιετική Κυβέρνηση μέσω των επισήμων διπλωματικών οδών είτε μέσω της πιέσεως που ασκούσαν τα τοπικά Κομμουνιστικά Κόμματα, για τη δράση των οποίων ισχυριζόταν ότι δεν έφερε την ευθύνη. Έτσι, εάν οι ενέργειες της Σοβιετικής Ενώσεως συναντούσαν την αντίδραση των άλλων Δυνάμεων, τότε η πίεση συνεχιζόταν από τη δράση των Κομμουνιστικών Κομμάτων σε τοπικό επίπεδο.
Ο Ελληνικός Εμφύλιος, που ξεκίνησε το ΚΚΕ το 1946 με την επίθεση στο Λιτόχωρο την ημέρα της διεξαγωγής των βουλευτικών εκλογών, παρουσίαζε τα παραπάνω χαρακτηριστικά της σοβιετικής πολιτικής. Η Σοβιετική Ένωση επέτρεπε στο ΚΚΕ να ξεκινήσει τον ένοπλο αγώνα, ο οποίος αν πετύχαινε, θα οδηγούσε στη σοβιετοποίηση της Ελλάδος και αν αποτύγχανε, η ήττα θα βάραινε το ΚΚΕ και όχι την ίδια.
Στο συνέδριο της ειρήνης οι Σοβιετικοί υιοθέτησαν μια σκληρή γραμμή απέναντι στην Ελλάδα, καθώς ενθάρρυναν και υποστήριζαν τις εδαφικές διεκδικήσεις των γειτονικών -ηττημένων στον πόλεμο- κρατών με κομμουνιστικό καθεστώς κατά της νικήτριας Ελλάδος. Συγκεκριμένα, ο Υπουργός Εξωτερικών της Ουκρανίας Ντιμίτρι Μανουίλσκι υποστήριξε την απαίτηση της Βουλγαρίας για έξοδο στο Αιγαίο και για προσάρτηση της Δυτικής Θράκης στη Βουλγαρία και το ίδιο έπραξε και ο εκπρόσωπος της Γιουγκοσλαβίας, Μοσέ Πιγιάντε. Φυσικά, η Σοβιετική Ένωση αρνήθηκε να συζητήσει τις ελληνικές εδαφικές διεκδικήσεις σε βάρος των συμμάχων της Αλβανίας και Βουλγαρίας, τόσο στο συνέδριο της ειρήνης όσο και στο Συμβούλιο των Υπουργών Εξωτερικών. Αντίθετα η Ουκρανία, μέλος της Σοβιετικής Ενώσεως και μόνιμο μέλος στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, προσέφυγε κατά της Ελλάδος στο Συμβούλιο Ασφαλείας στις 24 Αυγούστου 1946, διότι η Ελλάδα καταπίεζε τις μειονότητες στη Μακεδονία και τη Θράκη και επειδή ζητούσε την απόσπαση της Βορείου Ηπείρου από την Αλβανία. Σκοπός της ουκρανικής προσφυγής ήταν να μπλοκάρει τη συζήτηση στο μέλλον των ελληνικών εδαφικών διεκδικήσεων κατά των γειτονικών κομμουνιστικών κρατών.
Η Σοβιετική Ένωση συνέχισε να είναι αρωγός στις ενέργειες του ΚΚΕ για την κατάληψη της εξουσίας καθώς και της Γιουγκοσλαβίας για την ένωση με την Βουλγαρία υπό τη μορφή ομοσπονδίας. Όταν όμως ο Στάλιν συνειδητοποίησε ότι ο Τίτο εργαζόταν για τη δημιουργία συνεργασίας με άλλα κομμουνιστικά κράτη, η οποία θα μπορούσε είτε να αντιταχθεί στη δική του πολιτική είτε να καθορίσει δική της πολιτική, προχώρησε στην αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ και στην καταγγελία του Τίτο για ρεβιζιονισμό σε όλο τον τότε κομμουνιστικό κόσμο.
Η υπόθεση της δημιουργίας ενός χωριστού «μακεδονικού» κράτους που μέχρι τότε προωθούσε ο Τίτο, δεν ξεχάστηκε. απλώς οι Σοβιετικοί προσπάθησαν να την ενεργοποιήσουν εναντίον του Τίτο, καλώντας τον πληθυσμό της Ομόσπονδης Δημοκρατίας της Μακεδονίας σε αυτοδιάθεση με τη βοήθεια των Βουλγάρων και του ΚΚΕ, έτσι ώστε να δημιουργηθεί μία «ανεξάρτητη Μακεδονία» στα πλαίσια μιας Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας.
Όταν όμως οι Σοβιετικοί διαπίστωσαν, στις αρχές του 1949, ότι το ΚΚΕ είχε χάσει τον αγώνα και ότι ο ελληνικός στρατός ήταν πλέον αξιόμαχος τόσο, ώστε να αποτελεί κίνδυνο και για τις άλλες κομμουνιστικές χώρες, τότε ο Υπουργός Εξωτερικών Γκρομίκο ζήτησε την κατάπαυση του πυρός στην Ελλάδα. Στη διάρκεια των συνομιλιών, αρνήθηκε κάθε υπαιτιότητα της Σοβιετικής Ενώσεως στην υπόθεση της δημιουργίας ανεξάρτητης Μακεδονίας.
Οι δηλώσεις Γκρομίκο δε σήμαιναν ότι η δραστηριότητα της Σοβιετικής Ενώσεως σχετικά με το Μακεδονικό θα σταματούσε στο εξής. Αντίθετα, τα επόμενα χρόνια αναπτύχθηκε μία οργανωμένη προπαγάνδα προερχόμενη από την Βουλγαρία, με την ενθάρρυνση ή την ανοχή των Σοβιετικών, η οποία καλούσε όλους τους «Μακεδόνες» σε Γιουγκοσλαβία και Ελλάδα να ενωθούν με τα αδέλφια τους στη Βουλγαρία. Οι ενέργειες αυτές είχαν σκοπό να δημιουργήσουν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την ανατροπή του Τίτο. Όμως, μετά τον θάνατο του Στάλιν το Μακεδονικό έπαψε να αποτελεί θέμα υψηλής πολιτικής για τη Σοβιετική Ένωση.

Η ένταξη της Ελλάδος στο ΝΑΤΟ ουσιαστικά επέφερε την απεμπλοκή του Μακεδονικού Ζητήματος από ζητήματα αλλαγής μεθοριακών γραμμών και κυριαρχίας στην περιοχή της ελληνικής Μακεδονίας. Βαθμιαία μετεξελίχθηκε στο θέμα της υπάρξεως ή μη «Μακεδόνων», στην εθνική ταυτότητά τους και στη διεκδίκηση του ιστορικού παρελθόντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς της Μακεδονίας.
Κατά καιρούς προκλήθηκε ένταση στις σχέσεις Αθήνας και Βελιγραδίου, καθώς η πρώτη θεωρούσε και θεωρεί ότι δεν υπάρχει «μακεδονική μειονότητα» και «μακεδονικό έθνος», ενώ το Βελιγράδι την καλούσε να αποδεχθεί την πραγματικότητα, όπως εκείνο την ερμήνευε. Όμως η κύρια εστία έντασης υφίστατο στις σχέσεις Βελιγραδίου-Σόφιας, καθώς το Βελιγράδι αναγνώριζε και αναγνωρίζει τους «Μακεδόνες» ως χωριστό έθνος και η Σόφια ή αποδέχονταν τους ισχυρισμούς του Βελιγραδίου -όταν οι σχέσεις Βελιγραδίου-Μόσχας ήταν καλές- ή μέρος του «βουλγαρικού έθνους», όταν η Μόσχα κατήγγειλε τον Τίτο για «ρεβιζιονισμό».
Η ίδια η Σοβιετική Ένωση, ενώ συνήθως έτρεφε εχθρικές διαθέσεις προς το Βελιγράδι, ωστόσο δεν αποδέχθηκε ποτέ τις θέσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας για την βουλγαρικότητα των Μακεδόνων, αφού ήδη από το 1934 είχε αναγνωρίσει την «μακεδονική» εθνότητα και ζητούσε την αυτοδιάθεσή της. Απλώς τις περιόδους που οι σχέσεις με τη Γιουγκοσλαβία ήταν ψυχρές, αποσιωπούσε πλήρως το θέμα, ενώ τις περιόδους ευφορίας προέβαινε σε ενέργειες που δήλωναν άμεσα ή έμμεσα την υποστήριξή της προς τα Σκόπια και το Βελιγράδι.
Άλλωστε και η ηγεσία του ΚΚΕ, που βρίσκονταν στην εξορία και ελέγχονταν απόλυτα από τους Σοβιετικούς, υποστήριζε την ίδια θέση με τους Γιουγκοσλάβους, δηλαδή την ύπαρξη και καταπίεση Σλαβομακεδόνων στην Ελλάδα, άσχετα από τις συνεχείς και εμπαθείς επιθέσεις κατά των Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών.
Η στάση των ΗΠΑ στη νέα φάση του Μακεδονικού Ζητήματος καθορίσθηκε κυρίως από την ανάγκη στηρίξεως της Γιουγκοσλαβίας και της διατηρήσεως σταθερά κακών σχέσεων με τη Μόσχα και καλών σχέσεων με τα γειτονικά κράτη. Έτσι στην ελληνογιουγκοσλαβική κρίση του 1962, που προκλήθηκε από δηλώσεις Γιουγκοσλάβων αξιωματούχων για την ύπαρξη «Μακεδόνων» στην ελληνική επικράτεια και την ακόλουθη αναστολή εφαρμογής της συμφωνίας μεθοριακής επικοινωνίας του 1959 από την Ελλάδα, κάποιοι Αμερικανοί αξιωματούχοι, σύμφωνα με τον ελληνικό τύπο, παρότρυναν την Αθήνα να «κάνει κάποιες υποχωρήσεις» ή και να αναγνωρίσει την μειονότητα και κάποιοι άλλοι συμβούλευαν τις δυο πλευρές να δείξουν εφεκτικότητα. Φυσικά, το θέμα της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδος αποτελούσε διαφορετικό ζήτημα και η άποψη των Αμερικανών ήταν σταθερή ότι κάθε απειλή κατά της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας θα εκλαμβάνονταν ως απειλή κατά των ΗΠΑ.
Η -προφορική- συμφωνία κυρίων αναφορικά με το Μακεδονικό, που έγινε μεταξύ των Υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδος Αβέρωφ και της Γιουγκοσλαβίας Πόποβιτς στην Αθήνα στις 2 Δεκεμβρίου 1962, ουσιαστικά υποβάθμισε το Μακεδονικό Ζήτημα μέχρι την επιβολή του καθεστώτος της 21ης Απριλίου.



1968 : Μυστική Επιχείρηση Κομμουνιστικού στρατιωτικού πραξικοπήματος με στόχο την απόσπαση της Μακεδονίας

Το 1968 επιχειρησιακή πράκτορες της KGB στην Ελλάδα είχαν αρχίσει να οριοθετούν περιοχές στην Θεσσαλία, όπου θα δημιουργούνταν βάσεις αεροπορικού ανεφοδιασμού. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους η Κομμουνιστική μυστική υπηρεσία της Βουλγαρίας DS πληροφορούσε την Σοβιετική ένωση ότι μπορούσε να ανατρέψει το καθεστώς της 21ης Απριλίου με την συνδρομή ενός πράκτορας της, που ήταν πρώην αρχηγός της Ελληνικής υπηρεσίας Πληροφοριών!
Οπωσδήποτε θα υπονοούσε στέλεχος του ΠΑΚ και αργότερα του ΠΑΣΟΚ, που με εντολή του ΚΚΕ είχε διεισδύσει στο ΠΑΚ, την εποχή,  που ΚΚΕ και ΠΑΚ ήταν αξεχώριστες δυνάμεις. Η κεντρική επιτροπή του Κομμουνιστικού κόμματος Βουλγαρίας ενέκρινε την νέα επιχείρηση κομμουνιστικού και στρατιωτικού πραξικοπήματος με στόχο την απόσπαση της Μακεδονίας. Όμως η KGB δεν το προχώρησε γιατί εκείνη την εποχή η ΕΣΣΔ είχε φόρτο εργασίας με 
την απάνθρωπα βίαιη καταστολή της λαϊκής αντικομμουνιστικής  εξέγερσης στην Πράγα.


1991: Η γένεση του νεώτερου «Μακεδονικού»

Το Σεπτέμβριο του 1991, μετά από ένα δημοψήφισμα, η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, ανακήρυξε την ανεξαρτησία της υπό την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Η Ελλάδα αντέδρασε έντονα στην υποκλοπή της ιστορικής και πολιτιστικής της κληρονομιάς και στις υφέρπουσες εδαφικές και αλυτρωτικές βλέψεις της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και το θέμα ήλθε στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο με δύο αποφάσεις του [817(1993) και 845(1993)] συνιστά την εξεύρεση ταχείας διευθέτησης για το καλό των ειρηνικών σχέσεων και της καλής γειτονίας στην περιοχή.
Το 1993, κατόπιν της σύστασης του Συμβουλίου Ασφαλείας, η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας έγινε δεκτή, με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης στα Ηνωμένα Έθνη με αυτήν την προσωρινή ονομασία «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» έως ότου εξευρεθεί μια συμφωνημένη λύση.

1995: Η Ενδιάμεση Συμφωνία

Το 1995 η Ελλάδα και η πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας συνομολόγησαν μια Ενδιάμεση Συμφωνία, η οποία επέβαλε έναν δεσμευτικό «κώδικα συμπεριφοράς». Τα δύο μέρη άρχισαν διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, οι οποίες συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
Η πΓΔΜ παραβιάζει συνεχώς αυτή τη συμφωνία, προβάλλοντας εδαφικές βλέψεις κατά της Ελλάδας, με χάρτες, σχολικά βιβλία, εκδηλώσεις κλπ, χρησιμοποιώντας παράνομα την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας» ακόμη και σε διεθνείς οργανισμούς καθώς και σύμβολα που ανήκουν στην ελληνική ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά, όπως τον Ήλιο της Βεργίνας.

2008: Η πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ

Στη Διάσκεψη Κορυφής (Απρίλιος 2008) του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, τα μέλη της Συμμαχίας, μετά από βέτο τη ελληνικής πλευράς, αποφάσισαν ομόφωνα να απευθυνθεί πρόσκληση στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας για ένταξή της εφόσον λυθεί το ζήτημα του ονόματος, κατά τρόπο αμοιβαίως αποδεκτό.
Η πΓΔΜ προσέφυγε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης κατά της Ελλάδας την 17η Νοεμβρίου 2008, ισχυριζόμενη ότι η χώρα μας πρόβαλε αντίρρηση στην ένταξη της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ κατά τη Σύνοδο Κορυφής της Συμμαχίας στο Βουκουρέστι τον Απρίλιο του 2008.
Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης στην υπόθεση αυτή δεν υπεισήλθε στην ουσία της ονοματολογικής διαφοράς, σημειώνοντας ότι δεν έχει τη σχετική δικαιοδοσία και ότι η διαφορά πρέπει να επιλυθεί στο πλαίσιο που ορίζουν οι Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, μέσω διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Κάλεσε, επίσης, τα δύο μέρη να εμπλακούν σε ουσιαστικές διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα των ΗΕ.
Από πλευράς ΕΕ, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου 2008, με ομόφωνη απόφασή του, αποφάσισε ότι η λύση του ζητήματος του ονόματος κατά τρόπο αμοιβαίως αποδεκτό αποτελεί θεμελιώδη αναγκαιότητα προκειμένου να γίνουν περαιτέρω βήματα στην ενταξιακή πορεία της πΓΔΜ προς την ΕΕ.

2012-2014: Νέες πρωτοβουλίες

Τον Οκτώβριο του 2012, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών έστειλε επιστολή στον ομόλογό του της πρώην ΓΔΜ, με την οποία πρότεινε την υπογραφή μεταξύ των δύο χωρών Μνημονίου Κατανόησης, που θα θέσει το πλαίσιο και τις βασικές παραμέτρους για την οριστική επίλυση του ζητήματος της ονομασίας.
Η ελληνική πλευρά πρότεινε λύση που πρέπει να περιλαμβάνει συμφωνία επί του γεγονότος ότι οποιαδήποτε πρόταση οφείλει να εμπεριέχει σαφή και οριστικό προσδιορισμό του ονόματος που δεν θα αφήνει περιθώρια αμφιβολιών σχετικά με τη διάκριση μεταξύ του εδάφους της πρώην ΓΔΜ και περιοχών σε γειτονικές χώρες, ειδικότερα, της περιοχής της Μακεδονίας στη βόρεια Ελλάδα και ότι το συμφωνημένο όνομα θα χρησιμοποιείται έναντι όλων (erga omnes) και για όλους τους σκοπούς. Στην απάντησή της, η πρώην ΓΔΜ, αν και ευχαρίστησε για την ελληνική πρωτοβουλία, επανέλαβε τις πάγιες θέσεις της και επί της ουσίας αντιπαρήλθε πλήρως την ελληνική πρόταση.
Το Δεκέμβριο 2012 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με συλλογική και ομόφωνη απόφασή του αποφάσισε ότι η έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της ΕΕ με την πρώην ΓΔΜ εξαρτάται από την εφαρμογή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, την προώθηση και τον σεβασμό των σχέσεων καλής γειτονίας και την επίλυση του ονοματολογικού, στο πλαίσιο των υπό τον ΟΗΕ διαπραγματεύσεων. Το Δεκέμβριο 2013 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με συλλογική και ομόφωνη απόφασή του, δεν αποδέχθηκε την εισήγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για απόδοση ημερομηνίας έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Το Συμβούλιο αποφάσισε ότι θα επανεξετάσει την προοπτική αυτή εντός του 2014, στη βάση νέας ενημέρωσης από την Επιτροπή για την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων και την πραγματοποίηση απτών βημάτων, από τα Σκόπια, για την προώθηση των σχέσεων καλής γειτονίας και την εξεύρεση αμοιβαία αποδεκτής λύσης στο θέμα του ονόματος στο πλαίσιο των, υπό τον ΟΗΕ, διαπραγματεύσεων.

2018: Η κυβέρνηση πρώτη φορά αριστερά έρχεται να διαπραγματευτεί το ζήτημα αυτό με την εξής τοποθέτηση: 

“Η θέση μας είναι σαφής: σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό πριν από τη λέξη «Μακεδονία» που θα ισχύει έναντι όλων (erga omnes), για κάθε χρήση, εσωτερική και διεθνή.”

Τα εκατομμύρια των Ελλήνων πολιτών που ειρηνικά διαδηλώνουν στα συλλαλητήρια για την Μακεδονία, χαρακτηρίζονται από τον ίδιο τον πρωθυπουργό ως ετερόκλητος όχλος....


Βιβλιογραφία:

R. T. Shannon, Gladstone and the Bulgarian Agitation 1876, Λονδίνο 1963, σσ. 15-17. Δόμνα Δοντά, Η Ελλάς και αι Δυνάμεις κατά τον Κριμαϊκόν Πόλεμον, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 6.
Δοντά, ό.π., σ. 6.
Αυτόθι, σ. 76.
Ιωάννης Μαμαλάκης, «Η εκστρατεία του Δ. Τσάμη Καρατάσου στη Χαλκιδική το 1854», Χρονικά της Χαλκιδικής (1967), 26.
Ιωάννης Κολιόπουλος, «Απελευθερωτικά κινήματα στη Μακεδονία (1830-1870)», Νεότερη και Σύγχρονη Μακεδονία, Θεσσαλονίκη χ.χ, τομ. Α΄, σσ. 486-487.
Ευάγγελος Κωφός, Η Ελλάδα και το Ανατολικό Ζήτημα 1875-1881, Αθήνα 2001, σ. 68.
Δοντά, ό.π., σ. 5.
Κωφός, Ανατολικό, σ. 42.
Αυτόθι, σ. 36.
Δοντά, ό.π., σσ. 6-7.
Αυτόθι, σ. 19.
Charles Jelavich, Tsarist Russia and Balkan Nationalism; Russian Influence in the Internal Affairs of Bulgaria and Serbia; 1879-1886, Μπέρκλεϊ 1958, σ. 1.
Ευάγγελος Κωφός, «Αγώνες για την απελευθέρωση 1830-1912», Μακεδονία. 4000 χρόνιαιστορίαςκαιπολιτισμού, Αθήνα 1982, σσ. 453-454.
Valentine Chival, "The Attitude of the Powers", Luigi Villari (επιμ), The Balkan Question: The Present Condition of the Balkans and of the European Responsibilities, Λονδίνο 1905, σ. 236, αναφέρεται στο Evangelos Kofos, Nationalism and Communism in Macedonia, Θεσσαλονίκη 1964, σ. 15.
Για το θέμα βλ. πρόχειρα Ιωάννης Κολιόπουλος, «Η Μακεδονία στο επίκεντρο των εθνικών ανταγωνισμών (1870-1897)», Νεότερη και Σύγχρονη Μακεδονία, Θεσσαλονίκη χ.χ, τομ. Α΄, σσ. 491-493.
Κωφός, Ανατολικό, σσ. 82-83, 96, 102-104.
Αυτόθι, σσ. 78-79.
Αυτόθι, σσ. 150-152.
Jelavich, ό.π.., σ. 5.
Κωφός, Ανατολικό, σσ. 161-163.
Dimitri Djordjevic, Revolutions nationals des peoples balkaniques 1804-1914, Βελιγράδι 1965, σσ. 221-223.
Νικόλαος Βλάχος, Το Μακεδονικόν ως Φάσις του Ανατολικού Ζητήματος 1878-1908, Αθήνα 1935, σ. 29.
L. S. Stavrianos, The Balkans since 1453, Λονδίνο 2000, σ. 515.
Κολιόπουλος, ό.π., σσ. 502-503.
Stavrianos, ό.π., σ. 522.
Βλάχος, ό.π., σσ. 294-296.
Douglas Dakin, TheGreekStrugglein Macedonia 1897-1913, Θεσσαλονίκη 1966, σσ. 397, 424-425.
Kofos, Nationalism, σ. 39.
Dakin, ό.π., σ. 452.
Αυτόθι, σ. 455.
Kofos, Nationalism, σ. 17.
Βλάχος, ό.π., σσ. 14-15.
Αυτόθι, σ.51. Steven Sowards, Austria' s Policy of Macedonian Reform, Νέα Υόρκη 1989, σ. 11.
Βλάχος, ό.π., σσ. 275-276.
Nadine Lange-Akhund, TheMacedonianQuestion 1893-1908, Νέα Υόρκη 1998, σσ. 91-92.
Ευάγγελος Κωφός, «Αγώνες για την απελευθέρωση 1830-1912», Μακεδονία. 4000 χρόνια ιστορίας και πολιτισμού, Αθήνα 1982, σ. 468. Hristo Andonov-Polianski, "William E. Gladstone and the Macedonian Question", MacedonianReview, 2 (1972), 194-196.
Βλάχος, ό.π., σ. 299. Akhund, ό.π., σ. 293.
Βλάχος, ό.π., σ. 400.
Αυτόθι, σ. 470.
Αυτόθι, σσ. 478-479.
Sowards, ό.π., σ. 91.
Dakin, ό.π., σσ. 397-398.
Αυτόθι, σσ. 398-399
Αυτόθι, σσ. 407-408.
Jelavich, ό.π., σσ. 222-223.
Κωφός, Αγώνες, σ. 461.
Βλάχος, ό.π., σ. 253.
Dakin, ό.π., σ. 397.
Αυτόθι, σσ. 430-431
Αυτόθι, σσ. 434-435.
Αυτόθι, σσ. 443-444.
Κολιόπουλος, ό.π., σ. 503. Βλάχος, ό.π.,σ. 18.
Lange-Akhund, ό.π., σ. 88. Βλάχος, ό.π. ,σσ. 84-85.
Lange-Akhund, ό.π., σσ. 88-89.
Dakin, ό.π., σ. 425.
Αυτόθι, σσ. 404, 407.
Lange-Akhund, ό.π., σσ. 89-90.
Αυτόθι,σ. 130.
Αυτόθι, σσ. 117, 154, 159, 293.
Βλάχος, ό.π., σ. 18.
Αυτόθι, σ. 299. Sowards, ό.π., σ. 31.
Vasil Radoslavof, Bulgarien und die Weltkrise, Βερολίνο 1923, σσ. 144-169.
L. Curtright, Muddle, Indecision and Setback, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 185. George Leon, Greece and the Great Powers 1914-1917, Θεσσαλονίκη 1970, σσ. 112, 203.
Leon, ό.π., σ. 214.
Stefan Troebst, "Macedonia heroica. Zum Makedonier-Bild der Weimarer Republik", Einunddzwanzig Beitraege zum II. Internationalen Bulgaristik-Kongress, Σόφια 1986, 305.
Leon, ό.π., σσ. 48, 82, 107, 144, 147, 181, 188, 195. H. Seton-Watson, «British Policy towards the South-East European States 1914-1916», Greece and Great Britain during World War I Symposium,Θεσσαλονίκη 1985, σσ. 71-72.
Alan Palmer, The Gardeners of Salonika, Λονδίνο 1965, σ. 74.
Δέσποινα Πεταλίδου, «Η μακεδονική πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», Θεσσαλονίκη 1998, αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία, σσ. 114, 133.
Leon, ό.π., σσ. 47, 49, 82.
Αυτόθι, σσ. 84-85.
Μιχάλης Λάσκαρης, Το Ανατολικόν Ζήτημα 1800-1923, Θεσσαλονίκη 1954, σσ. 40-42.
Leon, ό.π., σσ. 102, 118.
Πεταλίδου, ό.π., σ. 89. Κωνσταντίνα Ζαχοπούλου-Αποστολίδη, «Γαλλική πολιτική και ξένες προπαγάνδες στη Μακεδονία (1914-1918)», Θεσσαλονίκη 1990, αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία, σσ. 70, 83.
Ζαχοπούλου, ό.π., σ.18.
Ζαχοπούλου, ό.π., σσ. 54-59. Alexander Apostolov, "The French in the Balkans and the Autonomy of Macedonia", Macedonian Review, 2 (1972), 200-201.
Angeliki Sfika-Theodosiou, "The Italian Presence on the Balkan Front (1915-1918)", Balkan Studies, 36 (1995), 69, 72. Angeliki Sfika-Theodosiou, "Italy and the War in South-Eastern Europe: Aims and Prospects", The Salonica Theatre of Operations and the Outcome of the Great War, Θεσσαλονίκη 2005, σσ. 73, 76, 79.
Sfika, Italian, 74, 79.
Πεταλίδου, ό.π., σ. 126.
Stefan Troebst, Mussolini, Makedonien und die Maechte 1922-1930. Die Innere Makedonische Revoltionaere Organisation in der Sudosteuropapolitik des faschistischen Italien, Κολωνία 1987, σσ. 27-28. Βασίλ Βασίλεφ, "Βελικομπριτάνια ι μακεντόσκιατ βαπρός (1924-1913γκ.)" [Η Μεγάλη Βρετανία και το Μακεδονικό Ζήτημα (19124-1913)], ΙστορίτσεσκιΠρέγκλεντ, 40/1 (1984), 28-29, 34-35. Ντίμιταρ Μίτεφ, "Άνγκλια ι μακεντόνσκιατ βαπρός πο βρέμε να φτόροτο λεϊμπρίσκοτο πραβίτελστβο" [Η Αγγλία και το Μακεδονικό Ζήτημα την εποχή της Κυβέρνησης των Εργατικών], Ιστορίτσεσκι Πρέγκλεντ, 42/2 (1986), 16-17.
Για τη βρετανική πολιτική του Εργατικού Κόμματος στα 1924 σχετικά με το Μακεδονικό Ζήτημα βλ. Δήμηταρ Μίτεφ, "Άνγκλια, μακεντόνσκιατ βαπρός ι βαλγκαρο-γιουγκοσλάβσκιτε οτνοσένια πρεζ 1924 g.)" [Η Αγγλία, το Μακεδονικό Ζήτημα και οι βουλγαρογιουγκοσλαβικές σχέσεις στη διάρκεια του 1924], Ιστορίτσεσκι Πρέγκλεντ, 40/3 (1984).
Troebst, Mussolini, σσ. 29-32.
Αυτόθι,σ. 35.
Αυτόθι, σσ. 13-14, 75-79.
Αυτόθι, σσ. 84-87.
Βλ. χαρακτηριστικά Troebst, Heroica, 293-364.
Γκιόργκι Μάρκοφ, "Μπαλγκαρο-γκερμάνσκι ντιπλοματίτσεσκι οτνοσένια (1919-1944)" [Οι βουλγαρογερμανικές διπλωματικές σχέσεις (1919-1944)], Μπαλγκαρογκερμάνσκι οτνοσένια ι βρούσκ,Σόφια 1981, σ. 227.
Guenter Rosenfeld, Johannes Kalisch, Martin Zoeller, "Die Aussenpolitik Deutschlands gegenuber den slawischen Staaten nach dem ersten Weltkrieg (1918-1933)", Jahrbuch fur Geschicthe der Sozialistichen Laender Europas, Βερολίνο 1984, σσ. 27-28.
Βλ. Β.Ι. Λένιν, Κριτικά σημειώματα πάνω στο εθνικό ζήτημα για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών,Αθήνα 1992, σσ. 109-111, 114, 126. Αλέκος Παπαπαναγιώτου, Το Μακεδονικό Ζήτημα και το Βαλκανικό Κομμουνιστικό Κίνημα 1918-1939, Αθήνα 1992, σ. 36.
Για το θέμα υπάρχει πολύ πλούσια βιβλιογραφία που απηχεί όλες τις απόψεις. Βλ. πρόχειρα, Παπαπαναγιώτου, ό.π.., σσ. 40-47.
Βλ. πρόχειρα Voin Bozinov, L.Panayotov (επιμ.), Macedonia. Documents and Material, Σόφια 1978, σσ. 748-766.
Βλάσης Βλασίδης, «Η αυτονόμηση της Μακεδονίας. Από τη θεωρία στην πράξη», Βασίλης Γούναρης, Ιάκωβος Μιχαηλίδης, Γιώργος Αγγελόπουλος (επιμ.), Ταυτότητες στη Μακεδονία, Αθήνα 1997, σσ. 76, 81.
Παπαπαναγιώτου, ό.π..
W. Foster, History of the Three Internationals, Κονέκτικατ 1955, σσ. 390-398.
Ντέτσο Ντομπρίνοφ, V.M.R.O. (ομπεντινένα) [ΕΜΕΟ Ενωμένη], Σόφια 1993, σσ. 191-192. Βλασίδης, ό.π., σσ. 83-84.
Παπαπαναγιώτου, ό.π., σσ. 103, 106.
Κονσταντίν Παλεσούτσκι, Γιουγκοσλάβσκατα κομουνιστίτσεσκα πάρτια ι μακεντόνσκιατ βαπρός 1919-1945 [Το Γιουγκοσλαβικό Κομμουνιστικό Κόμμα και το Μακεδονικό Ζήτημα 1919-1945], Σόφια 1985, σσ. 267-268.
Ευάγγελος Κωφός, « Η βαλκανική διάσταση του Μακεδονικού Ζητήματος στα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης», Η Ελλάδα 1936-1944: Δικτατορία-Κατοχή-Αντίσταση, Αθήνα 1989, σ. 425.
Δημήτριος Λυβάνιος, «Πολιτικές εξελίξεις στη γιουγκοσλαβική Μακεδονία (1941-1948), Θάνος Βερέμης (επιμ.), Βαλκάνια: Από το διπολισμό στη νέα εποχή, Αθήνα 1994, σ. 588.
Γιάννης Στεφανίδης, «Η Μακεδονία του Μεσοπολέμου», Ι. Κολιόπουλος, Ι. Χασιώτης (επιμ.), Η Νεότερη και Σύγχρονη Μακεδονία, Θεσσαλονίκη χ.χ, τομ. Β΄, σ. 110.
Για τη βουλγαρική κατοχή στη δυτική Μακεδονία βλ. Ξανθίππη Κοτσαγιώργη (επιμ.), Η βουλγαρική Κατοχή στην ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη 1941-1944, Θεσσαλονίκη 2002. Για τη βουλγαρική άποψη βλ. Δήμηταρ Γιόντσεφ, Μπαλγκάρια ι μπελομόριετο (οκτόμβρι 1940-8 σεπτέμβρι 1944 g.). Βοενοπολιτίτσεσκι άσπεκτ [ Η Βουλγαρία και το Αιγαίο Πέλαγος (Οκτώβριος 1940 - 8 Σεπτεμβρίου 1944). Στρατιωτικοπολιτική άποψη], Σόφια 1993.
Για τη «Βουλγαρική Λέσχη» Θεσσαλονίκης βλ. Χρήστος Καρδαράς, Η βουλγαρική προπαγάνδα στη γερμανοκρατούμενη Μακεδονία. Βουλγαρική Λέσχη Θεσσαλονίκης (1941-1944), Αθήνα 1997.
Troebst, Ηeroica, 362.
Βλ. σχετικά Yannis Mourelos, Fistions et realites. La France, la Grece et la strategie des operations peripheriques dans le sud-est europeen (1939-1940), Θεσσαλονίκη 1990.
Σοφία Μπουτσιούκη, «Το ελληνικό ζήτημα στον ΟΗΕ (1946-1952)», Θεσσαλονίκη 1998, αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία), σσ. 19, 30, 65, 75, 98.
Ευάγγελος Κωφός, «Το Μακεδονικό στην περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου», », Ι. Κολιόπουλος, Ι. Χασιώτης (επιμ.), Η Νεότερη και Σύγχρονη Μακεδονία, Θεσσαλονίκη, χ.χ., τομ. Β΄, σ. 255.
Βασίλης Κόντης, Η αγγλοαμερικανική πολιτική και το ελληνικό πρόβλημα (1944-1949), Θεσσαλονίκη 1986, σσ. 24-27.
Κωφός, Μακεδονικό, σσ. 254-255.
Elisabeth Barker, BritishPolicyinSoutheastEurope intheSecondWorldWar, Λονδίνο 1976, σ. 144.
, Winston Churchill, The Second World War. TriumphandTragedy, τόμ.6, Βοστώνη 1953, σσ. 227-228.
Κόντης, ό.π., σσ. 44-46, 107-108.
Αυτόθι, σ. 68.
Αυτόθι, σ. 43.
Κωφός, Μακεδονικό, σ. 257.
Αυτόθι, σ. 108.
Φωτεινή Τολούδη, «Βρετανική πολιτική στο Μακεδονικό Ζήτημα. Το Ομόσπονδο κράτος της Μακεδονίας κατά την περίοδο 1944-1949», Θεσσαλονίκη 1998, αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία, σσ. 67-68.
Αυτόθι, σσ. 130-131.
Για τις ελληνικές διεκδικήσεις στο συνέδριο της ειρήνης βλ. Φίλιππος Δραγούμης, Τα ελληνικά δίκαια στη διάσκεψη της ειρήνης, Θεσσαλονίκη 1974. Για την πολιτική των Βρετανών απέναντι στις ελληνικές διεκδικήσεις, βλ. Κόντης, ό.π., σσ. 190-192.
Κόντης, ό.π., σσ. 333, 337, 380.
Αυτόθι, σσ. 25-26.
Αυτόθι, σ. 47.
Αυτόθι, σ. 77.
Αυτόθι, σσ. 108-109.
Αυτόθι, σσ. 180, 182, 184-191.
Για το δόγμα Τρούμαν βλ. πρόχειρα Παύλος Οικονόμου -Γκούρας, Το Δόγμα Τρούμαν, Αθήνα 1957 και Harry Truman, Memoirs, Νέα Υόρκη 1955.
Κόντης, ό.π., σ. 335.
Αυτόθι, σσ. 319, 380. Βλ. επίσης Evangelos Kofos, The Impact of Macedonian Question on Greek Civil War 1943-1949, Αθήνα 1989, σσ. 23-24.
Ioannis Stefanidis, "United States, Great Britain and the Greek-Yugoslav Rapprochment (1949-1950)", Balkan Studies, 332-334.
John Iatrides, Balkan Triangle, Χάγη-Παρίσι, σ. 104.
George Kennan, Memoirs 1925-1950, Λονδίνο 1968, σσ. 550-559.
Κόντης, ό.π., σ. 146.
Αυτόθι, σ. 180.
Αυτόθι, σσ. 188, 191.
Αυτόθι, σσ. 184-185.
Κωφός, Μακεδονικό, σ. 263.
Κόντης, ό.π., σ. 384.
Κωφός, Μακεδονικό, σ. 267.
Βλ. πρόχειρα την επίσκεψη του Πατριάρχη Μόσχας Αλέξιου στα Σκόπια, τον Ιούνιο του 1962. (Σωτήρης Βαλντέν, Ελλάδα-Γιουγκοσλαβία. Γέννηση και εξέλιξη μιας κρίσης, Αθήνα 1991, σ. 33).
Βλ. πρόχειρα «Προγραμματική Διακήρυξη του ΚΚΕ προς τον Ελληνικό Λαό», Σαράντα χρόνια ΚΚΕ 1918-1958 (χ.τ., 1958), σσ. 669-691. «Απόφαση της 7ης Πλατειάς Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ», Νέος Κόσμος, 3 (Μάρτιος 1957), 17. «Εισήγηση της ΚΕ του ΚΚΕ στο Η΄ συνέδριο του ΚΚΕ», 8ο συνέδριο του ΚΚ,( χ.τ, 1961), σσ. 74-76. Ραδιοφωνικό Δελτίο Ρ/Σ «Φωνή της Αλήθειας», 12/1/1962.
Βαλντέν, ό.π., σσ. 89-91.
Βλ. τις δηλώσεις του Αμερικανού Αντιπροέδρου Λίντον Τζόνσον κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα το 1962 (Βαλντέν, ό.π., σσ. 90-91).

Η Ελλάδα και το ανατολικό ζήτημα 1875-1881 , Ευάγγελου Κωφού , Εκδοτική Αθηνών ελληνική έκδοση 2001 ,  Βιβλίο τιμημένο από την Ακαδημία Αθηνών.
          Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδας 1830-1912 , Γεωργίου Ασπρέα , Αθήνα 1922.
          Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδας 1830-1920 , Σπύρου Μαρκεζίνη Αθήνα 1968.
          Εκδοτική Αθηνών , Τόμοι ΙΓ` και ΙΔ` (Περίοδος 1833-1913).

          Ιστορία του ελληνικού κράτους 1830-1920 , Γ.Β. Δερτιλή , Εκδόσεις Εστία 2009.
Αχιλλέως Κύρου:  ΣΥΝΟΜΩΣΙΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ,   Αθήναι 1950
Εφημερίδα: ΣΤΟΧΟΣ. Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

Δημοσίευση σχολίου

Blogger